Ο Γιώργος Σκιαδόπουλος μιλάει στα «ΝΕΑ» από τη φυλακή και περιγράφει τον τρόπο

με τον οποίο σκότωσε την Αμερικανίδα φίλη του Τζούλι Μαρί Σκάλι.

ΕΠΙΜΕΝΕΙ στην «κακιά στιγμή» ­ η άρνησή της να τον παντρευτεί του «θόλωσε»,

λέει, το μυαλό ­ και σκέπτεται να γράψει γράμμα στην κόρη της, για να το

διαβάσει όταν ενηλικιωθεί. Δηλώνει, επίσης, πως αν σήμερα δίκαζε τον εαυτό του

θα επέβαλε την ποινή του θανάτου.

Όσο για τα 100 χιλ. δολάρια και τους δύο τραπεζικούς λογαριασμούς, δηλώνει ότι

δεν έχει αγγίξει το παραμικρό.

Πολλά θα ειπωθούν για τα κίνητρα της άγριας δολοφονίας της Αμερικανίδας

καλλονής, αφού η συμπεριφορά του δράστη αρραβωνιαστικού της μετά το φρικτό

έγκλημα στις 8 Ιανουαρίου στην Καβάλα και η προσπάθειά του για

αποπροσανατολισμό των αρχών δίνει αυτό το δικαίωμα και δημιουργεί πολλές

αμφιβολίες ­ παρά τη λεπτομερή κατάθεσή του ­ για τις πραγματικές συνθήκες του

φόνου εκείνο το μοιραίο βράδυ.


«Ήταν η ίδια μου η ζωή», ισχυρίζεται ο Γιώργος Σκιαδόπουλος για την Τζούλι

Σκάλι, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει την πράξη του. Εδώ σε διακοπές τον Ιούνιο

του ’98

Για τον ίδιο τον Γιώργο Σκιαδόπουλο τα πράγματα είναι… «απλά»:

«Εκείνη τη στιγμή που η Τζούλι μού είπε ξεκάθαρα πως δεν μπορούσε να γίνει ο

γάμος μας, ένιωσα να χάνω τον κόσμο. Η λογική παραμερίστηκε, δεν σκεπτόμουν

και δεν ήξερα τι έκανα.

Όταν τράβηξα τα χέρια από τον λαιμό της και συνειδητοποίησα τι είχα κάνει,

πανικοβλήθηκα. Από αυτήν τη στιγμή και μετά ήμουν ένα ρομπότ. Ό, τι έκανα, το

έκανα μηχανικά».

Σ’ αυτή την πρώτη του συνέντευξη στα «ΝΕΑ», μέσα στο κελί του, στις Φυλακές

Κομοτηνής, όπου χθες πέρασε την πρώτη του νύχτα ο πρωταγωνιστής του νέου

θρίλερ της Καβάλας, αποκαλύπτει το παρασκήνιο της σχέσης του με την Τζούλι, τι

συνέβη εκείνο το μοιραίο βράδυ.

«Ναι, την σκότωσα γιατί την αγαπούσα. Το ξέρω, ακούγεται παράλογο αλλά αυτή

είναι η αλήθεια. Και δεν είμαι τρελός και το λέω…».

Ακόμη δηλώνει πως δεν θα είχε αντίρρηση να συναντήσει τον πρώην άντρα της

Τζούλι, τον Τίμοθι Νιστ, και να του απαντήσει στο βασανιστικό «γιατί» την

σκότωσε. Κατανοεί απόλυτα την οργή της Ινδιάνας μητέρας της, θέλει να της

ζητήσει συγγνώμη και σκέπτεται να γράψει ένα γράμμα στην τρίχρονη κορούλα τής

αγαπημένης του, την Κέιτι, που θα ήθελε να το διαβάσει όταν ενηλικιωθεί. Όσο

για τα χρήματα της Τζούλι, τα 100 χιλιάδες δολάρια και τους δύο τραπεζικούς

λογαριασμούς, που κάποιους προβληματίζουν όσον αφορά τα πραγματικά κίνητρα της

άγριας δολοφονίας, λέει πως δεν τα έχει αγγίξει, ούτε καν το συζητάει το θέμα.

Το χαρακτηρίζει «φτηνό σενάριο» και «αστεία υπόθεση».

Ο ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ του 24χρονου δράστη κ. Σάκης Κεχαγιόγλου λέει στα «ΝΕΑ» για τον

Γιώργο Σκιαδόπουλο και την άγρια δολοφονία της Τζούλι Σκάλι:

«Η πράξη του Γ. Σκιαδόπουλου αποτέλεσε την κορυφαία και ταυτόχρονα την πιο

τραγική εκδήλωση του ανεξέλεγκτου ερωτικού πάθους του για την άτυχη Τζούλι.

