Στο ποδόσφαιρο ισχύει μόνο ένας νόμος, αυτός της αγοράς. Οι σπουδαίοι παίκτες

κοστίζουν δισεκατομμύρια, όμως μεγάλη ομάδα χωρίς ανάλογους πρωταγωνιστές δεν γίνεται



Νίκος Αναστόπουλος. Κόστισε 40 εκατ. το 1980. Αν υπολογίσετε τον πληθωρισμό,

θα καταλάβετε ότι το ποσό είναι αστρονομικό

Τα χρήματα, λένε, δεν κάνουν τη μεγάλη ομάδα. Αυτή είναι η μισή αλήθεια. Η

άλλη μισή είναι ότι δεν γίνεται μεγάλη ομάδα χωρίς μεγάλους παίκτες. Και η

απόκτησή τους κόστιζε πάντα, σε ποσά της εποχής, πολύ ακριβά. Πολλά

δισεκατομμύρια δαπανήθηκαν στο διεθνές ποδόσφαιρο αλλά και στην Ελλάδα για

ποδοσφαιριστές που δεν άξιζαν ούτε δραχμή. Όμως, τα κατά καιρούς μεταγραφικά

ναυάγια κάθε άλλο αποθαρρύνουν τις πλούσιες ομάδες να εκταμιεύουν τεράστια

ποσά, αναζητώντας τον παίκτη εκείνο που θα τις οδηγήσει σε νίκες και τίτλους.

Οι δυνατότητες του δικού μας ποδοσφαίρου φαίνεται και από τις μεταγραφές. Οι

συγκρίσεις δείχνουν ότι ίσως αργήσει πολύ η ημέρα που κάποιος ελληνικός

σύλλογος θα διανοηθεί έστω να «χτυπήσει» στο παζάρι έναν ποδοσφαιριστή που

διεκδικούν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Γιουβέντους, η Μπαρτσελόνα ή η Μίλαν.

Το μεταγραφικό ρεκόρ στο ελληνικό ποδόσφαιρο σημειώθηκε το 1988 και από τότε

παραμένει ακατάρριπτο. Το δικό μας ρεκόρ για απόκτηση ποδοσφαιριστή δεν ήταν

παρά μία απλή μεταγραφή που έγινε το 1978 από μία ιταλική ομάδα σε μια άλλη,

δηλαδή 21 ολόκληρα χρόνια πριν. Μάλιστα από το 1982 οι μεταγραφές στην Ευρώπη

δεν υπολογίζονται πια σε εκατομμύρια, αλλά σε δισεκατομμύρια δραχμές.

Στην Ελλάδα μιλάμε ακόμα σε εκατομμύρια, έστω κι αν αυτά είναι αρκετές

εκατοντάδες. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι μεταγραφές για τις οποίες θα

διαβάσετε αφορούν την αγορά ποδοσφαιριστή από έναν άλλο σύλλογο και όχι τις

μετακινήσεις παικτών των οποίων έληξαν τα συμβόλαια ή ανανεώσεις αυτών των συμβολαίων.

Στην Ελλάδα η πρώτη μεταγραφή εκατομμυρίου ήταν του Κυπριανίδη από την

Καλαμαριά στον Ολυμπιακό. 1963 ήταν το έτος-σταθμός για τον ποδοσφαιριστή που

έσπασε το φράγμα του ενός εκατομμυρίου. Ακριβώς τόσο στοίχισε αυτή η αγορά

στον Ολυμπιακό. Ήταν τα χρόνια που παίκτες οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στο

πάνθεον των ιερών τεράτων του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν άλλαξαν ομάδα ούτε για

μερικά χιλιάρικα. Οι περισσότεροι πήγαν σε μεγάλες ομάδες από άλλες πολύ

μικρότερες και ρίζωσαν σε αυτές στο τέλος της καριέρας τους, σε αυτά τα χρόνια

που η λέξη μεταγραφή δεν ήταν μόνο άγνωστη, αλλά για πολλούς και συνώνυμη με

τη λέξη «προδοσία». Ο Γιώργος Σιδέρης, για παράδειγμα, πήγε στον Ολυμπιακό από

τον Ατρόμητο Π. έναντι μερικών δεκάδων χιλιάδων. Με αντάλλαγμα μια…

πορτοκαλάδα πήγε στον Παναθηναϊκό ο Μίμης Δομάζος από την Άμυνα Αμπελοκήπων.

