Μεταξύ των μελών της κριτικής επιτροπής που την ανέδειξε πρώτη στα ελληνικά
καλλιστεία του ’64 ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις και η Τζένη Καρέζη. Μέλος της
εννεαμελούς επιτροπής «ήταν κι ένας γλύπτης», η Κορίνα Τσοπέη δεν θυμάται το
όνομά του, ο οποίος είχε σχολιάσει τη… μύτη της. Η Μις Υφήλιος του 1964
παραλίγο να χάσει την πρωτιά στην Ελλάδα γιατί δεν είχε αρκετά ελληνική μύτη!
Παρά την… «ατέλεια», όμως, κατάφερε να αποκτήσει το πολυπόθητο διαβατήριο
για την Αμερική.
Γιατί, η κατάκτηση του ελληνικού τίτλου αυτή τη σημασία είχε τότε στα μάτια
της εικοσάχρονης κοπέλας. Γι’ αυτό τον λόγο συμμετείχε στα καλλιστεία.
«Εντάξει, ήταν και το αυτοκίνητο, ένα Χίλμαν», θυμάται σήμερα, που επέστρεψε,
ύστερα από 34 χρόνια και έστω για τα καλοκαίρια στη χώρα της. Η νίκη στα
καλλιστεία ήταν το μοναδικό διαβατήριο που θα μπορούσε να έχει, αυτό το
δροσερό κορίτσι, που ο στρατιωτικός μπαμπάς τού επέτρεπε να πηγαίνει σινεμά
μόνο τα μεσημέρια της Κυριακής με τη συνοδεία του αδελφού της. «Ή θα φύγω, ή
θα μείνω και θα θαφτώ», είπε στον εαυτό της η Κορίνα Τσοπέη. Η Αμερική
αντιπροσώπευε τη χώρα της ελευθερίας για τη μαθήτρια με τα μεγάλα όνειρα και
τους μικρούς σχολικούς βαθμούς, τότε δεν είχε καν επίγνωση της δυσλεξίας της…
Και τα κατάφερε. Στις 3 Ιουλίου του 1964 επιβιβάστηκε για πρώτη φορά στη
ζωή της σε αεροπλάνο. Ολομόναχη. Μέσω Παρισιού, η «Παναμέρικαν» την προσγείωσε
ανάμεσα στους νεοϋορκέζικους ουρανοξύστες, και αισθάνθηκε «τόση δα, μια
σταλίτσα!». Το γκλάμουρ του Μπέβερλι Χιλς, τα στούντιο της Φοξ, τα πάρτι του
Στούντιο ’54, οι παρέες του Μάικλ Κέιν, του Φρανκ Σινάτρα, της Ζακλίν Μπισέ,
τα σπίτια στο Χόλιγουντ, το Μαρόκο και το Μαλιμπού ήρθαν σχεδόν φυσικά λίγα
χρόνια αργότερα. Η πρώτη πτήση της ζωής της την απογείωσε από τη μαυρόασπρη
Ελλάδα του ’60 στο πολύχρωμο αμερικανικό όνειρο. Σήμερα ;
|
Στη Μύκονο. Η Κορίνα Τσοπέη φοβάται τον χρόνο, γιατί θέλει να δει εγγόνια και δισέγγονα
|
ΤΡΙΤΗ μεσημέρι. Ο χειριστής προσγειώνει το εβδομηνταδυάρι ATR της Ολυμπιακής
Αεροπλοΐας στο αεροδρόμιο της Μυκόνου. Η Κορίνα Τσοπέη στο τιμόνι ενός τζιπ
παρέα με την αγαπημένη της βαφτισιμιά και ανιψιά, Μαρία-Αντόνια, περιμένουν να
μας παραλάβουν. Δεν υπάρχει καμία δυσκολία στην αναγνώριση: ψηλή, εντυπωσιακή,
με κοντό σορτ, φοράει το επάνω μέρος του μαγιό αντί για τοπ, λευκό καπελάκι με
γείσο και μαύρα γυαλιά, ατελείωτα πόδια που ζηλεύουμε και στυλ… αμερικανικό.
Η Κορίνα Τσοπέη ύστερα από τριάντα τέσσερα χρόνια αποφασίζει να μείνει λίγο
περισσότερο στην Ελλάδα και διαλέγει τη Μύκονο για να φτιάξει το σπίτι της.