Η έντονη λογομαχία τους, η ένταση που δημιουργήθηκε, η οργή και τέλος το

αδιέξοδο που αιφνίδια αντιμετώπισε, συσκότισαν τη λογική του και τον οδήγησαν

στη θανάτωση του προσώπου που αγάπησε περισσότερο από κάθε τι στη ζωή του.

Οι επανειλημμένες απόπειρες αυτοκτονίας του και η κατάρρευσή του στην απολογία

του αποδεικνύουν τη μετάνοια, την εξουθένωση και τη συντριβή του. Ο ρόλος της

υπεράσπισης στην υπόθεση αυτή είναι να αναδείξει τα στοιχεία της ερωτικής

σχέσης, τα πραγματικά περιστατικά της μοιραίας βραδιάς και την προσωπικότητά του».

­ Η ΤΖΟΥΛΙ ήταν μισή Ινδιάνα. Τι τύπος ήταν;

«Η Τζούλι ήταν μια πολύ ντόμπρα γυναίκα, παλικάρι μπορώ να πω, και πραγματικά

νιώθω πολύ άσχημα, όπως αυτή τη στιγμή, όταν προσπαθώ να περιγράψω τι άτομο

ήταν. Με κάνει να νιώθω ακόμη πιο άσχημα για ό,τι της έκανα».

­ Πέρα απ’ όλα αυτά υπήρχαν και τα λεφτά της Τζούλι. Ακούστηκε ότι

μπορεί να τη σκότωσες γι’ αυτά τα λεφτά…

«Είναι κάτι που επίσης μ’ έχει πληγώσει πολύ. Υπάρχουν πολλές αποδείξεις που

λένε ότι το συμφέρον μου ήταν να ζήσει. Είναι πολύ ψυχρό να σου αποδίδουν

κίνητρα οικονομικά. Δεν θέλω να το συζητώ. Είναι φτηνό σενάριο. Ο μισθός μου

ήταν 4.000 δολάρια και θα αυξανόταν συνεχώς. Τα άφησα για την Τζούλι και είχα

αποφασίσει ν’ αφήσω και την καριέρα μου γιατί ναυτικός και οικογένεια δεν

συμβαδίζουν. Το έχω ζήσει στο οικογενειακό μου περιβάλλον και το είχα

αποφασίσει. Τα άφησαν όλα για την Τζούλι. Έχουν ακουστεί πολλά για δύο

βιβλιάρια με καταθέσεις. Δεν τα έχω πειράξει».

­ Έφτασες λοιπόν στα όριά σου κι έγινες ο δολοφόνος της Τζούλι;

«Κανένας δεν ξέρει τι σημαίνει αυτό. Για να καταλάβεις πώς είναι να φτάσεις

στα όριά σου, πρέπει να το έχεις ζήσει, ο ίδιος να έχεις φτάσει. Να το

φαντάζεσαι, δεν λέει τίποτα. Κι έρχονται όλα αυτομάτως στο μυαλό σου, περνάνε

όλες οι καλές στιγμές που ζήσαμε σαν κινηματογραφική ταινία, όλα αυτά που είχε

κάνει για μένα. Και στο τέλος φτάνεις πάλι σ’ ένα μεγάλο “γιατί”. Γιατί δεν

μπόρεσα να κοντρολάρω εγώ τον εαυτό μου εκείνο το μοιραίο βράδυ. Φτάνω στο

σημείο και λέω πως και εγώ ο ίδιος δεν ξέρω τον εαυτό μου.

Πώς αλλιώς να εξηγήσω ότι εγώ σκότωσα την Τζούλι που ήταν η ίδια η ζωή μου;

Δεν θέλω να φανώ ρομαντικός, αλλά θυμάμαι πως κάποιες στιγμές που κοιμόμασταν

πλησίαζα τη μύτη μου στη μύτη της και ανέπνεα τον αέρα που ανέπνεε. “Είσαι η

ζωή μου” τής έλεγα κι αυτό τής άρεσε».


Το ζεύγος σε ένα ακόμα ζεστό τετ α τετ πριν από 10 μήνες στην Αμερική. Τότε

που αποφάσισαν να παντρευτούν

ΕΚΕΙΝΟ που αναρωτιέται όλος ο κόσμος είναι πώς ένας ερωτευμένος νέος φθάνει

στο σημείο, όχι μόνο να σκοτώσει την αγαπημένη του αλλά και να την κομματιάσει!

