|
|
Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που
φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»
«Από τα δύο μεγαλύτερα κέντρα του σύγχρονου αιγυπτιώτη ελληνισμού, την
Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, αναδείχτηκαν δύο από τις μεγαλύτερες μορφές των
ελληνικών γραμμάτων: ο ποιητής Καβάφης και ο πεζογράφος Τσίρκας», γράφει ο
ελληνιστής Miguel Castillo Didier, μεταφραστής στα ισπανικά του μείζονος έργου
του συγγραφέα, της τριλογίας Ακυβέρνητες Πολιτείες.
Γεννημένος στο Κάιρο (10.23 Ιουλίου 1911), ο Γιάννης Χατζηανδρέας, που έμελλε
να τιμήσει τα γράμματα με το όνομα Στρατής Τσίρκας, έζησε, όπως ο Καβάφης, σ’
ένα σταυροδρόμι πολιτισμών: Ιθαγενείς και άποικοι, ξένες παροικίες, και
ανάμεσά τους η ελληνική, στην παρακμή της, αλλά με βαθιές ρίζες στον τόπο:
Ένας Έλληνας της Διασποράς που μετάγγισε στο έργο του κάτι από το «το αίμα
της Συριάς και της Αιγύπτου» καθώς θα ‘λεγε ο Αλεξανδρινός,
κάτι από το πνεύμα της Δύσης, ανοίγοντας ευρύτατους ορίζοντες στην πεζογραφία μας.
Ζώντας σε μια εποχή ανακατατάξεων και κοσμοϊστορικών συγκρούσεων έκρηξη του
αιγυπτιακού εθνικισμού, άνοδος και επίθεση του φασισμού στην Αφρική, με
κορύφωση τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο , μεγάλωσε και ανδρώθηκε σε συνεχή εμπλοκή
με τα ιστορικά δρώμενα. Δεν μπορεί κανείς να παρακολουθήσει τη διαδρομή του
Τσίρκα χωρίς, στο βάθος του πεδίου, να προβάλλει το ιστορικό γεγονός.
«Αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω
ιστορίαν», έλεγε ο Καβάφης. Μέσα από άλλες ιδεολογικές διεργασίες θα μπορούσε
να πει το ίδιο και ο Τσίρκας. Την Ιστορία την μετέφερε νωπή από το βίωμα,
μεταπλάθοντάς την κι αυτός σε τέχνη.
|
|
Ο πατέρας, Κωστής Χατζηανδρέας, είχε έρθει στην Αίγυπτο από την Ίμβρο, για να
μην υπηρετήσει στρατιώτης σε τουρκική επικράτεια. Διατηρούσε κουρείο σε
κεντρικό δρόμο του Καΐρου. Η οικογένεια της μητέρας του είχε καταφύγει από τη
Χίο στη Χάιφα, μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του νησιού το 1881, και, με
τον πόλεμο του ’97, μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια. Ο κόσμος της προσφυγιάς,
όπως και ο αραβικός πληθυσμός στις φτωχογειτονιές όπου μεγάλωσε, καθόρισαν μια
στάση ζωής και τροφοδότησαν με πολύτιμες εμπειρίες τον συγγραφέα. Φοίτησε στην
Αμπέτειο Σχολή του Καΐρου. Καθώς τα οικονομικά της οικογένειας δεν επέτρεπαν
περαιτέρω σπουδές, υποχρεώθηκε να ακολουθήσει το εμπορικό τμήμα της σχολής,
που θα τον διοχέτευε κατευθείαν στην εργασία.
Παιδί όμως «φανατικό για γράμματα», καταβροχθίζει βιβλία, περιοδικά που
δανείζεται ή αγοράζει με τις ισχνές οικονομίες του, παρακολουθεί με χίλιους
τρόπους την ελληνική και την ξένη πνευματική ζωή. Πριν τελειώσει το σχολείο,
έχει αποκτήσει μια αξιοζήλευτη παιδεία, ερέθισμα καθημερινό για προσωπική
δημιουργία. Μια λαχτάρα που βγαίνει από τις σύντομες καταγραφές στα εφηβικά
καρνεδάκια του. Όμως, «η πένα είναι βαριά σαν κουπί», σημειώνει. Μια πρώιμη
αίσθηση που θα τον κυνηγά σ’ όλη του τη ζωή. Το 1927, δημοσιεύονται οι πρώτες
ποιητικές μεταφράσεις του στα αθηναϊκά περιοδικά Οικογένεια και
Μπουκέτο. Την ίδια χρονιά, επιτέλους!: «… μαθητές, ακόμα», γράφει ο
ζωγράφος Γιώργος Δήμου, «περπατούσαμε ένα απόγευμα στην οδό Μαγράμπυ […]. Ο
Γιάννης κρατούσε στο χέρι όλος χαρά, μόλις τα είχε πάρει, τα
Παναιγύπτια με το πρώτο του δημοσίευμα. Κουβεντιάζαμε. Οπότε σε μια
παύση ακούω να βγαίνει από τα τρίσβαθά του η φράση: “Τώρα ανοίγει μπροστά μας
ο δρόμος της δόξας”». Είναι 16 χρόνων.
