Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ταυτίστηκε όσο καμιά προσωπικότητα στην ιστορία της

μεγαλονήσου με τον τόπο και τα πεπρωμένα του. Ο ίδιος είχε επίγνωση και σε

μεγάλο ποσοστό καλλιεργούσε στη συνείδηση του λαού αυτή την ταύτιση. Δύο

δεκαετίες μετά τον θάνατό του, ωστόσο, το ερώτημα που ανακύπτει είναι κατά

πόσον η Κύπρος, που ετοιμάζεται να διαβεί το κατώφλι του εικοστού πρώτου

αιώνα, είναι όντως το δικό του δημιούργημα ή μια διαφορετική ιστορική οντότητα.

Ο κατά κόσμον Μιχαήλ Μούσκος γεννήθηκε στο ορεινό χωριό της επαρχίας Πάφου

Παναγιά το 1913 και εισήλθε το 1926 ως δόκιμος στη Μονή Κύκκου, ακολουθώντας

μια μακραίωνη κανονικότητα στη ζωή της αγροτικής κοινωνίας του Ορθόδοξου

κόσμου. Η αφιέρωση νεαρών βλαστών άπορων αγροτικών οικογενειών στον μοναχισμό,

τους εξασφάλιζε ευκαιρίες εκπαιδευτικής και κοινωνικής κινητικότητας, έστω και

λιγότερο θεαματικής από αυτήν που ανέμενε τον νεαρό Μιχάλη. Ως δόκιμος του

Κύκκου φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, απ’ όπου αποφοίτησε το 1936. Το 1938

χειροτονήθηκε διάκονος και έλαβε το όνομα Μακάριος. Τον ίδιο χρόνο γράφτηκε

στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοίτησε το 1942 και γράφτηκε

στη Νομική Σχολή, όπου παρακολούθησε μαθήματα, χωρίς να πάρει το πτυχίο. Κατά

τη διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε στην Αθήνα και υπηρέτησε ως διάκονος στον

ναό της Αγίας Ειρήνης. Την εποχή αυτή συνδέθηκε με άλλους Κυπρίους των Αθηνών,

κυρίως εξόριστους εθνικιστές, που επηρέασαν τη διαμόρφωση των απόψεών του για

το Κυπριακό ζήτημα. Το 1946 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και Αρχιμανδρίτης στην

Αθήνα από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα. Τον ίδιο χρόνο τού

απονεμήθηκε υποτροφία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών για μεταπτυχιακές

σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Στη Βοστώνη δεν παρέμεινε για πολύ,

γιατί τον Απρίλιο του 1948 εξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου και επέστρεψε στην

Κύπρο, όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος τον Ιούνιο του 1948.

Έκτοτε ο Μακάριος βρέθηκε στο επίκεντρο του χειρισμού του Κυπριακού ζητήματος,

που εμφανίσθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κρίση των αποικιακών

αυτοκρατοριών. Η σημαντικότερη πρωτοβουλία αυτή την περίοδο υπήρξε η

διοργάνωση του δημοψηφίσματος τον Ιανουάριο του 1950, κατά το οποίο

συνελέγησαν υπογραφές του 96% του ελληνοκυπριακού πληθυσμού υπέρ της Ένωσης

της Κύπρου με την Ελλάδα. Αργότερα, τον ίδιο χρόνο, τον Οκτώβριο του 1950 ο

Κιτίου Μακάριος, μετά τον θάνατο του γηραιού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β’,

εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Ο νεώτερος ίσως Αρχιεπίσκοπος στην ιστορία της

Εκκλησίας της Κύπρου, ο Μακάριος Γ’ εννόησε κυρίως την πρωθιεραρχική αποστολή

του ως πολιτική, της οποίας στρατηγικός στόχος τέθηκε η επίτευξη της

ενσωμάτωσης της Κύπρου στον «εθνικό κορμό».

