Η επετηρίδα αποτελεί το πλέον αντικειμενικό και αδιάβλητο σύστημα διορισμού

των εκπαιδευτικών, από συστάσεως του ελληνικού κράτους.

Όσον αφορά στην αντικειμενικότητα του συστήματος αξιολόγησης των

εκπαιδευτικών, το ΥΠΕΠΘ βιάστηκε να ανακοινώσει ένα πρόχειρο και διάτρητο

σύστημα, υποπίπτοντας σε πολλές αντιφάσεις:

Το ΥΠΕΠΘ είχε δηλώσει, σχετικά με την κατάργηση του προηγούμενου συστήματος

εισαγωγής στα ΑΕΙ, ότι, στο πλαίσιο ενός τρίωρου διαγωνισμού μεγιστοποιείται η

συμβολή του παράγοντα «τύχη» στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος.

Επομένως, και μόνο το γεγονός ότι ο διαγωνισμός διεξάγεται άπαξ και εντός

λίγων μόνο ωρών, ακυρώνει την αξία του αποτελέσματός του. Δεν ισχύει, λοιπόν,

το ίδιο και για τον διαγωνισμό των εκπαιδευτικών; Πόσο μάλλον, όταν έχουν

περιορισμένες ευκαιρίες επανάληψης της προσπάθειας και όταν το επιδιωκόμενο

αποτέλεσμα, ο διορισμός, είναι καθοριστικής σημασίας για το μέλλον τους.

Αυτό που κρίνεται είναι η εκπαιδευτική ιδιότητα, η οποία είναι πολυσύνθετη,

καθώς προϋποθέτει από την πλευρά του διδάσκοντος συγκεκριμένο γνωστικό

υπόβαθρο, συγκροτημένη και άρτια προσωπικότητα, γνώση πολλών διαφορετικών

μεθόδων διδασκαλίας και πληθώρα άλλων ποιοτικών χαρακτηριστικών, όπως η

μεταδοτικότητα, το παιδαγωγικό τακτ, η επιείκεια, η αγάπη κ.λπ.

Δεν θα προβώ σε μακροσκελή παράθεση των αρχών της παιδαγωγικής. Παρ’ όλ’ αυτά,

είναι φανερό πως το ΥΠΕΠΘ επιχειρεί μια κοντόφθαλμη μονομερή αξιολόγηση του

εκπαιδευτικού, υποβιβάζοντάς τον στο επίπεδο του αναμεταδότη γνώσεων.

Για το ΥΠΕΠΘ ένας εκπαιδευτικός δε διαφέρει σε τίποτε από απόφοιτο Λυκείου που

απομνημόνευσε το μάθημα.

Από τη στιγμή λοιπόν που το ΥΠΕΠΘ αξιολογεί κατά τρόπο τόσο μερικό την

εκπαιδευτική ιδιότητα, δεν δικαιούται να υποστηρίζει την αντικειμενικότητα του

συστήματος αξιολόγησης.

Ο διαγωνισμός δεν δικαιώνεται ούτε ηθικά ούτε επιστημονικά, ακόμα και αν

αποδεχθεί κανείς την αποσπασματική αυτή εικόνα του υπουργείου. Γιατί, εάν

είναι έτσι, αν ο ρόλος του εκπαιδευτικού εξαντλείται στην απομνημόνευση και τη

στείρα αναμετάδοση γνώσεων, τότε ο διαγωνισμός δεν έχει κανένα απολύτως νόημα.

Όλοι έχουν ήδη κριθεί ως προς την επάρκεια των γνώσεων και μάλιστα από τα

αρμόδια ΑΕΙ. Αποδοχή του διαγωνισμού σημαίνει αμφισβήτηση εγκυρότητας των

Πανεπιστημίων και των πτυχίων.

Εκείνο όμως που αγγίζει τα όρια του παραλογισμού είναι η αμφισβήτηση της

εκπαιδευτικής ιδιότητας των αναπληρωτών, γεγονός που ολοφάνερα αποτελεί ακόμη

μια καινοτομία του ΥΠΕΠΘ, καθώς συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία της

εκπαίδευσης. Αμφισβητείται δηλαδή η εκπαιδευτική ιδιότητα ανθρώπων που

αποτέλεσαν για χρόνια ζωντανό κομμάτι της εκπαιδευτικής κοινότητας, την

υπηρέτησαν σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας, εργάστηκαν για την παιδεία

στις εσχατιές της χώρας και στήριξαν στην υπόσχεση της πολιτείας για μόνιμο

διορισμό τα όνειρα και τον επαγγελματικό και οικονομικό σχεδιασμό τους.