Ο δρόμος, όμως, της δόξας θα είναι πολύ μακρύς και τραχύς για τον Στρατή
Τσίρκα. Δοσμένος στους αγώνες της εποχής του, δέσμιος των βιοποριστικών
αναγκών μιας οικογένειας με τρία ακόμα αδέλφια, της οποίας θα γίνει μοναδικός
προστάτης μετά τον θάνατο του πατέρα (1933), θα παλέψει πολύ, για να μπορέσει
κάποτε να δοθεί, έστω θυσιάζοντας τον ύπνο του, στον δημιουργικό του οίστρο.
Και τότε πάλι άλλες καταδρομές θα τον αναστέλλουν…
|
Τελ Αβίβ, 1942, με τη σύζυγό του
|
Μετά την αποφοίτησή του, το 1918, εργάστηκε για έναν χρόνο στη National Bank
of Egypt. Με συμφορότερους όρους προσλαμβάνεται σε εργοστάσιο εκκοκκισμού
βάμβακος στην Άνω Αίγυπτο (Αμπουτίγκ και ύστερα Ντεϊρούτ), πολύ μακριά για την
εποχή, όπου παρέμεινε 10 χρόνια, ως λογιστής στην αρχή και κατόπιν διευθυντής
των εκκοκκιστηρίων. Μία δύσκολη περίοδος απομόνωσης, αν κρίνουμε από τα σήματα
που στέλνει σε φίλους και φίλες: «Όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν Καρυωτάκη».
Ο μελαγχολικός ποιητής, ωστόσο, θα βρει διέξοδο. Δημοσιεύει ποιήματα και
διηγήματα σε ελληνικά περιοδικά της Αιγύπτου και της Αθήνας
(Πρωτοπόροι, Νέοι Πρωτοπόροι, Νεοελληνικά
Γράμματα). Τα περισσότερα, εμπνευσμένα από τη ζωή του αγρότη-εργάτη,
που την γνώρισε από κοντά, την έζησε «από τα μέσα»: Ο άγονος μόχθος, η στυγνή
εκμετάλλευση από ντόπιους και ξένους αφέντες, οι αρχαϊκές νοοτροπίες, οι
καημοί και ο αισθησιασμός που αποπνέει η χοϊκή ιδιοσυγκρασία του φελάχου. Τα
ποιήματα θα συγκροτήσουν τη συλλογή Φελάχοι (1938), ενώ τα διηγήματα, μαζί με
άλλα «Αθηναϊκά» της μεταξικής δικτατορίας και της Κατοχής, θα συγκεντρωθούν
στον τόμο Αλλόκοτοι άνθρωποι, που θα εκδοθεί αργότερα (1944).
Το 1937 παντρεύεται την Αντιγόνη Κερασσώτη, κόρη εκλεκτού γιατρού της
παροικίας. Το γαμήλιο ταξίδι θα είναι κι αυτό μια πολιτική εμπειρία. Το νεαρό
ζευγάρι περνά από τη μεταξική Ελλάδα, την Ιταλία του Μουσολίνι, την
αιματοβαμμένη από τον δικτάτορα Ντόλφους Βιέννη, την Τσεχοσλοβακία, τη Γαλλία
του Λαϊκού Μετώπου. Την ομορφιά των τόπων σκιάζει το φάσμα του πολέμου, ενώ
μαίνεται ο ισπανικός εμφύλιος, που θα στοιχειώνει όλο το έργο του Τσίρκα. Το
ταξίδι του μέλιτος έχει γεύση πικρή: «Μαδρίτη, Μαδρίτη,
Μαδρίτη… /Ανάμεσά τους μπλέχτηκε/σαν το φτενό
στημόνι της αράχνης/ο δακρυσμένος μας έρωτας. / Τα χρόνια θα
περάσουν, θα λέμε: /Τη μέρα του ξολοθρεμού της
Γκουέρνικας/στεφανωθήκαμε. /Κι ο νους μας θα πηγαίνει/όχι στα
λεμονάνθια και το ρύζι/αλλά στα πτώματα». Στο Παρίσι, λαμβάνει
μέρος στο Β’ διεθνές συνέδριο των συγγραφέων για την υπεράσπιση της κουλτούρας
εναντίον του φασισμού. Εκεί συντάσσει τον «Όρκο» στον δολοφονημένο Γκαρθία
Λόρκα, που απαγγέλλεται από τον Αραγκόν και υπογράφεται από 40 ποιητές:
«… τ’ όνομά σου να μην ξεχαστεί ποτές πάνω στη γης/ κι όσο
υπάρχει τυραννία και καταπίεση/ στ’ όνομά σου/ να τις πολεμούμε/
όχι μονάχα με το λόγο/ μα και με τη ζωή μας».