Γιατί τη Μύκονο;
«Μα, εδώ είναι πολλοί φίλοι και, ξέρετε, είναι το μοναδικό νησί που γνωρίζουν
παντού. Όταν το συζητήσαμε με τον άντρα μου τον Φρέντι, αποφασίσαμε να
φτιάξουμε ένα σπίτι για τις διακοπές. Βέβαια, μπλέξαμε λίγο»…
ΧΤΙΖΟΥΝ ΠΑΝΤΟΥ
Μια μεγάλη χαραμάδα στο εκπληκτικό πέτρινο πάτωμα της αυλής της, σαν ρήγμα
μετά από σεισμό 8 Ρίχτερ, την κάνει να σχολιάζει με κομψό μανιάτικο τρόπο τη
δουλειά του κατασκευαστή, «ο οποίος υποτίθεται πουλάει σε τιμές που περιμένεις
τουλάχιστον όλα να είναι τέλεια και στο τέλος σου ζητάει εξτρά για να
επιδιορθώσει τα λάθη του»! Ένας κακοτράχαλος χωματόδρομος στη διαδρομή από το
αεροδρόμιο της Μυκόνου στη «Σάμερλαντ» «έτσι ονομάστηκε αυτό εδώ το
οικιστικό συγκρότημα, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τόση επιμονή στην ξενομανία» ,
της θυμίζει όλα όσα θα ήθελε να ξεχάσει για τη χώρα της: «Γιατί όταν αυτό εδώ
το νησί που είναι βιτρίνα για μας χτίζεται παντού, και αφήνουν τους δρόμους
έτσι, τα σκουπίδια να μη μαζεύονται, τις αποχετεύσεις όπου να ‘ναι κι όλα αυτά
έξω από ξενοδοχεία που σου ζητούν εκατό πενήντα χιλιάδες για μια βραδιά και
σπίτια που κοστίζουν μισό εκατομμύριο δολάρια, τότε τι να πεις στον ξένο; Με
τι επιχειρήματα να υπερασπιστείς τη χώρα σου; Μου έχουν πετάξει κατάμουτρα ότι
η Ελλάδα είναι “third world country” ύστερα από μια σειρά απολύτως αληθινών
επιχειρημάτων και έχω βρεθεί σ’ αυτή την τόσο δύσκολη θέση να μην ξέρω τι ν’ απαντήσω».
Η ΠΑΡΕΑ
|
Στο Χόλιγουντ. Με τον Μάικλ Κέιν και τον Σιλβέστερ Σταλόνε
|
Σχεδόν έχει μετανιώσει για την απόφαση του σπιτιού στη Μύκονο. «Είμαι εδώ
περίπου δύο μήνες και είναι η πρώτη μέρα που απολαμβάνω τη θάλασσα. Γιατί κάθε
μέρα έρχονται μάστοροι στο σπίτι και φτιάχνουν πράγματα. Ειλικρινά». Ο ήλιος
καίει, στην παραλία που μοιάζει σχεδόν ιδιωτική η Νόρα Βαλσάμη, ο Ερρίκος
Ανδρέου, χρόνια φίλοι με την Κορίνα Τσοπέη απολαμβάνουν τις ακτίνες του. Σε
λίγο έρχονται κι άλλοι φίλοι, η παρέα μεγαλώνει. Ο Φρέντι, ο δεύτερος σύζυγός
της, παραγωγός ταινιών στο Χόλιγουντ, παρέα με τον Πάρη Αλεξάντερ, ηθοποιό και
κουμπάρο της οικογένειας, καταφθάνουν με σκάφος από το βάθος του μπλε κόλπου,
η παρέα σε λίγο μετακομίζει στη σκιά, γύρω από ένα τραπέζι με ουζάκι, ψητές
μελιτζάνες, χταποδάκια, μανιτάρια με μαϊντανό και σκόρδο, χωριάτικη και τζατζίκι.
