Σε άνοδο. Μετά την ενοποίηση, η Γερμανία βλέπει με ανησυχία την αναβίωση της

Ακροδεξιάς και του νεοναζισμού

Δέκα μέρες μετά τη νίκη του ακροδεξιού κόμματος «Ένωση του Γερμανικού Λαού»

(DVU) ­ την μεγαλύτερη εκλογική νίκη που πέτυχε ποτέ εξτρεμιστικό κόμμα στην

μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας ­ μία επίσημη έκθεση έρχεται να

επιβεβαιώσει αυτό που υποπτεύονταν οι Γερμανοί μετά το 13% του DVU στις

τοπικές εκλογές της Σαξωνίας – Άνχαλντ: την άνοδο της επιρροής των

εξτρεμιστικών στοιχείων.

ΤΟ περιστατικό δεν φάνηκε να εκπλήττει πια κανέναν. Μια Τρίτη βράδυ, δύο

νεαροί τραμπούκοι εισέβαλαν σε κοιτώνα ξένων, λίγο έξω από το Μαγδεβούργο,

άρπαξαν έναν Παλαιστίνιο, τον γρονθοκόπησαν άγρια και ξέσκισαν το πρόσωπο και

τα πόδια του, πριν τον πυρπολήσουν. Το θύμα ακόμα χαροπαλεύει στο νοσοκομείο.

Το απάνθρωπο αυτό συμβάν, λέει η Αστυνομία, είναι τυπικό του νέου κύματος βίας

κατά των ξένων και των μειονοτήτων που μαίνεται με μεγαλύτερη αγριότητα από

τον περασμένο χρόνο στην Ανατολική Γερμανία, έπειτα από μία ανάπαυλα μιας τετραετίας.

Η γερμανική Αστυνομία παραδέχεται ότι οι εγκληματικές ενέργειες κατά των ξένων

μεταναστών έχουν αυξηθεί θεαματικά και ομολογεί ότι αυτή τη φορά δεν μπορεί να

αναχαιτίσει την ξενοφοβική βία, όπως έκανε αμέσως μετά την ενοποίηση των δύο

Γερμανιών, που άρχισαν να εκδηλώνονται οι πρώτες τρομοκρατικές ενέργειες, με

θύματα ανυπεράσπιστους μετανάστες ­ με αποκορύφωμα τις πολύνεκρες πυρπολήσεις

ξενώνων το 1992.

ΕΞΑΡΣΗ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ

Η συχνότητα των ρατσιστικών επιθέσεων αιφνιδίασε ακόμα και τους

εμπειρογνώμονες. Και τα στοιχεία που περιέχουν οι σχετικές εκθέσεις ξεπερνούν

κατά πολύ τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις για την έκταση του φαινομένου.

Η αναφορά του Γραφείου για την Προστασία του Συντάγματος, που ανακοινώθηκε

χθες από τον ίδιο τον υπουργό Εσωτερικών Μάνφρεντ Κάντερ σε συνέντευξη Τύπου,

μόνο φόβο για το μέλλον της Γερμανίας μπορεί να προκαλέσει, αφού διαπιστώνει

ότι τα εγκλήματα των νεοναζί και των ακροδεξιών όχι μόνο πολλαπλασιάστηκαν τον

περασμένο χρόνο, αλλά και ήταν τα περισσότερα που σημειώθηκαν κατά την

μεταπολεμική εποχή.

Σύμφωνα με την αναφορά του Γραφείου για την Προστασία του Συντάγματος, τα

βίαια επεισόδια που αποδίδονται στην πολιτική δραστηριότητα των ακροδεξιών και

νεοναζιστών αυξήθηκαν κατά 34% το 1997 σε σύγκριση με τον περασμένο χρόνο και

οι εγκληματικές ενέργειες κατά 27%.

Την περασμένη χρονιά σημειώθηκαν σε όλη τη χώρα 11.719 εγκληματικές πράξεις,

με αποδεδειγμένα νεοναζιστικά ή ρατσιστικά κίνητρα ­ από 8.730 το 1996.

ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΔΡΑΣΤΕΣ

Το προηγούμενο μεταπολεμικό ρεκόρ νεοναζιστικών εγκλημάτων ήταν το 1993, με

10.561 περιστατικά. Στα δύο τρίτα των νεοναζιστικών και ακροδεξιών εγκλημάτων,

οι δράστες ήταν ανήλικοι και είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα από αυτά

διαπράττονται στην πρώην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία. Η αναλογία είναι

2,7 εγκλήματα ανά 100.000 κατοίκους στην Ανατολική Γερμανία έναντι 0,7 ανά

100.000 κατοίκους στην Δυτική Γερμανία. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι ο

πληθυσμός της Ανατολικής Γερμανίας δεν ξεπερνά τα 15 εκατομμύρια, έναντι του

συνολικού πληθυσμού των 82 εκατομμυρίων.



ΟΠΩΣ αποκαλύπτει η έκθεση του Γραφείου για την Προστασία του Συντάγματος,

αύξηση κατά 7% παρουσιάζει και ο αριθμός των ακροδεξιών στοιχείων, που φτάνει

πλέον τα 48.400 καταγεγραμμένα μέλη, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός των νεοναζιστών

εμφανίζεται αυξημένος κατά 20%, με 7.600 ενεργά στελέχη. Κατά τους

εμπειρογνώμονες, τα στοιχεία αυτά συνιστούν έναν «δυνάμει σοβαρό κίνδυνο»,

δεδομένου ότι οι περισσότεροι από τους εξτρεμιστές είναι οπλισμένοι. Αλλά οι

γερμανικές αρχές δεν κρύβουν τον φόβο τους μήπως οι εξτρεμιστές επιδοθούν και

σε τρομοκρατικές ενέργειες, με πολλούς νεκρούς. Υποψίες που έγιναν βάσιμες

μετά την ανακάλυψη νεοναζιστικού εργαστηρίου παρασκευής βομβών στην πόλη Ιένα

της Ανατολικής Γερμανίας, τον περασμένο Ιανουάριο. Αλλά, και σε επιδρομή που

έκανε η Αστυνομία τον Ιούλιο του 1997 σε κρησφύγετο νεοναζιστών στο κρατίδιο

Σάαρ της Δυτικής, βρήκε αυτοσχέδιες βόμβες, όλμους και αντιαρματικά όπλα.

«Η Ακροδεξιά εμφανίζεται ενισχυμένη», δήλωσε ο υπουργός εσωτερικών Μάνφρεντ

Κάντερ στη συνέντευξη Τύπου. Αλλά έσπευσε να τονίσει ότι η απαγόρευση της

λειτουργίας των εξτρεμιστικών οργανώσεων δεν αποτελεί τη λύση του προβλήματος.

«Δεν συντρίβουμε τα κόμματα με τα να τα θέτουμε εκτός νόμου. Τα πολεμάμε,

αποσπώντας τους τους ψηφοφόρους τους. Θα νικήσουμε τους εξτρεμιστές,

προβάλλοντας δημοκρατικά επιχειρήματα», κατέληξε.