«Μέσα από το ποδόσφαιρο κέρδισα πολλά», λέει ο Νίκος Σαργκάνης

ΤΟΝ ΑΠΟΚΑΛΕΣΑΝ «φάντομ». Έγραψε ιστορία υπερασπίζοντας με επιτυχία τις εστίες

και των δύο «αιωνίων» αντιπάλων. Συζητήθηκε πολύ για συνεντεύξεις,

τοποθετήσεις, αλλά και κουβέντες που ξεστόμιζε στον αγωνιστικό χώρο.

Ο Νίκος Σαργκάνης δεν ήταν απλώς ένας μεγάλος τερματοφύλακας. Αλλά ένας κίπερ

με βαθιές αντιλήψεις. Ακόμα και σήμερα, δεν είναι λίγοι αυτοί που θυμούνται

τις σωτήριες επεμβάσεις του, τις απίστευτες εκτινάξεις του, τα υπέροχα ρεφλέξ.

Και είτε Ολυμπιακοί είτε Παναθηναϊκοί αναγνωρίζουν τη μεγάλη αξία του, παρά το

γεγονός ότι φόρεσε στο στήθος του και τα δύο σήματα. Τι σημασία όμως έχει

αυτό; Τίμησε εξίσου και τις δύο ιστορικές φανέλες.

Ο Σαργκάνης δεν έχει παράπονα από το ποδόσφαιρο. Και βέβαια δεν είναι

αχάριστος. Έχει γευτεί τεράστιες επιτυχίες στο πλευρό της «στρογγυλής θεάς».

Και ο ίδιος δεν διστάζει να το παραδεχτεί: «Υπάρχει κάτι άλλο στη ζωή που

μπορεί να προσφέρει τόσα πολλά πράγματα; Όλα αυτά τα χρόνια μόνο κέρδιζα.

Αθλητισμό, κοινωνική καταξίωση, διακρίσεις. Μου ήρθαν όλα τέλεια και η καριέρα

μου είναι στολισμένη. Γι’ αυτό και όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο ήμουν χαρούμενος».

Ήμουν καλός… αμυντικός

Η Ραφήνα αποτέλεσε τη γενέτειρα του Σαργκάνη. Και το ποδόσφαιρο βρισκόταν από

τότε στην καρδιά του. Έβγαινε στις αλάνες για να συναντήσει την παρέα του και

να οργανώσουν διπλό. «Δεν υπήρχαν πολλά παιχνίδια να παίξουμε. Το επτάπετρο,

το κρυφτό και το ποδόσφαιρο. Ήμουν αμυντικός και καλός μάλιστα. Προπάντων,

έπαιζα για να χαρώ».

Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν στρωμένα με ροδοπέταλα. Έπρεπε να συνδυάσει

σχολείο, δουλειά και ποδόσφαιρο. Και όφειλε να επιλέξει τα δύο από τα τρία,

διότι το πρόγραμμα ήταν εξαντλητικό. Άφησε έξω από τις επιλογές του το σχολείο

και ήρθε σε κόντρα με τους γονείς του, οι οποίοι θεωρούσαν το ποδόσφαιρο

«υποβαθμισμένη διέξοδο». «Πήγαινα σε νυχτερινό, ενώ δούλευα και στο

αμερικανικό κολλέγιο. Οφείλω να ομολογήσω ότι η τότε δουλειά μου με βοήθησε

πολύ στην καριέρα που έκανα. Είχα την ευκαιρία να γυμνάζομαι όπως ήθελα και να

κάνω όλα τα αθλήματα. Αγαπούσα, βλέπεις, πολύ τον αθλητισμό».

Ο πρώτος επίσημος σταθμός του Σαργκάνη ήταν ο Ηλυσιακός. Η ομάδα στην οποία

αποφάσισε να ντυθεί γκολκίπερ: «Παίζαμε εναντίον το Αστέρα Καισαριανής και

νικούσαμε 2-0. Δεχτήκαμε δύο ανόητα γκολ και ισοφαριστήκαμε. Παρακάλεσα τον

προπονητή μας, Χρήστο Ρίμπα, να με βάλει τερματοφύλακα. Και από τότε δεν έχασα

λεπτό τη θέση μου. Μάλιστα, στους πρώτους έξι μήνες με ζήτησε η Μεικτή Αθηνών.

Όλα πήραν σιγά σιγά τον δρόμο τους».

Στην Α’ Εθνική

Στον ιστορικό αγώνα εναντίον του Άγιαξ. Με τους Άλμπερτσεν, Νόιμαν,

Βαμβακούλα, Γούναρη

Το ’77, ο Νίκος Σαργκάνης πήρε μεταγραφή στην Καστοριά. Και τρία χρόνια

αργότερα, το όνειρό του έγινε πραγματικότητα. «Μετακόμισε» στην ομάδα που

υποστήριζε, ύστερα από εισήγηση του Καζιμίρ Γκόρσκι. Τον Ολυμπιακό. «Εκείνο

τον καιρό ενδιαφερόταν ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ. Ο Ολυμπιακός ενδιαφέρθηκε ξαφνικά.