ΣΤΑ 54…
Περιμένουμε να δούμε μια έστω πρώην Μις Υφήλιο να τρέφεται με τα γνωστά
μαρουλόφυλλα, αλλά η Κορίνα Τσοπέη, «ντυμένη» την εφηβική της σιλουέτα, έτσι
όπως απολαμβάνει το φαγητό, την μπίρα και τη συντροφιά της, σχεδόν σε κάνει να
ντρέπεσαι για την όποια προκατάληψη. Κι εκεί που σε αφοπλίζει εντελώς είναι
όταν χωρίς κανένα κόμπλεξ μιλάει για τα πενήντα τέσσερά της χρόνια και ακόμα
περισσότερο όταν δέχεται να φωτογραφηθεί χωρίς ίχνος μέικ απ, χωρίς ειδικούς
φωτισμούς και φίλτρα, χωρίς κομμωτήρια, συμβούλους μόδας και στυλίστες, χωρίς
αισθητικές ανασφάλειες, χωρίς προσπάθειες να καλύψει ρυτιδούλες, μάλιστα
χαμογελάει ακόμα πιο πλατιά κι αυτές την αποζημιώνουν με τη γοητεία τους
Ο χρόνος σάς δημιουργεί ανασφάλεια;
«Ο χρόνος μού προκαλεί ανασφάλεια, κυρίως γιατί φοβάμαι πως δεν θα μείνω
αρκετά να δω όλα όσα θα συμβούν. Και δεν μιλάω για τη μέρα που οι άνθρωποι θα
πηγαινοέρχονται στο φεγγάρι, αλλά να, θα ήθελα πολύ να δω εγγόνια και
δισέγγονα, κυρίως αυτά. Θα ήθελα να ζήσω ανθρώπινες στιγμές και ανθρώπινα
συναισθήματα. Έτσι κι αλλιώς, τα πράγματα εξελίσσονται τόσο γρήγορα που δεν
προλαβαίνουμε να χωνέψουμε ό,τι μάθαμε. Μας προσπερνούν. Σκέφτομαι μερικές
φορές ότι τον παλιό καιρό θέλαμε τόσο πολύ ν’ αγοράσουμε αυτοκίνητο για να
επισκεπτόμαστε ο ένας τον άλλο. Ήταν ένα μέσο για να είσαι πιο κοντά στον
άλλο, να βλέπεις τους συγγενείς και τους φίλους στις γιορτές, στα γενέθλια ή
απλά έτσι χωρίς λόγο. Τώρα που όλοι έχουν αυτοκίνητο δεν έχουν χρόνο να δουν ο
ένας τον άλλο.
Τώρα υπάρχει το τηλέφωνο, το φαξ, ο υπολογιστής, ο τηλεφωνητής. Δεν υπάρχει
χρόνος ν’ απολαύσεις τον άλλο. Θυμάμαι που όταν μεγάλωνα δεν είχαμε τηλέφωνο
στο σπίτι. Δεν μπορούσα να μιλήσω λοιπόν στο αγόρι που μου άρεσε, αλλά
φανταζόμουν πως του μιλούσα και ήταν σαν όνειρο. Τώρα βλέπω τους γιους μου να
μιλάνε ασταμάτητα στο τηλέφωνο με τις κοπέλες, τα-τα-τα-τα-τα-τα, μετά
βγαίνουν έξω, κοιμούνται μαζί, ύστερα από τρεις μέρες, πάει τελείωσε. Αυτό που
εγώ χρειαζόμουν τέσσερις-πέντε μήνες να το ονειρευτώ, δηλαδή απλώς να μιλήσω
σε ένα αγόρι, σήμερα το αναλώνουν σε μερικά λεπτά».
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΓΙΟΙ
Πίσω από την πλάτη της, πάνω σε ένα ξύλινο χαμηλό έπιπλο, καμιά τριανταριά
οικογενειακές φωτογραφίες πλαισιώνουν σαν κάδρο την εικόνα της. Το σπίτι είναι
άδειο. Οι τρεις γιοι από τον πρώτο της γάμο, ο Ανδρέας, 29 χρόνων, συγγραφέας
μόλις τελείωσε το πρώτο του σενάριο , ο Στίβεν, 26 χρόνων εργάζεται στο
«στόρι ντιπάρτμεντ» της MGM (δηλαδή… διαβάζει σενάρια) και ο Πάρις, 23
χρόνων ασχολείται με τη μουσική και εργάζεται σε μεγάλο στούντιο δεν θα
έρθουν φέτος το καλοκαίρι στη Μύκονο γιατί δουλεύουν. Της λείπουν πολύ οι γιοι
της, αλλά η Κορίνα Τσοπέη, που έχει μια ιδιαίτερη σχέση μαζί τους, δεν είναι
καθόλου ο τύπος της καταπιεστικής μητέρας.