Η κυβέρνηση Πλαστήρα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 αποθάρρυνε την πολιτική

αυτή του νεαρού Αρχιεπισκόπου, κρίνοντας ότι η αντιπαράθεση με τη Βρετανία θα

ήταν ασύμφορη τόσο για την Ελλάδα όσο και για την προώθηση του Κυπριακού. Η

βρετανική κυβέρνηση από την πλευρά της με δήλωση του υφυπουργού αποικιών στο

Κοινοβούλιο τον Ιούλιο του 1954 περιέλαβε την Κύπρο στην κατηγορία εκείνη των

εδαφών, που λόγω της στρατηγικής τους σημασίας ουδέποτε θα μπορούσαν να

χειραφετηθούν πλήρως από την αυτοκρατορία. Η σκλήρυνση των θέσεων και η

μαζικότητα των λαϊκών κινητοποιήσεων στην Κύπρο και την Ελλάδα, στις οποίες

πρωτοστατούσε ο Αρχιεπίσκοπος με τη φλογερή του ρητορική, ώθησαν τελικά την

κυβέρνηση του στρατάρχη Παπάγου να προσφύγει στον ΟΗΕ ζητώντας την αυτοδιάθεση

της Κύπρου. Έτσι το Κυπριακό από διμερές ελληνοβρετανικό μεταβλήθηκε σε

διεθνές ζήτημα. Η ελληνική προσφυγή απέτυχε, όπως και άλλες τρεις που

ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, η στρατηγική επιλογή του Αρχιεπισκόπου, όμως,

να καταστεί το Κυπριακό διεθνές ζήτημα για να ενταθεί η πίεση επί της

Βρετανίας επιτεύχθηκε. Τον Απρίλιο του 1955 πήγε στην Μπαντούγκ της Ινδονησίας

για να παραστεί στην ιδρυτική συνέλευση του κινήματος των αδεσμεύτων.

Έτσι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πριν από την έναρξη του ένοπλου αγώνα στην

Κύπρο είχε ήδη διαμορφωθεί η στρατηγική του Αρχιεπισκόπου ως προς την προώθηση

του Κυπριακού, χωρίς, όμως, να υπολογίζεται το ενδεχόμενο της αυτοπαγίδευσης

σε τακτικές επιλογές, όπως η έξαρση των λαϊκών κινητοποιήσεων και προσδοκιών,

που θα μπορούσαν να έχουν ανεξέλεγκτες παρενέργειες ή διεθνείς ελιγμούς με

αστάθμητες συνέπειες για έναν αδύναμο και άπειρο παράγοντα, με ελλιπή αντίληψη

της πολυπλοκότητας του διεθνούς περιβάλλοντος, και ιδίως, όπως αποδείχθηκε,

των κανόνων της διεθνούς διπλωματίας. Ωστόσο, για να επιταθεί η πίεση επί της

Βρετανίας, ο Αρχιεπίσκοπος προέβη και σε μία άλλη επιλογή: έκρινε, οπωσδήποτε

επηρεαζόμενος από εθνικιστικούς κύκλους στην Αθήνα και από τις σκοπιμότητες

της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης στην Κύπρο, ότι το αίτημα της αυτοδιάθεσης

της Κύπρου θα μπορούσε να προαχθεί και με ένοπλο αγώνα, ο οποίος αναλήφθηκε

από τη μυστική οργάνωση ΕΟΚΑ και εκδηλώθηκε την 1η Απριλίου 1955 υπό την

ηγεσία του Κυπρίου απόστρατου συνταγματάρχη του ελληνικού στρατού, Γεωργίου Γρίβα.

Κατεστραμμένο το Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσία, μετά το πραξικόπημα. Αριστερά

ο τάφος του στο Τρόοδος

Ο ένοπλος αγώνας προκρίθηκε ως τακτική του απελευθερωτικού κινήματος στην

Κύπρο μια δεκαετία σχεδόν μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας του κορμού της

Βρετανικής Αυτοκρατορίας, των Ινδιών, με ειρηνικές διεκδικήσεις και

κινητοποιήσεις υπό τον Γκάντι. Σύντομα έγινε αντιληπτό ότι η χρήση βίας δεν

μπορούσε να περιοριστεί σε πράξεις δολιοφθοράς, όπως αρχικά υπολόγιζε ο

Αρχιεπίσκοπος και τα ανθρώπινα θύματα άρχισαν να πληθύνονται.