­ Την στιγμή που η Τζούλι μού εξέφρασε τις αντιρρήσεις της για το γάμο μας,

ένιωσα να φεύγει ο κόσμος κάτω από τα πόδια μου. Τη νύχτα που έγινε το μοιραίο

είχαμε μια πολύ έντονη λογομαχία. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να την μεταπείσω

ως προς την απόφασή της να μη γίνει ο γάμος κι ενώ εγώ είχα στα χέρια μου

έτοιμα τα χαρτιά. Όταν είδα ότι δεν τα κατάφερνα, ότι τα επιχειρήματά μου δεν

ήταν αρκετά να την μεταπείσουν, θόλωσα. Μπήκε η λογική στην άκρη. Το μόνο που

σκεφτόμουν ήταν με ποιο τρόπο θα την κρατούσα κοντά μου. Έχει περάσει σχεδόν

ένας μήνας από εκείνη τη νύχτα που έγινε το μοιραίο και ακόμη δεν έχω

συνειδητοποιήσει πώς εγώ έκανα κάτι τέτοιο, τι σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή.

ΛΟΓΟΜΑΧΙΕΣ

Είχαν προηγηθεί κάποιες ανάλογες συζητήσεις, κάποιες λογομαχίες πάνω στο

συγκεκριμένο θέμα, αλλά ποτέ δεν μου είχε εκφράσει την άρνησή της για το γάμο

μας. Έβλεπα, πλέον, πως δεν ήταν η Τζούλι που ήταν πριν, η γεμάτη ενθουσιασμό

για το γάμο μας. Της είχε φύγει ο ενθουσιασμός, δεν ήταν η ίδια, όμως μέχρι

εκείνη την ώρα δεν μου είχε πει: «Ξέρεις, Γιώργο, δεν θέλω να παντρευτώ».

Μου το είπε εκείνο το βράδυ, μέσα στο αυτοκίνητο, έξω από την Καβάλα. «Γιώργο,

δεν θέλω να προχωρήσουμε σ’ αυτό το γάμο». Πάγωσα. Η λογομαχία μας για τα

επόμενα δέκα λεπτά έγινε πιο έντονη, σε σημείο που δεν μπορούσα πλέον να

οδηγήσω. Εκείνη τη στιγμή, στο πρώτο δρομάκι που βρήκα μπροστά μου έστριψα και

σταμάτησα το αυτοκίνητο για να το συζητήσουμε. Ήλπιζα ακόμη ότι θα την μετέπειθα.

­ Τι αισθήματα νιώθεις εκείνη τη στιγμή και πώς αντιδράς;

­ Αισθήματα, λογική, εκείνη τη στιγμή είχαν μπει όλα στο περιθώριο. Δεν ήμουν

σε θέση να σκεφθώ. Ήμουν τελείως εκτός ελέγχου, δεν ήξερα τι έκανα.

­ Εκείνη πώς αντέδρασε στην επιμονή σου;

­ Συνέχιζε να είναι αρνητική. «Όχι, Γιώργο, μην επιμένεις. Δεν μπορώ, μην με πιέζεις».

ΜΟΥ ΑΝΗΚΕ


«Ένιωσα να φεύγει ο κόσμος κάτω από τα πόδια μου, όταν μου είπε πως θα

χωρίσουμε», λέει ο Γ. Σκιαδόπουλος στον Κ. Παπαπέτρου, στις Φυλακές Κομοτηνής

­ Ένιωθες πως σου ανήκε αυτή η γυναίκα;

­ Είχα λόγους να το νιώθω. Φτάνει η Τζούλι στην Ελλάδα κι αφήνει πίσω τον

άντρα της, το σπίτι της, αφήνει κυρίως την κορούλα της, την Κέιτι, αφήνει την

πατρίδα της και ακολουθεί εμένα. Αυτό είναι πολύ μεγάλο για μένα.

­ Και την στραγγαλίζεις;

­ Είχα πάθει τέτοιο σοκ που οποιοσδήποτε κι αν ήταν δίπλα μου εκείνη τη στιγμή

δεν θα μπορούσε να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ο μόνος άνθρωπος που θα

μπορούσε να πετύχει κάτι τέτοιο ήταν η Τζούλι, λέγοντάς μου: «Ξέρεις, Γιώργο

θα παντρευτούμε». Όμως δεν το ‘πε.

­ Δηλαδή, φταίει κιόλας;

­ Όχι, δεν θέλω να το θέσω έτσι. Είμαι αδικαιολόγητος, έκανα κάτι φοβερό, που

δεν έπρεπε να κάνω.

­ Πιστεύεις ότι θα μπορούσε οποιοσδήποτε να βρεθεί στη δική σου θέση;

­ Ναι, το πιστεύω απόλυτα αυτό. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος.

­ Κι αν ακόμη το δεχθώ αυτό, δεν μπορώ να δεχθώ το τι έκανες στη συνέχεια,

που τεμάχισες το πτώμα κι όλα τα άλλα… Χρειαζόταν πολύ ψυχραιμία και λογική

για να κάνεις όλα όσα έκανες στη συνέχεια…

­ Τη στιγμή που κατάλαβα ότι η Τζούλι ήταν πλέον νεκρή, πανικοβλήθηκα,

προσπάθησα να τη συνεφέρω με κάποια τεχνική αναπνοή, τη χτύπησα ελαφρά στο

πρόσωπο, όμως κατάλαβα πως δεν γινόταν τίποτα και ότι η Τζούλι ήταν νεκρή.