«Οι γιοι μου ζουν μόνοι τους σχεδόν από τα 22 τους χρόνια. Μου στοίχισε πολύ,
αλλά τους έδιωξα από το σπίτι γιατί καταλάβαινα πως αυτό πρέπει να κάνω ώστε
να τους βοηθήσω ν’ αποκτήσουν ανεξαρτησία. Έπρεπε να τους δεχθώ σαν άντρες,
δεν ήμουν φίλη τους, είμαι η μητέρα τους και δεν ήθελα καθόλου να γίνω η
γυναίκα που θα κοντρολάρει τα παιδιά της. Έχω δει άντρες εξαρτημένους από τη
μητέρα τους, ιδιαίτερα οι Ελληνίδες με τους γιους τους κάνουν αυτό το λάθος
και μετά δημιουργούνται τόσα προβλήματα. Εγώ ήμουν τυχερή, δεν το έζησα αυτό.
Φροντίζω όμως να λέω συνέχεια στους γιους μου να είναι ευαίσθητοι με τις
γυναίκες, να προσφέρουν λουλούδια, να σέβονται. Όχι να δημιουργούν ερωτικές
σχέσεις και να προσέχουν μην “κολλήσουν” γιατί θα καταστραφούν. Είναι η ζωή
τους, είναι δικός τους λογαριασμός, δεν είναι δικός μου. Ξέρεις, τα παιδιά τα
ζυμώνεις από μικρά με ιδέες, δεν μεγαλώνουν ξαφνικά».
Και τα καλλιστεία στην Ελλάδα;
«Για να σας πω την αλήθεια, δεν ξέρω τίποτα. Έχω επιστρέψει εδώ και τρία
χρόνια, περνάω εδώ τα καλοκαίρια, χτίζω σπίτι, φωνάζω σε υδραυλικούς, ξέρω τι
γίνεται με τους ηλεκτρολόγους, με τη ΔΕΗ, με τον ΟΤΕ, ξέρω για την πολεοδομία,
αλλά δεν έχω ιδέα για τα καλλιστεία και τον τρόπο που γίνονται».
Για τις ευκαιρίες:
«Για κάθε άνθρωπο υπάρχει μια ευκαιρία. Βλέπεις τους Αλβανούς. Βρήκαν την
ευκαιρία να φύγουν, να κάνουν κάτι καλύτερο και το έκαναν. Κάποιοι άλλοι
έμειναν πίσω. Έχεις την ευκαιρία που κινεί τη ζωή σου, γι’ αυτό χρειάζεται να
έχεις τα μάτια ανοιχτά. Δεν περιμένεις από τον άλλο να έρθει να σε βοηθήσει».
Για την ευθύνη:
|
Με τον πατέρα της
|
«Από μικρή έμαθα να βασίζομαι στον εαυτό μου. Από 12-13 χρόνων. Αν είχα καλές
ή κακές φιλίες, δεν έλεγα ποτέ ότι έφταιγε ο άλλος, αλλά εγώ που πείστηκα».
Για τα Καλλιστεία:
«Η μαμά μου μου έλεγε ώς την τελευταία στιγμή “μην πας, θα χάσεις”. Την ημέρα
των καλλιστείων αισθανόμουν ότι πήγαινα σε κηδεία. Είχα δώσει αγώνα για να
πείσω τον πατέρα μου, ακόμα και για τη μοναδική τότε σχολή μανεκέν της
Ραντοπούλου. Του είπα πως, ό,τι και να γίνω, γραμματέας ή υπάλληλος, θα
δουλεύω με άντρες, ενώ ο χώρος των μοντέλων είναι, πώς να το πω, ακίνδυνος.
Έτσι μαλάκωσε κάπως».
Για την ομορφιά της:
|
Μια μικρούλα μ’ένα πολυ μεγάλο φιόγκο στα μαλλιά…
|
«Έβρισκα τα πάντα άσχημα επάνω μου. Όταν βλέπεις όμως κάθε ημέρα τη φάτσα σου
στον καθρέφτη, συνηθίζεις. Την επομένη το πρωί, που βγήκα μις Υφήλιος,
κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είπα: μεγάλο λάθος κάνανε. Και φοβόμουνα ν’
ανοίξω την πόρτα, μήπως και δούνε το λάθος και μου πουν “φέρε πίσω το στέμμα”».
