«Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας…», όπως έγραψε ο Σεφέρης («Οι γάτες του Άη

Νικόλα»). Έτσι, ποιητικά, με ξεθωριασμένη πια την ασήκωτη πίκρα, μπορεί να

αναφέρονται στην εποχή του Παπαδόπουλου, τη δικτατορία των Απριλιανών

«εθνοσωτήρων», όσοι τη βίωσαν σκληρά ­ και ήταν πολλοί και την θυμούνται,

τριάντα δύο ολόκληρα χρόνια από την επιβολή της και είκοσι πέντε από την πτώση της.

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος σημάδεψε αυτή την εποχή, αρχισυνωμότης στην

προδικτατορική περίοδο, παιδί του μετεμφυλιακού ΙΔΕΑ, φιλόδοξος και πανούργος,

στρατοδίκης στη δίκη του Μπελογιάννη, αδελφοποιτός με τους σταθμάρχες της CIA

στη χώρα μας, αντικομμουνιστής, δήλωνε, μέχρι μυελού οστών, στην

πραγματικότητα νοσηρά αρχομανής και ορκισμένος εχθρός της Δημοκρατίας.

Εκλιπών σήμερα, ύστερα από μακρόχρονη αρρώστια, θυμίζει πάλι πως το τέλος των

τυράννων σπάνια είναι ειρηνικό και ανεπαίσχυντο, τα «καλά στερνά», που εύχεται

ο λαός, δεν ήταν η ευχή που τον συνόδευε στα χρόνια της φυλάκισής του, και οι

στοιχειωμένοι νεκροί των πρώτων ημερών της δικτατορίας ­ ο 14χρονος Βασιλάκης

Πεσλής, η Μαρία Καλαβρού, ο Ελής ­ και όλα τα θύματα των βασανιστηρίων ­ στο

ΕΑΤ/ΕΣΑ, στην Μπουμπουλίνας, στο Μπογιάτι, στο ΚΕΣΑ ­ και της μακριάς εξορίας

στα ξερονήσια ή του εγκλεισμού στις φυλακές δεν θα ψιθυρίσουν το γνωστό «ο

νεκρός δεδικαίωται».

Έγκλημα διαρκές ­ και ας βαφτίστηκε με νομικισμούς «στιγμιαίο» ­ η δικτατορία

της 21ης Απριλίου και οι αρχιπραξικοπηματίες ουδέποτε θα δικαιωθούν γιατί η

κατάλυση της Δημοκρατίας και όλων των ατομικών δικαιωμάτων και κοινωνικών

ελευθεριών είναι, μαζί με την εσχάτη προδοσία, το βαρύτερο των εγκλημάτων.

Πόσο μάλλον που κανείς τους ­ πρωταίτιος, βασανιστής, υπεύθυνος για τη σφαγή

του Πολυτεχνείου ­ ουδέποτε βρήκε ένα λόγο λύπης για τα άθλια πεπραγμένα του,

ούτε καν για την προδοσία της Κύπρου ­ δική τους απεχθής κακουργία που οδήγησε

στην κατοχή του μισού νησιού από τους Τούρκους, στον ξεριζωμό εκατοντάδων

χιλιάδων προσφύγων, στις εκατόμβες των νεκρών.

Η Δημοκρατία είναι ασφαλώς μεγαλόψυχη. Η θανατική καταδίκη των Παπαδόπουλων

ουδέποτε εκτελέσθηκε, μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη πριν σβήσει ο απόηχος της

απαγγελίας της από το δικαστήριο. Και όλα τα χρόνια του εγκλεισμού τους ­ δεν

ήταν άλλωστε και πολλά για τους περισσότερους από τους ελάχιστους (λόγω…

στιγμιαίου) που καταδικάσθηκαν ­ αίτηση χάριτος, που σήμαινε αναγνώριση του

εγκλήματός τους, δεν υπέβαλαν. Η ίδια η ζωή, ωστόσο, δεν υπήρξε το ίδιο

μεγαλόψυχη για κάμποσους, από τον Αγγελή ως τον Ζαγοριανάκο, από τον Ασλανίδη

ως τον Μπαλόπουλο και γι’ άλλους, όπως με τον Γ. Παπαδόπουλο. Δεν πέθανε «Επί

ασπαλάθων», όπως ο τύραννος στο ποίημα του Σεφέρη, η κλίνη της αρρώστιας του,

ωστόσο, ήταν σκληρή.

Από συνταγματάρχης «υπουργός», «πρωθυπουργός», «πρόεδρος της Δημοκρατίας»! Η

χώρα μας εκδιώχθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης, η νεαρή τότε «Διεθνής

Αμνηστία» όπως και ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός έκαναν εκθέσεις που θα μείνουν

στην ιστορία σαν συντριπτικά ντοκουμέντα της βαρβαρότητας των «εθνοσωτήρων»,

κάθε γειτονιά είχε τους χαφιέδες της, κάθε χαφιές ή βασανιστής προσδοκούσε και

απολάμβανε ειδικές ανταμοιβές.

«Θα με κρίνει η ιστορία», είχε απαντήσει περιφρονητικά ο εκλιπών τέως

δικτάτορας στην πρόσκληση του προέδρου του δικαστηρίου για τους

πραξικοπηματίες, Γιάννη Ντεγιάννη. Και εκείνος, ήρεμος, ανταπάντησε: «Και

νομίζετε, κατηγορούμενε, πως η ιστορία απουσιάζει από αυτήν την αίθουσα;».

Ήταν καλοκαίρι του 1975, ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας. Για ό,τι σήμερα

αξίζει αυτή η μικρή αναφορά…

Χρόνια προετοίμαζε τη χούντα του

Άνθρωπος των ξένων μυστικών υπηρεσιών από τη δεκαετία του 1950 ήταν ο

Γεώργιος Παπαδόπουλος. Στη φωτογραφία, που είναι από το βιβλίο «Ο βιασμός της

ελληνικής Δημοκρατίας» του δημοσιογράφου Αλέξη Παπαχελά, εικονίζεται ο

Γεώργιος Παπαδόπουλος με τον πράκτορα της CIA Τζον Φατσέα (πρώτος από

αριστερά) σε κυνήγι αγριογούρουνου τον χειμώνα του 1965 στο Κάτω Νευροκόπι.

Ο άνθρωπος που κατέλυσε τη Δημοκρατία στη χώρα μας άρχισε να γίνεται γνωστός

την ταραγμένη περίοδο 1963-1965 όταν αναμείχθηκε σε συνωμοσίες στο στράτευμα,

οι οποίες προετοίμαζαν το έδαφος για το πραξικόπημα του 1967.

Εκείνη τη διετία μαζί με τον Στυλιανό Παττακό και τον Νικόλαο Μακαρέζο

κατορθώνουν να προσεταιρισθούν αξιωματικούς, κυρίως κατώτερων βαθμών.

Τη νύχτα της 20ής προς την 21η Απριλίου του ’67 τα τανκς βγήκαν στους δρόμους,

η κυβέρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου ανετράπη και επεβλήθη η δικτατορία.

Στην πρώτη κυβέρνηση της χούντας πρωθυπουργός ήταν ο Κωνσταντίνος Κόλλιας και

ο Γεώργιος Παπαδόπουλος υπουργός Προεδρίας.

Τον Δεκέμβριο του ’67 και αφού έχει αποτύχει το λεγόμενο βασιλικό πραξικόπημα,

ο Γ. Παπαδόπουλος έγινε πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Άμυνας. Το 1972

αναλαμβάνει και το αξίωμα του αντιβασιλέα, αφού αποπέμπει τον Γεώργιο Ζωιτάκη.

Ένα χρόνο αργότερα καταργεί τη βασιλεία και εγκαθιδρύει την προεδρική

δημοκρατία και «διορίζει» πρόεδρο τον εαυτό του.

Η αντίστροφη μέτρηση όμως για τη χούντα έχει αρχίσει. Τον Νοέμβριο του ’73 η

εξέγερση του Πολυτεχνείου θα είναι η αρχή του τέλους της επτάχρονης τυραννίας.

Τα τανκς πνίγουν στο αίμα την εξέγερση και λίγες ημέρες αργότερα ο διοικητής

της ΕΣΑ Δημήτρης Ιωαννίδης ανατρέπει τον Γ. Παπαδόπουλο και τον θέτει σε κατ’

οίκον περιορισμό.

Με τη μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου του ’74 συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται

στην Τζια μαζί με τους άλλους πραξικοπηματίες. Το καλοκαίρι του 1975 κρίνεται

από το Ειδικό Δικαστήριο ένοχος «για στάση και εσχάτη προδοσία» και του

επιβάλλεται η ποινή του θανάτου και της στρατιωτικής καθαίρεσης. Με απόφαση

όμως τότε της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή η ποινή

μετετράπη σε ισόβια κάθειρξη. «Όταν λέμε ισόβια εννοούμε ισόβια», είχε πει

τότε επί λέξει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Από τότε και μέχρι τη στιγμή που

διεκομίσθη σοβαρά άρρωστος ο Γ. Παπαδόπουλος ήταν έγκλειστος στις φυλακές

Κορυδαλλού και από εκεί καθοδηγούσε το κόμμα της ΕΠΕΝ.

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1919 στο Ελαιοχώρι Αχαΐας, αποφοίτησε το

1940 από τη Σχολή Ευελπίδων και προωθήθηκε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο.

Υπηρέτησε σε πολλές μονάδες και σε καίριες θέσεις. Μία από αυτές ήταν στην ΚΥΠ

το 1956 με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, ενώ στην Κατοχή συμμετείχε στα

Τάγματα Ασφαλείας, στη Δυτική Πελοπόννησο.