Το ιστορικό αίτημα για την Ελλάδα είναι η περιφερειοποίηση του κράτους για
να καλυφθεί η μεγάλη ιστορική καθυστέρηση. Θα πρέπει να θεσμοποιηθεί η
συνδιάσκεψη Κράτος – Περιφέρειες.
Παρ’ όλο που η ελληνική παράδοση ήταν πολύ πλούσια σε μορφές κοινοτικής και
περιφερειακής αυτοκυβέρνησης, αυτή δεν καθόρισε τις θεσμικές μορφές του
κράτους που μέχρι και σήμερα συνεχίζει να παραμένει συγκεντρωτικό.
Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι που καθόρισαν αυτό το αποτέλεσμα και δημιούργησαν
αυτό που αντιπροσωπεύει μια εξαίρεση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η ιστορική διαδικασία της δημιουργίας του σύγχρονου κράτους, το ελληνικό
Ρισορτζιμέντο, ήταν ιδιαίτερα επώδυνη. Αυτή διήρκεσε περισσότερο από έναν
αιώνα. Κανένα άλλο ευρωπαϊκό έθνος δεν είχε μια εμπειρία αυτού του τύπου.
Ένας ιστορικός απολογισμός αναδεικνύει μια άλλη ελληνική ιδιαιτερότητα σε
σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Κατά τα 170 χρόνια από τη δημιουργία του νέου
κράτους, οι περίοδοι της ειρήνης και της δημοκρατίας ήταν περιορισμένες. Η
χώρα υπέστη διαδοχικές εισβολές, ξένες κατοχές και κυβερνήθηκε από αυταρχικά
πολιτικά καθεστώτα και δικτατορίες. Αυτό χαρακτηρίζει την ελληνική
πραγματικότητα κατά τα έτη μετά τον Δεύτερο Πόλεμο. Εάν για τις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες η παραμονή στο ΝΑΤΟ σήμαινε ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών
και οικονομική ευημερία, για την Ελλάδα αυτή ήταν συνώνυμη του εμφυλίου
πολέμου, στρατιωτικής δικτατορίας και «χρόνων σιδήρου», «πέτρινων».
Αυτοί όμως οι λόγοι δεν μπορούν ν’ αντιπροσωπεύσουν μια δικαιολογία για την
έλλειψη μεταρρύθμισης του κράτους.
Στους γεωπολιτικούς λόγους που καθόρισαν τη φύση αυτού του κράτους, που η
Κοινωνιολογία ονομάζει εξαρτημένο περιφερειακό κράτος, πρέπει να προστεθεί
ένας άλλος συντελεστής.
Η έλλειψη ενός αληθινού μεταρρυθμιστικού πνεύματος στις πολιτικές τάξεις. Το
συγκεντρωτικό κράτος και ένα πελατειακό πολιτικό σύστημα αποτελούσαν τις
θεσμικές προϋποθέσεις για την πολιτική αυτοσυντήρησή τους.
Εάν όμως αυτή η περίοδος της διαρκούς «έκτακτης κατάστασης» και του
γεωπολιτικού μπλοκαρίσματος μπορεί ίσως να δικαιολογεί ένα ανεκτικό διάβασμα
της εξέλιξης των ελληνικών θεσμών, αυτό δεν βρίσκει μια σοβαρή δικαιολογία για
την περίοδο που ακολούθησε την πτώση του νεοφασιστικού καθεστώτος. Την περίοδο
από το 1974 μέχρι σήμερα, που πήρε το όνομα Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας έπρεπε να σημαίνει ένα άλλο πρότυπο κράτους.
Η διαδρομή που ακολουθήθηκε όμως δεν ήταν προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι κυβερνήσεις του συντηρητικού κόμματος του Κων/νου Καραμανλή (1974-1981) δεν
απέδειξαν μια θέληση μεταρρύθμισης του κράτους όπως εξ άλλου αναμενόταν.
Η «μεγάλη αλλαγή», η αποκέντρωση του κράτους, αποτελούσε θεμελιώδες μέρος της
παιδείας, του προγράμματος και της ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Το ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο ως πρόγραμμα αλλά και ως γεωγραφία της εκλογικής του
δύναμης, παρουσιαζόταν ως ένα περιφερειακό κόμμα. Έτσι, η χώρα μετά το 1981
περίμενε την μεγάλη αλλαγή του κράτους.
Το 1982 ψηφίστηκε ένα νόμος για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ο 1235/82, που
ονομάστηκε προσωρινός. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, ήταν ένας νόμος
προπαρασκευαστικός της μεγάλης μεταρρύθμισης που θα ερχόταν μετέπειτα.