Για το στέμμα:
|
Με το στέμμα. 1964, Μις Υφήλιος
|
«Καθόλου δεν μου άρεσε, ήταν απαίσιο. Το βάζανε σε ειδική βαλίτσα για να μην
σπάσει, όταν ταξίδευες. Όπως και να έφτιαχνες τα μαλλιά σου, φορώντας το,
χάλαγαν. Και ξέρεις πώς είμαστε οι γυναίκες με τα μαλλιά. Τα έφτιαχνα και μετά
το φόραγα και είχα τρεις ώρες πονοκέφαλο. Όταν έμπαινα στο δωμάτιο, το πέταγα
κάτω. Έφευγαν οι πέτρες, το στέλνανε πίσω και αναρωτιούνταν πώς ήταν δυνατόν
να χαλάει τόσο εύκολα. Πού να ήξεραν!».
Για τα ναρκωτικά:
«Αλλιώς ήταν τότε κι αλλιώς τώρα. Τότε, ήταν ένα χόμπι που το σταματούσες.
Πολλοί βέβαια με το LSD σκοτώθηκαν, γιατί πήδαγαν από παράθυρα, ή έπαιρναν
αμφεταμίνες και κοκαΐνη για ν’ “ανέβουν”. Εγώ τα φοβόμουνα πολύ όλα αυτά, τα
κρατούσα μακριά μου. Για τους γιους μου όμως έχω φοβηθεί παρά πολύ. Και τους
το έχω πει. Τους είπα ότι θα δοκιμάσουν, ξέρω ότι το έχουν κάνει, αλλά τους
έλεγα από μικρά να μην κολλήσουν. Από αυτούς εξαρτάται. Δεν είναι δυνατό να
έχουν έναν φρουρό 24 ώρες το 24ωρο μαζί τους. Τους έλεγα πως, αν διαλέξουν τον
δρόμο των ναρκωτικών, του ποτού, του τσιγάρου, πρέπει να ξέρουν ότι θα τ’
αντιμετωπίσουν μόνοι τους. Εάν τυχόν σας βάλουν φυλακή, μην με πάρετε τηλέφωνο
για να τρέξω. Εάν είστε αρκετά άντρες για να κάνετε το κέφι σας, είστε άντρες
και για να μείνετε στη φυλακή».
Για το Χόλιγουντ:
«Συζητάγαμε με έναν δάσκαλο της FOX και μου λέει, “είμαστε εδώ για την τέχνη
και το δράμα, όχι για τα χρήματα”. Και του λέω “εγώ είμαι εδώ για τα λεφτά. Αν
ήθελα τέχνη και δράμα, θα ήμουνα στην Ελλάδα, όπου έχουμε μια καταπληκτική
δραματική σχολή, θέατρο, εξαίσιες τραγωδίες. Κι εσύ θα έμενες στο Οχάιο να
παίζεις αυτό που θέλεις κι όχι να σου λέει κάποιος άλλος πώς να το κάνεις. Μη
μου λες λοιπόν τώρα ότι ήρθες εδώ για την τέχνη, στο Χόλιγουντ, σε στούντιο
της FOX που πληρώνεσαι κάθε εβδομάδα”».
Για τη φιλία:
«Όταν με προδίδει ένας φίλος τον σβήνω αμέσως, όπως το τσιγάρο. Χωρίς δεύτερη ευκαιρία».
Για τη δύσκολη στιγμή:
«Όταν χώρισα από τον πρώτο μου άντρα, αισθάνθηκα απαίσια, αναρωτιόμουν πώς
έκανα ένα τέτοιο λάθος στη ζωή μου, πώς γελάστηκα τόσο πολύ. Στην αρχή υπάρχει
έρωτας και μετά μετατρέπεται σε αγάπη. Υπάρχουν στιγμές που δίνεις τη ζωή σου
γι’ αυτόν που αγαπάς. Πλησιάζεις το πρόσωπο που αγαπάς, και μετά σε μια στιγμή
το πρόσωπο αυτό δεν το αναγνωρίζεις. Είναι σαν να προχωράς και να σου τραβούν
το χαλί κάτω από τα πόδια. Πέφτεις κάτω, χτυπάς και κρατάει καιρό αυτός ο
πόνος. Για να μην πονάω τόσο πολύ, θάβω, κόβω τα συναισθήματά μου τελείως, τα
νεκρώνω. Παίρνει καιρό, αλλά το θέλω και το κάνω».