Προς καταστολή της δράσης της ΕΟΚΑ απεστάλη ως κυβερνήτης της Κύπρου ο

Στρατάρχης, Sir John Harding, που είχε προηγουμένως καταστείλει την εξέγερση

των Μάο Μάο στην Κένυα. Ο νέος κυβερνήτης πήρε την πρωτοβουλία για την έναρξη

συνομιλιών με τον Αρχιεπίσκοπο, στις οποίες πρότεινε τη μελλοντική αυτοδιάθεση

της Κύπρου, αφού μεσολαβούσε μεταβατική περίοδος εσωτερικής αυτοκυβέρνησης

επτά έως δέκα ετών. Οι συνομιλίες Μακαρίου – Harding (Οκτώβριος 1955 –

Φεβρουάριος 1956) διακόπηκαν, κυρίως με παρέμβαση του Βρετανού υπουργού

αποικιών, αφού η βρετανική κυβέρνηση κατέληξε στην απόφαση να απομακρύνει τον

Αρχιεπίσκοπο από την Κύπρο. Πράγματι ο Αρχιεπίσκοπος και ο Μητροπολίτης

Κυρηνείας Κυπριανός, ο πιο αδιάλλακτος αντίπαλός του στους κόλπους της

Εκκλησίας, και δύο ακόμη εκφραστές της ακραίας εθνικιστικής ιδεολογίας,

συνελήφθησαν στις 9 Μαρτίου 1956 και εξορίσθηκαν στις Σεϋχέλλες, όπου

παρέμειναν ώς τις 28 Μαρτίου 1957, οπότε απελευθερώθηκαν χωρίς, όμως, να τους

επιτραπεί να επιστρέψουν στην Κύπρο.

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και αποδύθηκε σε προσπάθειες

για την επίλυση του Κυπριακού, το οποίο είχε περιπλακεί με την όξυνση του

ένοπλου αγώνα, που προκάλεσε μεταξύ άλλων και την ανάφλεξη των σχέσεων μεταξύ

των δυο εθνικών στοιχείων στην Κύπρο. Η σημαντικότερη έκφραση της πολιτικής

του την περίοδο αυτή υπήρξε η δήλωσή του τον Σεπτέμβριο του 1958 στη βουλευτή

του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας Μπάρμπαρα Κασλ υπέρ της ανεξαρτησίας της

Κύπρου. Ακολούθησαν διπλωματικές επαφές μεταξύ των κυβερνήσεων της Ελλάδος και

της Τουρκίας, που κατέληξαν τον Φεβρουάριο του 1959 στη συμφωνία της Ζυρίχης

μεταξύ των πρωθυπουργών των δύο χωρών για την εγκαθίδρυση ανεξάρτητης

Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Αρχιεπίσκοπος ύστερα από αρκετή πίεση και με μεγάλους

δισταγμούς υπέγραψε στις 19 Φεβρουαρίου 1959 τις Συμφωνίες για την ανεξαρτησία

της Κύπρου. Κατόπιν τούτου ο Αρχιεπίσκοπος επέστρεψε στην Κύπρο την 1η Μαρτίου

1959 και στις 13 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους εξελέγη με άμεση καθολική

ψηφοφορία από την ελληνοκυπριακή κοινότητα πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Λαμπρή υποδοχή στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου του 1962

Τα προβλήματα της πολιτικής οργάνωσης, που είχαν εμπνεύσει τις επιφυλάξεις του

κατά την υπογραφή των Συμφωνιών, σύντομα ενεφύησαν στην πολιτική πράξη της

νέας δημοκρατίας. Οι δύο κοινότητες της Κύπρου αποδείχθηκαν ανέτοιμες να

συνυπάρξουν καλή τη πίστει για να περιφρουρήσουν την εύθραυστη επιβίωση του

νέου κράτους και ο Αρχιεπίσκοπος για να αμβλύνει την όξυνση προχώρησε στις 30

Νοεμβρίου 1963 στην υποβολή προτάσεως 13 σημείων για αναθεώρηση του

Συντάγματος της Δημοκρατίας. Αποτέλεσμα της απόρριψης των προτάσεών του από

την Τουρκία υπήρξαν οι διακοινοτικές ταραχές τα Χριστούγεννα του 1963 και η

απαρχή του διαχωρισμού των δύο εθνικών στοιχείων, που είχαν συνυπάρξει για

αιώνες στη νήσο. Η πολιτική της Τουρκίας έλαβε απτή μορφή το επόμενο έτος με

τη συγκέντρωση των Τουρκοκυπρίων, συχνά διά της βίας, σε θύλακες υπό τη

στρατιωτική διοίκηση της κοινότητάς τους και με απειλές και με τη χρήση βίας

κατά της Κύπρου τον Αύγουστο του 1964, οπότε η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε

με βόμβες ναπάλμ την περιοχή της Τυλληρίας. Στη διχοτομική της πολιτική η

Τουρκία είχε τώρα, σε εποχή Ψυχρού Πολέμου, έναν νέο συμπαραστάτη, τις ΗΠΑ,

που παρενέβησαν με τα σχέδια Μπωλλ και Άτσεσον το 1964 που απέβλεπαν στον

διαμελισμό της Κύπρου. Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας απέρριψε τα σχέδια

αυτά και απέκτησε διεθνή φήμη για αδιαλλαξία. Αποκλήθηκε μάλιστα στον

αμερικανικό Τύπο και στους κύκλους των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών «ο

Κάστρο της Μεσογείου».