Αυτό το ιδιότυπο οδοιπορικό θα «καταγράψει» στην ποιητική συλλογή με τον
σαρκαστικό τίτλο Το λυρικό ταξίδι (1938). Στην Ισπανία θ’ αφιερώσει το
Ισπανικό Ορατόριο 1939, που θα εκδοθεί μετά τον πόλεμο.
Το 1939 εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια, όπου αναλαμβάνει τη διεύθυνση του
βυρσοδεψείου του Μικέ Χαλκούση. Θα παραμείνει εκεί ως την οριστική εγκατάστασή
του στην Ελλάδα, το 1963.
|
Αλεξάνδρεια 1961, με τον Νίκο Καββαδία
|
Τον Ιούνιο του ’42, όταν ο Ρόμελ απειλεί την Αλεξάνδρεια, καταφεύγει μαζί με
άλλους αριστερούς στην Παλαιστίνη. Επιστρέφει τον Νοέμβριο, μετά τη νίκη των
Συμμάχων στο Αλαμέιν. Ο κόσμος της Ιερουσαλήμ θα του δώσει το πρώτο ερέθισμα
για τη συγγραφή της Λέσχης, του α’ τόμου των Ακυβέρνητων Πολιτειών, που
θα γραφτεί πολύ αργότερα, με προμετωπίδα τους στίχους του Σεφέρη:
Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία/Ιερουσαλήμ, πολιτεία
της προσφυγιάς.
Στη διάρκεια του πολέμου, η δράση του διοχετεύεται στις οργανώσεις του
Κομμουνιστικού Κόμματος, όπου είναι ενταγμένος από τα πρώτα νεανικά του
χρόνια, όπως και στον ευρύτερο χώρο του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου.
(Ο ΕΑΣ είναι η ισχυρή πολιτική δύναμη που κινητοποιεί την παροικία και
προασπίζεται τα δίκαια της ελληνικής Αντίστασης). Συντάκτης του αντιφασιστικού
περιοδικού Έλλην, το τροφοδοτεί με πολιτική αλλά κυρίως πολιτιστική ύλη
που τονώνει το αγωνιστικό φρόνημα (άρθρα για τον Χάινε, τον Κάλβο, τον Αντάμ
Μιτσκιέβιτς, τον Ρήγα Φεραίο…). Γράφει, επίσης, στα παράνομα φύλλα.
Τον Απρίλιο του ’44, η εξέγερση των δημοκρατικών Ελλήνων στον Στρατό και τον
Στόλο με αίτημα τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας (με τη συμμετοχή των
αντιστασιακών οργανώσεων) καταστέλλεται αιματηρά από τους Άγγλους σε αγαστή
συνεργασία με την εξόριστη κυβέρνηση. Ακολούθησαν διώξεις, εκτοπίσεις σε
στρατόπεδα της Ερήμου, στρατοδικεία. Πρόκειται για το Κίνημα του Απρίλη της
Μέσης Ανατολής. Ο Τσίρκας θα κάνει σκοπό της ζωής του να δικαιώσει τον αγώνα
των συντρόφων που καταδικάστηκε από το ίδιο το ΚΚΕ, για λόγους σκοπιμότητας,
στη Διάσκεψη του Λιβάνου.
Με τον τίτλο Ο Απρίλης είναι πιο σκληρός (1947), αναφορά στην ελιοτική
Έρημη Χώρα, εκδίδει σειρά διηγημάτων, που σχεδόν στο σύνολό τους
αναφέρονται στις συγκρούσεις του Απρίλη και στη ζωή των αγωνιστών στους
κλωβούς της Ερήμου. Ακολουθεί η συλλογή διηγημάτων Ο ύπνος του
θεριστή (1954). Στο μεταξύ, έχει δημοσιεύσει εκτεταμένες μελέτες για
τον Βουτυρά και για τον Νίκο Νικολαΐδη τον Κύπριο, που θεωρεί δάσκαλό του. Η
εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ, το 1956, και η επαπειλούμενη αντεπίθεση
των ευρωπαϊκών δυνάμεων, που υπερασπίζονται τα συμφέροντα των μετόχων της
Διώρυγας, του εμπνέει μια νουβέλα με ήρωα έναν βαρκάρη του Νείλου, επαναστάτη
του 1919, που αγωνίζεται εναντίον των Άγγλων και των ντόπιων
μεγαλογαιοκτημόνων, και προδίδεται από έναν Έλληνα τοκογλύφο: Νουρεντίν
Μπόμπα. Η γενναία μορφή του Νουρεντίν τού δίνει την ευκαιρία να εκφράσει
μ’ έναν ρωμαλέο, χυμώδη λόγο, την αγάπη του για τον «άλλο», να υπερασπιστεί
την ανεξαρτησία της Αιγύπτου, να πλέξει μνήμες προσωπικές με τον θρύλο και την Ιστορία.