Θυμάμαι, ήμουν για διακοπές στη Σκιάθο και χτύπησε το τηλέφωνο. Σε θέλει ο

Ολυμπιακός, μου είπαν. Είπα το μεγάλο “ναι” και σφράγισα τη μοίρα μου. Όλα

αυτά τα χρόνια πέρασα αξέχαστες στιγμές».

Τη χρονιά του ’85, ύστερα από πέντε χρόνια δόξας και καταξίωσης, άφησε πίσω

του το Λιμάνι. «Υπήρχε διαφωνία με τη διοίκηση Νταϊφά. Έληγε το συμβόλαιό μου

και δεν θέλησαν να με κρατήσουν. Με ενόχλησε πολύ που έφυγα από την ομάδα που

αναδείχτηκα. Δεν εκτίμησαν την προσφορά μου και με ήθελαν τζάμπα! Δεν με

ενδιέφεραν τόσο τα χρήματα όσο η ηθική πλευρά. Ήμουν 33 χρόνων και ο Νταϊφάς

πίστευε ότι δεν είχα να προσφέρω κάτι άλλο. Συγκινήθηκα όταν ο κ. Θεοδωρίδης

μού είπε ότι είναι διατεθειμένος μαζί με τον Σωκράτη Κόκκαλη να βοηθήσουν να

μείνω. Όμως, ήταν προσβλητικό που ήθελαν να βοηθήσουν οι απ’ έξω. Κι εγώ είχα

μέσα μου αξιοπρέπεια και εγωισμό. Τι να κάνουμε; Συμβαίνουν και στις καλύτερες

οικογένειες», λέει με ύφος απογοήτευσης.

«Λόρδος» στο Ολντ Τράφορντ

Μεγάλος σταθμός στην καριέρα του Νίκου Σαργκάνη ήταν ο Αθηναϊκός. Όχι για

κάποια μεγάλη πορεία.

Αλλά για τον θρυλικό αγώνα με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Ολντ Τράφορντ.

Θυμάται και συγκινείται: «Πιστέψαμε στην πρόκριση. Παλέψαμε σαν λιοντάρια,

αλλά λυγίσαμε από την κούραση.

Δώσαμε τα πάντα. Το λέω τώρα και ανατριχιάζω ότι πίστευα μέσα μου ότι αν

πηγαίναμε στα πέναλτι, θα παίρναμε την πρόκριση! Μόλις δέχτηκα το γκολ στην

παράταση, το όνειρο έσβησε. Και οι Άγγλοι, όμως, μας αντιμετώπισαν ως ίσους

προς ίσους. Άλλωστε, οι μεγάλοι άνθρωποι κάνουν τη μεγάλη ομάδα».

Στον Παναθηναϊκό

Απέδειξα ότι δεν ήμουν τελειωμένος

Αντίπαλος της ομάδας που αγάπησε. Στο στιγμιότυπο με τον Ντέταρι υπό το

βλέμμα του Καλλιτζάκη

Ο ΝΙΚΟΣ Σαργκάνης πληγώθηκε όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό το ’85. Αποχώρησε

απρόσμενα. Και θέλησε να αποδείξει στην τότε «ερυθρόλευκη» διοίκηση ότι

παρέμενε μεγάλος τερματοφύλακας. Όπως ακριβώς ήταν, όταν πήγε για πρώτη φορά

στο λιμάνι. Και η μοίρα έφερε τον «αιώνιο αντίπαλο» στον δρόμο του διεθνούς

γκολκίπερ. Ο Παναθηναϊκός ήταν ο επόμενος μεγάλος σταθμός του Σαργκάνη, όπου

κι εκεί έγραψε τη δική του ιστορία. «Ήθελα να πάω σε μεγάλη ομάδα. Έχω δυνατό

χαρακτήρα και δεν με ένοιαζε τίποτα. Αυτό που χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή

ήταν να αποδείξω ότι τα πόδια μου κρατούσαν ακόμα. Ότι δεν ήμουν τελειωμένος!»

Ο Σαργκάνης δεν είναι παράλογος. Σέβεται και συμμερίζεται την άποψη των οπαδών

του Ολυμπιακού, οι οποίοι τον «καυτηρίασαν» για τη μεταγραφή του στον ΠΑΟ.

«Τους δικαιολογώ και συμφωνώ με τη στάση τους απέναντί μου. Γνωρίζω καλά ότι

από τη μεγάλη αγάπη πηγάζει το μίσος! Όμως, άλλο αγάπη και άλλο δουλειά. Εγώ

σεβόμουν πάντα την υπογραφή μου και αυτούς που πίστεψαν σε μένα. Τίμησα όσες

φανέλες φόρεσα».