Είχα φοβηθεί, είχα τρομοκρατηθεί, όμως, έπρεπε κάτι να κάνω. Το πρώτο που

σκέφθηκα ήταν να εξαφανίσω την Τζούλι με κάθε τρόπο και στη συνέχεια να δώσω

ένα τέλος στη ζωή μου. Έτσι δεν θα γινόταν γνωστό ότι ο Γιώργος Σκιαδόπουλος

δολοφόνησε μ’ αυτό τον τρόπο την αγαπημένη του. Δεν ήθελα να βγει κάτι τέτοιο

προς τα έξω. Αν δεν υπήρχε πουθενά η Τζούλι κι έβρισκαν εμένα νεκρό, και να με

υποψιάζονταν για δολοφόνο της δεν θα μπορούσαν να το αποδείξουν.

­ Όμως δεν το έκανες…

­ Έκανα πολλές προσπάθειες. Θέλεις να τις απαριθμήσω; Έκανα πολλές μέχρι να

φτάσω στην Αθήνα. Είναι γνωστά. Δεν θέλω να δικαιολογήσω την πράξη μου σε

καμία περίπτωση. Είμαι αδικαιολόγητος και θέλω να τιμωρηθώ με το σκληρότερο

τρόπο. Όσο σκληρός ήμουν εγώ με τη γυναίκα που αγαπούσα, με την ίδια

σκληρότητα θέλω να τιμωρηθώ. Κι όταν κατάλαβα τι είχα κάνει, την ίδια στιγμή

θέλησα να αυτοτιμωρηθώ, αλλά δεν τα κατάφερα.

ΔΕΝ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΖΩ

­ Αν δίκαζες εσύ σήμερα τον εαυτό σου, τι ποινή θα επέβαλες;

­ Θάνατο. Χωρίς καν να το σκεφθώ. Σας είπα είναι κάτι για το οποίο δεν μπορώ

να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Αφαίρεσα ανθρώπινη ζωή, ξέρω ότι οι τύψεις θα

με συνοδεύουν όσο ζω και ειλικρινά πιστεύω πως ύστερα απ’ αυτό που έκανα δεν

αξίζει να ζω.

­ Ο Τιμ Νιστ, ο πρώην άντρας της Τζούλι εξέφρασε την επιθυμία να σε δει και

να του απαντήσεις στο μεγάλο «γιατί» τη σκότωσες.

­ Εξέφρασε την επιθυμία, αλλά δεν το έκανε…

­ Δεν του χρωστάς μια απάντηση;

­ Μόνον γιατί είναι ο πατέρας του παιδιού της Τζούλι και όχι επειδή υπήρξε ο

πρώην σύζυγος. Ναι, θα τον δεχόμουν.

­ Υπάρχει και μία άλλη πτυχή. Η συμπεριφορά σου όταν έτρεχες στις

τηλεοπτικές εκπομπές, αναζητώντας δήθεν τη χαμένη Τζούλι.

­ Όταν ερχόμουν με το αυτοκίνητο στην Αθήνα σκεφτόμουν πως έπρεπε να

δικαιολογήσω την απουσία της Τζούλι, στον πατέρα μου, στους συγγενείς μου που

με περίμεναν και περίμεναν να γίνει και ο συγκεκριμένος γάμος. Είχαμε

προγραμματίσει να παντρευτούμε στα μέσα Ιανουαρίου. Έπρεπε, λοιπόν, να

δικαιολογήσω την απουσία της κι αυτό που σκέφτηκα ήταν να δηλώσω μια

εξαφάνιση, με σκοπό να κερδίσω χρόνο και τελικά να βρω τη δύναμη να

αυτοκτονήσω. Κι όχι ν’ αποφύγω τις συνέπειες της πράξης μου. Δηλώνω την

εξαφάνιση και από εκείνη τη στιγμή οι ίδιοι οι συγγενείς μού προτείνουν να πάω

στις εκπομπές του Χαρδαβέλλα και της Νικολούλη. Ήμουν σε αδιέξοδο και δεν

μπορούσα να αποφύγω τις προτροπές των συγγενών. Θα κινούσα υποψίες. Έπρεπε να

γίνω πιστευτός ότι η Τζούλι είχε εξαφανιστεί πραγματικά και ότι έκανα το

καλύτερο για να βρεθεί. Γιατί, βέβαια, δεν ήθελα με τίποτα να φανεί ότι εγώ

ήμουν ο δολοφόνος.