Μερικές δεκάδες χιλιάδες κόστισε η μεταγραφή του Μίμη Παπαϊωάννου στην ΑΕΚ,

ίσως γιατί ήταν… υπεραστική (ήλθε από τη Βέροια). Όλοι αυτοί δεν άλλαξαν

ποτέ φανέλα την ώρα που, ακόμη και πριν από την εποχή τους, στην Ευρώπη

παίκτες μικρότερης αξίας πηγαινοέρχονταν σε ομάδες έναντι δεκάδων εκατομμυρίων δραχμών.

Το ένα εκατομμύριο δραχμές για τον Κυπριανίδη έγιναν πέντε για τον Νικολάου

εννέα χρόνια αργότερα. Ο Αργεντινός, που ήλθε ως ελληνοποιημένος στον Πειριαά

το 1972, ήταν από τις αποτυχημένες περιπτώσεις μεταγραφής, αφού ήλθε

τραυματίας. Η επόμενη μεταγραφή-σταθμός, όσον αφορά τα οικονομικά μεγέθη, ήταν

εκείνη του Χρήστου Αρδίζογλου το 1974 από τον Απόλλωνα στην ΑΕΚ. Στην αρχή

δανεικός για ένα χρόνο και στη συνέχεια μόνιμος έναντι 10 εκατ. δραχμών. Και η

επόμενη μεγάλη μεταγραφή ανήκε στην ΑΕΚ. Ήταν το 1975 όταν ο Θωμάς Μαύρος ­

σχεδόν παιδί ακόμη ­ άφηνε τον Πανιώνιο για τη Νέα Φιλαδέλφεια έναντι 12 εκατ. δραχμών.

Ο πιο ακριβός Έλληνας

Το ρεκόρ μεταγραφής εκτινάχθηκε στα 40 εκατ. δραχμές ένα χρόνο μετά την

καθιέρωση του επαγγελματικού πρωταθλήματος, τον Δεκέμβριο του 1980, με τη

μεταγραφή του Νίκου Αναστόπουλου στον Ολυμπιακό και πάλι από τον Πανιώνιο.

Αυτή η μετακίνηση κατέχει ακόμη το ρεκόρ, σύμφωνα με την αξία της δραχμής

εκείνη την εποχή, για μεταγραφή Έλληνα παίκτη. Ακολούθησαν δυο μεγάλες

μεταγραφές ξένων παικτών, του Βέλιμιρ Ζάγιετς από τη Δυναμό Ζάγκρεμπ στον

Παναθηναϊκό το 1984 και του Μίροσλαβ Οκόνσκι από το Αμβούργο στην ΑΕΚ το 1987.

Η πρώτη πλησίασε το φράγμα των 100 εκατ. δραχμών και η δεύτερη το ξεπέρασε ελάχιστα.