Το επιχείρημα που παρουσιάζει την επετηρίδα ως αδικία έναντι λοιπών πτυχιούχων

άλλων Σχολών που δεν χαίρουν του προνομίου της επετηρίδας δεν ευσταθεί: βάσει

των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του

πολίτη προς το κράτος, η διοίκηση δεν μπορεί, χωρίς ιδιαίτερα επιτακτικό λόγο

δημοσίου συμφέροντος, να ανακαλεί ευμενές μέτρο που είχε τεθεί υπέρ των

διοικουμένων και τη διατήρηση του οποίου προσδοκούσαν εύλογα αυτοί.

Ο ισχυρισμός του ΥΠΕΠΘ, ότι δηλαδή στο διάστημα που μεσολαβεί από την απόκτηση

του πτυχίου μέχρι τον χρόνο του διορισμού, οι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί χάνουν

την επαφή τους με την εκπαιδευτική διαδικασία, είναι επίσης αστήρικτος, καθώς,

το διάστημα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη τους αναπληρωτές, δεν είναι ουσιαστικά

μεγάλο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ο αριθμός των αδιόριστων δασκάλων

ανέρχεται στους 17.000, ενώ των νηπιαγωγών στους 11.000. Κάθε χρόνο

διορίζονται, ως αναπληρωτές, 8.500 εκπαιδευτικοί. Με αυτούς τους ρυθμούς και,

εφόσον εφαρμοστεί ο θεσμός του ολοήμερου Δημοτικού και Νηπιαγωγείου, και η

υποχρεωτική προσχολική αγωγή (Ν. 2525/97), δεν τίθεται θέμα απορρόφησης των ως

άνω εκπαιδευτικών. Τι εξυπηρετεί λοιπόν η κατάργηση της επετηρίδας;

Εν κατακλείδι, η κατάργηση της επετηρίδας:

* Κλονίζει την εμπιστοσύνη του πολίτη προς το κράτος και τραυματίζει

ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του κράτους απέναντι στους πολίτες.

* Αντιτίθεται στην έννοια της χρηστής διοίκησης.

* Αμφισβητεί την εγκυρότητα και την επάρκεια των πτυχίων των Πανεπιστημίων.

* Τραυματίζει την αξιοπρέπεια των εκπαιδευτικών.

Το ΥΠΕΠΘ επικαλείται συνεχώς τη συναίνεση της κοινωνίας, χωρίς όμως να είναι

σε θέση να την ορίσει επαρκώς: γιατί αν αφαιρέσουμε από το σύνολο της

κοινωνίας το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας (τους 120.000 εκπαιδευτικούς

που θα κληθούν να υλοποιήσουν τις αλλαγές στην εκπαίδευση), των γονέων και των

μαθητών, το θεωρούμενο ως συναινούν κοινωνικό σώμα θα πρέπει να είναι απειροελάχιστο.

Το ΥΠΕΠΘ οφείλει να δει το θέμα της παιδείας, όχι ως προσωπικό, αλλά ως εθνικό

θέμα και να το αντιμετωπίσει με κριτήρια πολιτικά, κοινωνικά και ποιοτικά.

Οφείλει να αναγάγει την εκπαιδευτική πολιτική σε εθνικό ζήτημα, υψηλής

κομματικής συναίνεσης, αντί να την αφήνει έρμαιο της προσωπικής πολιτικής του

εκάστοτε υπουργού Παιδείας.

Η αναβάθμιση της εκπαίδευσης επιτυγχάνεται με τον εθνικό σχεδιασμό, την αύξηση

των δαπανών (διατίθεται 3,5% του ΑΕΠ, έναντι 5,5% στην Ευρώπη), την

επιστημονική στήριξη του εκπαιδευτικού και τη διά βίου εκπαίδευση.

Το ΥΠΕΠΘ οφείλει να εγκαταλείψει τα επικοινωνιακά τεχνάσματα και να προχωρήσει

σε ουσιαστικό διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα, για να τελεσφορήσει η όλη

προσπάθεια την οποία έχει ανάγκη ο τόπος. Γιατί αναβάθμιση της Παιδείας, χωρίς

τη συνδρομή των εκπαιδευτικών, χωρίς συναίνεση και διάλογο, δεν γίνεται.

Ο Χρήστος Χρήστου είναι πρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας.