«Ζήσαμε και θα ζούμε για πάντα ένα έγκλημα χωρίς τιμωρία. Και βρεθήκαμε

απέναντι στον εμπαιγμό και στον χλευασμό. Από την πολιτεία, από την ελληνική

Δικαιοσύνη. Στην ουσία, μόνον αυτό ζητούμε πλέον: Όχι άλλον εμπαιγμό…».

Δ. Κουρούπης. Ο υποσμηναγός μεταφέρεται τραυματισμένος, μετά τα επεισόδια του

’93 στο Στρατοδικείο του Ρουφ, όπου δικαζόταν για το μακελειό του ’91, με τα

πέντε νεκρά παιδιά. Οι γονείς των παιδιών πιστεύουν ότι «το έγκλημα έμεινε

χωρίς τιμωρία…»

Με μια προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας ­ τελευταία ελπίδα να αισθανθούν

δικαιωμένοι ­ τέσσερις οικογένειες από τη Χαλκίδα ζητούν να υπάρξει μια τυπική

έστω τιμωρία για τον υποσμηναγό Δημήτρη Κουρούπη, που πριν από οκτώ χρόνια,

ξημερώματα της 21ης Ιουλίου 1991, παρέσυρε, μεθυσμένος, με τον αυτοκίνητό του

και οδήγησε στον θάνατο τα πέντε παιδιά τους, στην καρδιά της εφηβείας τους.

Ένα μακελειό στην άσφαλτο, πρωτόγνωρο, που δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο

του 1993, σφραγίστηκε από άλλο ένα, όταν στη δίκη του υποσμηναγού, στο

Στρατοδικείο του Ρουφ, ο Αθαν. Ντρούζος, ένας από τους χαροκαμένους γονείς,

εισέβαλε πυροβολώντας στη δικαστική αίθουσα, σκότωσε δύο δικηγόρους και μετά αυτοκτόνησε.

Τον φάκελο του διπλού μακελειού, που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία και πολύ

περισσότερο τις τέσσερις οικογένειες, κρατούν ανοικτό οι γονείς των πέντε

παιδιών με την προσφυγή τους στο ΣτΕ. Με την προσφυγή στρέφονται κατά του

υπουργείου Εθνικής Άμυνας που έδωσε την ευκαιρία στον υποσμηναγό να εκτίσει

στη μονάδα του την τελευταία ποινή (σ.σ.: της προσωποκράτησης επειδή δεν

εκτελούσε τις εις βάρος του αποφάσεις για αποζημιώσεις) που του επιβλήθηκε και

η οποία θα μπορούσε να αφήσει ένα αίσθημα δικαίωσης στις τραγικές οικογένειες.

«Το λιγότερο που μπορούσαμε να ζητήσουμε ήταν αυτή την ποινή, της

προσωποκράτησης για επτά μήνες, να την εκτίσει ο υποσμηναγός σε στρατιωτικές

φυλακές. Και όχι στη μονάδα που δεν μπορείς καν να ελέγξεις αν

προσωποκρατείται. Αλλά κι αυτό το αίτημα συνάντησε κλειστές πόρτες…», λέει

στα «ΝΕΑ» ο Γιώργος Μπαξεβανίδης, που στο μακελειό του 1991 έχασε τα δύο του

παιδιά, τον Μιχάλη, 17 χρόνων και τον Παναγιώτη, 15 χρόνων.

Σε εκείνο το δυστύχημα που οδήγησε στον θάνατο τα πέντε παιδιά, που επέστρεφαν

περπατώντας από κέντρο διασκέδασης, είχαν σκοτωθεί ακόμη ο πρώτος ξάδελφος των

αδελφών Μπαξεβανίδη, Παναγιώτης Κατράκης, ο Βίκτωρας Μαΐσης και ο Κώστας

Ντρούζος, όλοι τους ανήλικοι. Ο υποσμηναγός, όπως διαπιστώθηκε και από τις

σχετικές εξετάσεις, οδηγούσε μεθυσμένος. Και στη δίκη του, ο Αθαν. Ντρούζος,

βλέποντας όλο αυτό το διάστημα να κυκλοφορεί ελεύθερος, πήρε το νόμο στα χέρια

του: Εισέβαλε στο στρατοδικείο με ένα πιστόλι εννέα χιλιοστών, τραυμάτισε τον

κατηγορούμενο Κουρούπη, σκότωσε τους συνηγόρους υπεράσπισής του Χρ. Μπάκα και

Δημ. Αβράμη, και μετά αυτοκτόνησε. Ο υποσμηναγός καταδικάστηκε από το

στρατοδικείο σε τέσσερα χρόνια και οκτώ μήνες φυλάκισης, αλλά λίγο αργότερα,

όπως αναφέρει ο Γ. Μπαξεβανίδης, με αίτηση εξαγοράς της ποινής, κατάφερε να

αποφυλακιστεί και να επιστρέψει στην υπηρεσία. «Το κόστος της εξαγοράς, που

έσβησε και την ποινική εκκρεμότητα, ήταν 2,8 εκατ. δραχμές».

Οι οικογένειες των πέντε παιδιών προσέφυγαν και στα πολιτικά δικαστήρια,

διεκδικώντας να επιδικαστεί εις βάρος του υποσμηναγού χρηματική ικανοποίηση

για την τραγωδία. Το Πρωτοδικείο Χαλκίδας έκανε δεκτές το 1995 τις αγωγές τους

και επιδίκασε εις βάρος του Κουρούπη συνολική αποζημίωση 48 εκατ. δραχμών.

Αλλά ο υποσμηναγός επικαλέστηκε οικονομική αδυναμία και από το δικαστήριο, ως

μέτρο αναγκαστικής εκτέλεσης, διατάχθηκε η προσωποκράτησή του.

Αλλά οι γονείς είδαν και αυτή τη φορά το διοικητικού χαρακτήρα μέτρο να μην

εκτελείται. «Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας υπέγραψε απόφαση με την οποία

καθορίστηκε ως τόπος εκτέλεσης της προσωποκράτησης η μονάδα του, στο Τατόι.

Ουσιαστικά, η ποινή δεν εκτελέστηκε ποτέ…», λέει ο Γ. Μπαξεβανίδης. Οι

γονείς απευθύνθηκαν στο υπουργείο, ζητώντας να οριστεί ως τόπος κράτησης

κάποια στρατιωτική φυλακή. Αλλά, όπως τονίζουν στην προσφυγή τους, με την

οποία ζητούν να ακυρωθεί η υπουργική απόρριψη του αιτήματος, «το υπουργείο

ήταν αρνητικό, επικαλούμενο ότι η αίτησή τους είχε τον χαρακτήρα επιστολής και

όχι συγκεκριμένου αιτήματος…».

Για τους γονείς των πέντε παιδιών, ο 40χρονος σήμερα υποσμηναγός «διέπραξε ένα

έγκλημα χωρίς τιμωρία». «Δεν ζητάμε εκδίκηση», αναφέρει ο Γ. Μπαξεβανίδης.

«Αλλά δεν ζήτησε ποτέ ούτε μια συγγνώμη. Ακόμη και στο στρατοδικείο, ύστερα

από συνεχείς ερωτήσεις του προέδρου, είχε πει μόνον ότι λυπάται που το ατύχημα

προκάλεσε τόση θλίψη. Το ατύχημα, όχι ο ίδιος… Σήμερα είναι στη δουλειά του

κι εμείς μετρούμε οκτώ χρόνια εμπαιγμού…».