Το ρεκόρ Ντέταρι


Λάγιος Ντέταρι. Κόστισε 800 εκατ. στον Ολυμπιακό το 1988. Κανείς πιο ακριβός

ποδοσφαιριστής δεν αγωνίστηκε από τότε στην Ελλάδα

Ένα χρόνο αργότερα το ποσό που δόθηκε για αγορά ξένου ποδοσφαιριστή

οκταπλασιάστηκε! Ήταν το 1988 όταν 30.000 φίλοι του Ολυμπιακού, με επικεφαλής

τον τότε δήμαρχο Ανδρέα Ανδριανόπουλο, υποδέχθηκαν στο Δημαρχείο του Πειραιά

τον Λάγιος Ντέταρι, που ήλθε από την Άιντραχτ με 800 εκατ. δραχμές. Αυτό το

ποσό δεν ξεπεράστηκε ποτέ μέχρι σήμερα, έστω κι αν πέρασαν από τότε 11

ολόκληρα χρόνια. Σε αυτό το διάστημα υπήρξαν εξαιρετικά ακριβές μεταγραφές για

τα ελληνικά δεδομένα, όπως του Πίτερ Οφορίκουε από την Καλαμάτα στον Ολυμπιακό

με 600 εκατ., του Χρήστου Κωστή από τον Ηρακλή στην ΑΕΚ με 450 εκατ. και του

Νίκου Λυμπερόπουλου από την Καλαμάτα στον Παναθηναϊκό με 300 εκατ. Όμως, αυτά

τα ποσά έμειναν πολύ μακριά από τη δαπάνη για τον Ντέταρι και σε αναλογία της

αξίας της δραχμής ακόμη και από τη μεταγραφή του Αναστόπουλου το 1980.

Εβδομήντα χρόνια πριν

Στο εξωτερικό από το 1929 κιόλας είχαν αρχίσει να μιλάνε για μεταγραφές

εκατομμυρίων. Τη χρονιά εκείνη ο Ντέιβιντ Τζακ μεταπήδησε από την Μπόλτον στην

Άρσεναλ έναντι 5,3 εκατ. δραχμών (με τη σημερινή ισοτιμία της στερλίνας). Τρία

χρόνια αργότερα, ο Μπερνάμε Φερέιρα κόστισε 11,1 εκατ. δραχμές και ήταν μια

ενδοαργεντίνικη υπόθεση ανάμεσα στη Ρίβερ Πλέιτ που αγόρασε και την Τίγρε, την

οποία πούλησε. Πολύ νωρίτερα, στις αρχές του αιώνα, ο Αλφ Κόμον μεταπήδησε από

τη Σάντερλαντ στη Μίντλεσμπρο έναντι 490.000 δραχμών. Ήταν μόλις το 1905.

Ιταλική κυριαρχία


Ρούουντ Γκούλιτ. Η μεταγραφή του στη Μίλαν ήταν η ακριβότερη παγκοσμίως μέχρι

το 1987

Από το 1952 έως το 1992, δηλαδή για 40 ολόκληρα χρόνια, οι ακριβότερες

μεταγραφές ήταν ιταλική υπόθεση, με την Μπαρτσελόνα μόνο να μπαίνει σφήνα σε

δύο περιπτώσεις. Η πρώτη ακριβή αγορά ποδοσφαιριστή, που καταγράφεται στην

Ιταλία, ήταν του Χαντς Τζέπσον για τον οποίο η Νάπολι πλήρωσε σε ερασιτεχνική

ομάδα 25,4 εκατ. δραχμές το 1952.

Δύο χρόνια αργότερα, η Μίλαν αγοράζει έναν από τους πρώτους ξένους που έπαιξαν

στο Καμπιονάτο, τον Χουάν Αλμπέτο Σκιαφίνο από την Πενιαρόλ της Ουρουγουάης

έναντι 35.2 εκατ. δραχμών. Αργεντινός ο επόμενος ξένος, ο Ομάρ Σίβορι που

αποκτήθηκε από τη Γιουβέντους το 1957 και πληρώθηκε 45,5 εκατ. δραχμές στη

Ρίβερ Πλέιτ.

Η αντεπίθεση της Μπάρτσα


Ντιέγκο Μαραντόνα. Κόστισε 1,47 δισ. στην Μπαρτσελόνα το 1982. Δύο χρόνια

αργότερα, οι Καταλανοί τον πούλησαν στη Νάπολι 1 δισ. πιο ακριβά

Στη δεκαετία του ’60 τα ποσά κυμάνθηκαν από 70 εκατ. δραχμές έως 247 εκατ.