Ουσιαστικά, το μόνο νέο στοιχείο ήταν η συγκρότηση των νομαρχιακών συμβουλίων
που έπρεπε να αποτελούνται από τους αντιπροσώπους των δήμων και των
επαγγελματικών κατηγοριών. Ο ίδιος ο νομάρχης συνέχιζε να είναι διορισμένος
από την κυβέρνηση.
Επιπρόσθετα, η χώρα διαιρείτο σε 13 περιφέρειες, προέκταση του κεντρικού
κράτους και όχι αυτόνομες οντότητες με ρόλο, αρμοδιότητες και δικούς τους
πόρους. Διετηρείτο το πρώτο επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Αυτός ο νόμος, αντί για μεταβατικός, αποδείχθηκε μόνιμος. Δεν ήταν το πρώτο
βήμα προς τη μεγάλη μεταρρύθμιση της οικοδόμησης μιας αληθινής τοπικής
εξουσίας και της συγκρότησης αυτόνομων περιφερειών.
Η διευθύνουσα ομάδα του κόμματος και της κυβέρνησης, που ήταν εξάλλου η ίδια,
επέλεξε για την «αλλαγή» τον δρόμο του συγκεντρωτικού συντεχνιακού κράτους
αντί για ένα άλλο πρότυπο δημοκρατίας και κράτους. Σ’ αυτή την επιλογή της
μπορούν να βρεθούν οι μετέπειτα αποτυχίες και τα αδιέξοδα της σοσιαλιστικής
εμπειρίας στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’80. Μέσα σ’ αυτούς τους πολιτικούς
ορίζοντες, αυτήν την παιδεία διακυβέρνησης και την επανάληψη νόμων ρουτίνας
πέρασε η δεκαετία του ’80 και η αρχή της δεκαετίας του ’90.
Με την επιστροφή στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, επέστρεψε η ελπίδα για την
περιφερειοποίηση του κράτους. Αλλά και αυτή η ελπίδα έμεινε ανολοκλήρωτη. Ο
νόμος 2218 του ’94 προέβλεπε για πρώτη φορά την άμεση εκλογή των νομαρχιακών
συμβούλων και του νομάρχη, αλλά χωρίς συγκεκριμένες και ουσιαστικές
αρμοδιότητες.
Το μεγάλο θέμα της συγκρότησης των αυτόνομων περιφερειών παρέμενε ανέγγιχτο.
Αργότερα, το 1998, πραγματοποιήθηκε η ενοποίηση των πολλών Κοινοτήτων και
Δήμων σε 1.000 συνολικά. Σ’ αυτόν τον νόμο όμως, δεν διακρινόταν καμία
ολοκληρωμένη στρατηγική.
Αυτή η πολιτική και θεσμική ακινησία και μια κατανομή των πόρων εις βάρος των
περιφερειών, αντιπροσωπεύουν τις αιτίες για τις οποίες η χώρα δεν
εκσυγχρονίστηκε. Αυτό που στην υπόλοιπη Ευρώπη ήδη από τις προηγούμενες
δεκαετίες ονομάστηκε εκσυγχρονισμός, η δημιουργία δηλαδή σχέσεων ισορροπίας
ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, στην Ελλάδα πήρε μορφές που συναντάμε
στις περιφερειακές χώρες.
Το μισό του πληθυσμού συγκεντρώθηκε στην Αθήνα, όπου η αστικοποίηση πήρε
άγριες μορφές.
Το ίδιο ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας.
Συνθετικά στην Ελλάδα, αντί για το κράτος-έθνος είχαμε το κράτος-πρωτεύουσα.
Το σύστημα-Αθήνα αντί για το σύστημα-Ελλάδα. Η υπερφόρτωση της Αθήνας σε
πληθυσμό και υλικά προκάλεσε μεγάλες παραμορφώσεις στο ιστορικό, αρχιτεκτονικό
και φυσικό περιβάλλον. Κατέστρεψε αυτό που θεωρήθηκε ως παράδειγμα τοπίου, το
αττικό τοπίο.
Οι ιστορικές περιφέρειες της χώρας αντιπροσωπεύουν τους πολλούς «νότους» της
Ελλάδας. Το επίπεδο της εσωτερικής ενσωμάτωσης της χώρας είναι πολύ χαμηλό,
όπως ελαχιστότατη είναι η τάση ενσωμάτωσης των περιφερειών στην Ε.Ε.
Έτσι, όταν η Ελλάδα μετά το τέλος του διπολισμού από μια χώρα συνόρων
ανακτούσε την κεντρικότητά της και επανασυνδεόταν με τα Βαλκάνια και τον
Εύξεινο, οι περιφέρειές της ήταν πολύ αδύνατες για να μεταβληθούν σε αγωγούς
αυτής της επανασύνδεσης. Ήταν αδύνατες πολιτικά, διοικητικά και οικονομικά.
Το γραφειοκρατικό σύστημα-Αθήνα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σ’ αυτήν τη
δημιουργική πρόκληση.