Την άνοιξη του ’87, ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδας ήταν μεταξύ των «αιωνίων»

αντιπάλων. Και ο Σαργκάνης έπρεπε να αποδείξει εμπράκτως, όχι μόνο ότι

βρισκόταν σε καλή κατάσταση, αλλά και ότι τιμάει τη φανέλα που φοράει και δεν

καταλαβαίνει από συναισθηματισμούς και παλιές αγάπες. «Σε εκείνο το ματς

δέχτηκα μεγάλο ψυχολογικό πόλεμο. Μέχρι και πανό ανάρτησαν έξω από το γήπεδο

της Λεωφόρου για να με πικάρουν. Όμως, δεν δέχομαι λασπολογίες από κανέναν!

Δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα, αλλά η αξιοπρέπειά μου. Και προπαντός δεν μου

αρέσει να με προσβάλουν. Έτσι κι εγώ έβαλα τα δυνατά μου και έκλεισα στόματα».

Ο Παναθηναϊκός κατέκτησε το Κύπελλο στα πέναλτι, όμως η απομάκρυνση του Νίκου

Σαργκάνη από το «τριφύλλι» δεν άργησε να έρθει. Ο ίδιος ψάχνει να εντοπίσει

τον λόγο: «Αγωνίστηκα για πέντε χρόνια στον Παναθηναϊκό. Μεγάλωσα. Όμως, η

απόδοσή μου ήταν σταθερά καλή. Εξακολουθούσα να παίζω στην Εθνική. Ο κ.

Βαρδινογιάννης θεώρησε σκόπιμο να με αντικαταστήσει με τον Βάντσικ. Να ξέρεις,

πάντως, ότι είμαι φίλος με όλους. Δεν τσακώθηκα ποτέ με κάποιον. Μόνο

διαφωνίες είχα…».

Ένα «φάντομ» πάνω από τη Δανία

ΗΤΑΝ η χρονιά του ’80, όταν ο Νίκος Σαργκάνης απέκτησε το προσωνύμιο

«φάντομ», φορώντας τη φανέλα της Εθνικής Ομάδας. Στο κρίσιμο ματς του Κυπέλλου

Εθνών, στην Κοπεγχάγη, με αντίπαλο την ισχυρή Δανία, το αντιπροσωπευτικό μας

συγκρότημα πήρε σπουδαία νίκη με 1-0 και προκρίθηκε στην επόμενη φάση. Όμως,

τα βλέμματα δεν ήταν στραμμένα στον σκόρερ, Ντίνο Κούη, αλλά στον 27χρονο

τερματοφύλακα της Ελλάδας που «κατέβασε τα ρολά» στους Δανούς.

«Ο Παναγούλιας, λίγες ημέρες πριν από το μεγάλο παιχνίδι μου έλεγε συνεχώς

ότι εγώ θα ήμουν ο βασικός γκολκίπερ. Μου ήταν δύσκολο να τον πιστέψω και

νόμιζα ότι ο Πουπάκης τραυματίστηκε, όπως κι έγινε! Ήμουν έτοιμος για μια τόσο

μεγάλη πρόκληση και τα κατάφερα. Είχα στο πλάι μου τον Θεό και την τύχη. Ακόμα

και σήμερα με φωνάζουν “φάντομ”, αλλά εγώ νομίζω ότι υπάρχουν πολλά “φάντομ”

στην Ελλάδα και θέλω να βοηθήσω να προβληθούν. Στους τερματοφύλακες διαθέτουμε

ανεκμετάλλευτο οπλοστάσιο».

Ο Σαργκάνης έχει μεγάλη εκτίμηση στον Αλκέτα Παναγούλια. Και δεν διστάζει

να την αποκαλύψει, ενώ ορισμένα περιστατικά τού έχουν μείνει χαραγμένα στο

μυαλό του: «Ο Παναγούλιας είναι προπονητής με σωστή αντίληψη για το

ποδόσφαιρο. Γνώριζε τι ήθελε από κάθε αθλητή και πώς να το πάρει. Πολλές ήταν

οι φορές που ρισκάρησε. Μα πάντα δικαιωνόταν. Θυμάμαι το 1983, που παίξαμε

εναντίον της Αγγλίας, οι υπόλοιποι της αποστολής (δημοσιογράφοι, παράγοντες

κ.λπ.) έπαιξαν στοίχημα 1 προς 30 ότι θα χάναμε. Ήταν η εποχή που η Αγγλία

διέθετε μεγάλα ονόματα και όλοι ήταν σίγουροι για την ήττα μας. Αποσπάσαμε

ισοπαλία 1-1 και την επομένη ημέρα ουδείς μας μιλούσε!».