δραχμές. Αυτή η τελευταία μεταγραφή, που ήταν και η πιο ακριβή, έγινε το 1968

και ήταν η μετακίνηση του Πιέτρο Αναστάζι από τη Βαρέζε στη Γιουβέντους. Το

1973 η Μπαρτσελόνα σπάει το ιταλικό σερί αγοράζοντας το μεγαλύτερο όνομα της

εποχής, τον Γιόχαν Κρόιφ, από τον Άγιαξ με 452 εκατ. Το φράγμα του μισού δισ.

σπάει η Νάπολι το 1975 αγοράζοντας τον Τζουζέπε Σαβόλντι από την Μπολόνια. Το

ένα δισ. δραχμές, όμως, το ξεπέρασε η Μπαρτσελόνα για χάρη του Ντιέγκο

Μαραντόνα για τον οποίο έδωσε στην Μπόκα Τζούνιορς το 1982 1,47 δισ. δραχμές.

Κατά περίεργη σύμπτωση, η Μπαρτσελόνα και ο Μαραντόνα εμπλέκονται και στη

κατάρριψη του φράγματος των 2 δισ. δραχμών. Αυτήν τη φορά, το 1984, η

Μπαρτσελόνα πούλησε τον Μαραντόνα στη Νάπολι με 2,45 δισ., δηλαδή σχεδόν 1

δισ. δραχμές περισσότερο από όσο τον είχε αγοράσει πριν από δύο χρόνια.

Κοντά στα 3 δισ. η μεταγραφή του Γκούλιτ από την Αϊντχόβεν στη Μίλαν το 1987,

σχεδόν 4 δισ. η αγορά του Ρομπέρτο Μπάτζο της Γιουβέντους από τη Φιορεντίνα

(1990) και κοντά στα 5 δισ. η μετακίνηση του Ζαν Πιερ Παπέν από τη Μαρσέιγ στη

Μίλαν το 1992.

Στη χρονιά αυτή το ρεκόρ έσπασε άλλες δύο φορές. Πρώτα από τη Γιουβέντους που

έδωσε στη Σαμπντόρια 5,7 δισ. για τον Βιάλι και έπειτα από τη Μίλαν που

πλήρωσε στην Τορίνο 6,4 δισ. για τον Λεντίνι.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι Άγγλοι μπαίνουν δυνατά στο μεταγραφικό

παζάρι, με αποκορύφωμα τη μεταγραφή του Άλαν Σίρερ, που πήγε από την

Μπλάκμπερν στη Νιούκαστλ το 1996 με ποσό που άγγιξε τα 7,5 δισ.

Δύο παίκτες 20δισ.

Δύο Βραζιλιάνοι έσπασαν το ρεκόρ του Σίρερ το 1997 και το 1998. Πρώτα ο

Ρονάλντο, του οποίου η μεταγραφή από την Μπαρτσελόνα στην Ίντερ κόστισε κάτι

πάρα πάνω από 9,5 δισ. και έπειτα ο Ντένιλσον που με περισσότερα από 10 δισ.

άφησε τη Σάο Πάολο για την Μπέτις Σεβίγια.

Διαβάζοντας κανείς αυτά τα ποσά αναρωτιέται αν αυτοί οι παίκτες άξιζαν

πράγματι τα λεφτά τους και αν οι αγοραστές κέρδισαν από την επένδυσή τους.

Η απάντηση βρίσκεται στον τζίρο και τα κέρδη που σημείωσαν τις δύο τελευταίες

δεκαετίες αρχικά οι ιταλικές ομάδες και στη συνέχεια οι αγγλικές και οι

ισπανικές. Δεν είναι τυχαίο που τα τρία αυτά πρωταθλήματα είναι τα πιο λαμπερά

στην Ευρώπη, βοηθούντος βέβαια και του μάρκετινγκ που αναπτύχθηκε ραγδαία τα

τελευταία χρόνια.