Ηιστορία, η οικονομία και η γεωγραφία στη Βαλκανική είχαν αποκατασταθεί και
βρίσκονταν σε κίνηση, αλλά η μορφή του κράτους και η πολιτική παρέμεναν
στάσιμες.
Οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης επαναναβάθμιζαν το ελληνικό έδαφος, αλλά
αυτός ο μεγάλος πόρος δεν αξιοποιείτο. Οι ρυθμοί και οι ορίζοντες των
πολιτικών ελίτ που κυβερνούν τη χώρα είναι πολύ αργοί και μυωπικοί, ενώ οι
ρυθμοί της ιστορίας και της οικονομίας είναι πολύ γρήγοροι.
Το ιστορικό αίτημα για την Ελλάδα είναι η περιφερειοποίηση του κράτους για να
καλυφθεί η μεγάλη ιστορική καθυστέρηση. Μια νέα κρατική αρχιτεκτονική θα
πρέπει να θεμελιωθεί στους 700 αντί στους 1.000 Δήμους, στις 10 ιστορικές
περιφέρειες, στην άμεση εκλογή των Περιφερειακών Συμβουλίων και του προέδρου
της Περιφέρειας. Η χώρα θα κυβερνηθεί καλύτερα από τους 10 περιφερειάρχες –
κυβερνήτες και λίγους υπουργούς, απ’ ότι με τις στρατιές των υπουργών και των
υφυπουργών. Θα πρέπει να θεσμοποιηθεί η συνδιάσκεψη Κράτος – Περιφέρειες. Με
αυτόν τον τρόπο θα ξεπεραστεί η χρόνια ακυβερνησία.
Η δική μας πρόταση προβλέπει επίσης την κατάργηση των 51 Νομαρχιών.
Αντιπροσώπευσαν ιστορικά τεχνητά παραρτήματα ενός συγκεντρωτικού κράτους. Οι
51 Νομαρχίες είναι πολύ μεγάλες για τα μικρά προβλήματα και πολύ μικρές για τα
μεγάλα.
Δεν προτείνουμε μια μορφή ομοσπονδιακού, αλλά ενός περιφερειακού κράτους με
δέκα ισχυρές ιστορικές περιφέρειες. Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία,
Ιόνιους Νήσους, Ρούμελη, Αττική, Πελοπόννησο, Κρήτη, Αιγαίο – Ιωνία. Η χώρα
είναι έτοιμη για τη μεγάλη μεταρρύθμιση.
Σ’ αυτά τα πλαίσια μπορεί να επανέλθει μια νέα διάσταση της πολιτικής σε μια
χώρα όπου οι περιφερειακές πολιτικές ομάδες είναι υφιστάμενες του
συγκεντρωτικού αθηναϊκού πολιτικού συστήματος.
Εάν αυτά τα χρόνια η διευθύνουσα τάξη της χώρας επέλεγε για την ενσωμάτωση
στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον δρόμο της ανάπτυξης των περιφερειών, αντί για τον
αθηναϊκό δρόμο, η χώρα θα ήταν από τις πρώτες που θα εισερχόταν στη Ζώνη του
Ευρώ.
Οι πόροι της Ε.Ε. συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα, κατευθύνθηκαν προς την
κατανάλωση, αντί προς τις περιφέρειες στην κατασκευή υποδομών,
αυτοκινητοδρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών, πολλές από τις οποίες μπορούν να
έχουν όχι μόνο μια διαπεριφερειακή, αλλά διεθνή λειτουργία.
Έτσι, η χώρα δεν εκμεταλλεύεται τη μεγάλη γεωοικονομική αξία του ελληνικού
εδάφους, όταν για πολλές χώρες η παγκοσμιοποίηση βάζει σε κρίση τα εδάφη τους.
Η εσωτερική ενσωμάτωση ήταν και είναι η πρωταρχική συνθήκη για την ενσωμάτωση
της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την αξιοποίηση των πολλών πόρων της.
Στην αρχή της νέας χιλιετίας και έπειτα από έναν τραγικό αιώνα, η Ελλάδα
πρέπει να γίνει Ευρώπη ή μια «φυσιολογική χώρα». Ή καλύτερα πρέπει να πούμε να
γίνει Ελλάδα.
Γιατί η Ελλάδα ήταν μια κοινότητα, μια αμφικτυονία των πολλών πόλεων και
περιφερειών. Η πολυκεντρικότητα χαρακτήριζε τις περιόδους της ανόδου και των
μεγάλων συμβολών της στον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Έτσι η Ευρώπη πήρε το όνομά
της. Ενώ ο μονοκεντρισμός ήταν συνώνυμο της παρακμής.
* Το κείμενο δημοσιεύεται στο ιταλικό περιοδικό «Governo Locale»,
τεύχος Νοεμβρίου