Αντιμέτωπος με τις εξελίξεις αυτές ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διαμόρφωσε την

πολιτική του με βάση δύο αρχές: πρώτο επεδίωξε με κάθε τρόπο την εδραίωση της

διεθνούς υπόστασης της Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους και δεύτερον, μετά την

αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τη διοίκηση της Δημοκρατίας οικοδόμησε ένα

ελληνικό κράτος στη Μεγαλόνησο. Εν τω μεταξύ επανεξελέγη στην προεδρία το 1968.

Η σταθερή πολιτική του Αρχιεπισκόπου κατά τη διάρκεια 1964-1974, παρά τις

αντιξοότητες, μπορεί να κριθεί ότι απέβη επιτυχής. Σε διεθνές επίπεδο με την

εξασφάλιση αλλεπάλληλων ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής

Συνελεύσεως του ΟΗΕ, με την έκθεση του Μεσολαβητή Γκάλυ Πλάζα το 1965, με την

ενεργό συμμετοχή της Κύπρου σε διεθνείς οργανισμούς και με ενεργό προσωπική

διπλωματία του ίδιου του Προέδρου, που περιέλαβε ανοίγματα στη Σοβιετική

Ένωση, περιοδείες σε πολλές περιοχές του κόσμου, όπως στη Νότιο Αμερική και

την Αφρική και με αποκορύφωμα την επίσκεψη στην Κίνα και τη συνάντηση με τον

πρόεδρο Μάο τον Φεβρουάριο του 1974, ο Μακάριος πέτυχε την εδραίωση της

αναγνώρισης της κυπριακής ανεξαρτησίας, παρά την επίμονη εναντίωση της Τουρκίας.

Σε μία από τις επισκέψεις του στην Αθήνα. Πίσω ο στενός συνεργάτης του Σπύρος Κυπριανού

Στο εσωτερικό η Κύπρος πέτυχε θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης, πλήρη απασχόληση

με τη θεμελίωση κοινωνικού κράτους. Μικρότερη υπήρξε η πρόοδος στην πορεία της

εδραίωσης της εσωτερικής δημοκρατίας λόγω της επιβολής της προσωπικότητας του

Αρχιεπισκόπου, αν και η Κύπρος διακρινόταν από ελευθερία του Τύπου, την

ελεύθερη λειτουργία του εργατικού κόμματος της αριστεράς και των συνδικάτων

και μετά το 1970, την ανάπτυξη του πολυκομματισμού.

Αυτά τα επιτεύγματα της πολιτικής του Αρχιεπισκόπου ως Προέδρου της

Δημοκρατίας διεκυβεύθηκαν και τελικά ανετράπηκαν κατά πρώτον λόγο όχι από την

Τουρκία ή άλλους εξωτερικούς υπονομευτές, αλλά από τη στρατιωτική δικτατορία

που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1967 και τα όργανά της στην Κύπρο. Στην

αποτίμηση της πολιτικής πορείας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου η διαπίστωση αυτή

διαθέτει, φρονώ, κρίσιμη σημασία. Χρειάστηκε να οργανωθεί συστηματική

τρομοκρατική δράση στην Κύπρο υπό την καθοδήγηση της δικτατορίας των

συνταγματαρχών, με το Εθνικό Μέτωπο αρχικά (1969-1970) και τον ΕΟΚΑ Β’

αργότερα, να οργανωθούν αλλεπάλληλες δολοφονικές απόπειρες εναντίον του και να

εκτελεστεί το φονικότερο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Συνέπεια της

ανατροπής της πολιτικής αυτής, υπήρξε η παράδοση της Κύπρου στις ορδές του

Αττίλα και ο διαμελισμός της Μεγαλονήσου.

Ο Αρχιεπίσκοπος διασώθηκε από τα δολοφονικά σχέδια των πραξικοπηματιών και

μέσω της βρετανικής βάσης του Ακρωτηρίου ανεχώρησε για τη Μάλτα και το Λονδίνο

και τέλος για τη Νέα Υόρκη, όπου προσφώνησε τα Ηνωμένα Έθνη ζητώντας την

περιφρούρηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Οι ασκοί του Αιόλου, όμως, είχαν

ανοίξει. Στις 20 Ιουλίου 1974 η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο και επέβαλε, με

την επιχείρηση Αττίλας ΙΙ στις 14-15 Αυγούστου 1974, τον διαμελισμό της Κύπρου.

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κατόρθωσε να επιστρέψει στην Κύπρο και να αναλάβει τα

καθήκοντά του ως νόμιμος εκλεγμένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στις 7

Δεκεμβρίου 1974. Για τα επόμενα τρία χρόνια αναμετρήθηκε με τις τραγικές

καταστάσεις που είχε δημιουργήσει η τουρκική εισβολή.

Στο αμέσως μετά την εισβολή διάστημα επιτελέσθηκε από την κυβέρνηση Μακαρίου

κολοσσιαίο έργο για την περίθαλψη, ανακούφιση και αποκατάσταση του προσφυγικού

πληθυσμού και για την ανόρθωση της κατεστραμμένης οικονομίας.

Ως προς τη διαχείριση του Κυπριακού η σημαντικότερη εξέλιξη υπήρξαν οι δύο

συναντήσεις του Μακαρίου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς στις 27

Ιανουαρίου και 12 Φεβρουαρίου 1977, υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του

ΟΗΕ. Στις συναντήσεις αυτές συμφωνήθηκαν ορισμένες βασικές αρχές για την

επίλυση του Κυπριακού στο πλαίσιο μιας ανεξάρτητης, αδέσμευτης, δικοινοτικής

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Το έργο, όμως, της ζωής του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου,

η περιφρούρηση της ακεραιότητας μιας ενιαίας ελληνικής Κύπρου, είχε ανέλπιστα

καταστραφεί. Συμβολική επισφράγιση της επίγνωσης αυτής της καταστροφής υπήρξε

ο πρόωρος θάνατός του στις 3 Αυγούστου 1977.

Δίπλα στην ενεργό πολιτική του δράση, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εξακολούθησε να

είναι ένας εκκλησιαστικός ηγέτης. Αν και την πρώτη δεκαετία μετά την άνοδό του

στον θρόνο του Αποστόλου Βαρνάβα η ενασχόληση με το εθνικό ζήτημα και αργότερα

η εξορία, τον εμπόδισαν να ασχοληθεί σοβαρά με το εκκλησιαστικό του έργο, μετά

την επιστροφή του στην Κύπρο το 1959 επέδειξε αμείωτη μέριμνα για την Εκκλησία

της Κύπρου. Αν και οι επιλογές του για τη στελέχωση της ιεραρχίας της

Εκκλησίας δεν υπήρξαν γενικά ιδιαίτερα επιτυχείς, η συμβολή του υπήρξε

ιδιαίτερα σημαντική. Πρώτον, πρωτοστάτησε στην αναβίωση του μοναχισμού στην

Κύπρο με την αναστήλωση και επαναλειτουργία πολλών αρχαίων μονών. Δεύτερον,

μερίμνησε για τη διάσωση, περισυλλογή και συντήρηση της ανυπολόγιστης αξίας,

βυζαντινής και εκκλησιαστικής τέχνης της Κύπρου και τρίτον, επέδειξε ιδιαίτερο

ζήλο για την προώθηση της εξωτερικής ιεραποστολής στην Ανατολική Αφρική. Το

1971 περιόδευσε στην περιοχή και βάφτισε χιλιάδες Αφρικανούς στην Κένυα, όπου

ίδρυσε και ιερατική σχολή, που συντηρεί η Εκκλησία της Κύπρου και φέρει το

όνομά του.

Παρά την πολυετή δημόσια δράση του και τη μόνιμη έκθεσή του στη δημοσιότητα ο

Αρχιεπίσκοπος Μακάριος παρέμεινε μέχρι τέλους αινιγματική φυσιογνωμία και η

ιστορική αποτίμηση του έργου του αποδεικνύεται επίμαχη υπόθεση. Ιδιαίτερη

δυσκολία παρουσιάζει για τον ιστορικό το γεγονός ότι ο ίδιος δεν κατέθεσε ποτέ

γραπτώς τις βαθύτερες πολιτικές απόψεις του, ούτε συνέθεσε με συνεκτικό τρόπο

την πολιτική του σκέψη και το όραμά του για την Κύπρο για να παράσχει έτσι τη

δική του μαρτυρία, που θα μπορούσε να συνυπολογισθεί στην αποτίμηση του έργου

του. Χωρίς αμφιβολία, βέβαια, έθεσε αποφασιστικά τη σφραγίδα του στην πορεία

του Κυπριακού ζητήματος και της κυπριακής κοινωνίας και τις τρεις δεκαετίες

που πρωταγωνίστησε στις εξελίξεις.

Ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης είναι καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.