Το 1958, εκδίδεται μία μελέτη 500 σελίδων Ο Καβάφης και η Εποχή του,
καρπός πολυετούς εξονυχιστικής έρευνας. Προσπαθώντας να αναλύσει «τον
μηχανισμό της έμπνευσης» του ποιητή διαπιστώνει μια συναίρεση του ιστορικού
γεγονότος (λόγια πηγή) με το σύγχρονο κοινωνικό, «τις περιστάσεις», και με το
υποκειμενικό βίωμα. Η άποψη αυτή, που κοινωνικοποιούσε τον Καβάφη, και που,
χωρίς να αρνείται την «ιδιαιτερότητά» του, τον έβγαζε απ’ τα τείχη του
«διεστραμμένου πάθους του», προκάλεσε χλευαστικά σχόλια και μία δριμύτατη
πολεμική. Δεν άργησε, όμως, να κλονίσει παγιωμένες απόψεις, συντελώντας στον
επαναπροσδιορισμό ενός πολυδιάστατου έργου.
|
Β’ Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων εναντίον του Πολέμου και του Φασισμού στο Παρίσι το 1937
|
Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες απαρτίζονται από τρεις τόμους: Η Λέσχη
(1960), Αριάγνη (1962), Η Νυχτερίδα (1965). Η δράση
τοποθετείται αντίστοιχα στην Ιερουσαλήμ, το Κάιρο, την Αλεξάνδρεια. Ένα
μυθιστόρημα που τιθασεύει αριστοτεχνικά μια χειμαρρώδη ιστορική ύλη, δίνοντας
ανθρώπινη φωνή στο έπος και το δράμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την ώρα που
κρινόταν το μέλλον των λαών και παίχτηκε στα ζάρια η τύχη της Ελλάδας. Χάρη σε
ποικίλες αναδρομές, η Τριλογία ζωντανεύει και προγενέστερες περιόδους,
περνώντας από τον Μεσοπόλεμο, τον χλωρό παράδεισο της εφηβείας, με τα πρώτα
ερωτικά σκιρτήματα του συγγραφέα, στην Αίγυπτο του περασμένου αιώνα,
ανακαλώντας μνήμες προγόνων. Το έργο κορυφώνεται με τη σύγκρουση του Απρίλη,
ενώ με τον επίλογο του γ’ τόμου μεταφερόμαστε στη Θεσσαλονίκη του 1954, όπου
ακούγεται ένα συγκλονιστικό ρέκβιεμ των αγωνιστών της μεταπολεμικής δεκαετίας.
Ωστόσο, ο Τσίρκας δεν έγραψε χρονικό, αλλά έργο τέχνης. Σπάνια ιστορική
ακρίβεια και φαντασία δένονται σ’ ένα τόσο αρμονικό σύνολο. Κινώντας στιβαρά
μεγάλους όγκους, καταγράφει ευαίσθητα τις απηχήσεις τους στη συνείδηση των
ανθρώπων, και τους πιο μύχιους κραδασμούς, πλάθοντας ολοζώντανες μορφές που θα
μείνουν στο πάνθεον των μυθιστορηματικών ηρώων. Μηχανορραφίες και ποταπότητες,
αλλά και ωραία όνειρα και περίσσευμα ανθρωπιάς δίνουν το στίγμα των
«Ακυβέρνητων Πολιτειών», όπου ο έρωτας, κυρίαρχος, τυλίγει και ξετυλίγει το
νήμα μιας συναρπαστικής πλοκής. Παράλληλα, με την πολυφωνία της αφήγησης και
με άλλες νεωτερικές τεχνοτροπίες, ο συγγραφέας επιδιώκει να συγχωνεύσει τον
μοντερνισμό με την παράδοση. Ένα μεταιχμιακό μυθιστόρημα.
Για την κριτική του στάση απέναντι σε σταλινικές πρακτικές των κομματικών
στελεχών, που τα ονομάζει «κομμένες κεφαλές», με κορυφαίον το θρυλικό
Ανθρωπάκι, ο Τσίρκας πλήρωσε με τη διαγραφή του από το Κ.Κ. Αιγύπτου, όταν
αρνήθηκε να αποκηρύξει τη Λέσχη. Ένας αμείλικτος πόλεμος, ευθέως ή με
το πρόσχημα της λογοτεχνικής κριτικής, έφερε αντιμέτωπες δύο τάσεις της
ελληνικής Αριστεράς. «Η υπόθεση Τσίρκα» ερχόταν να θωρακίσει με σοβαρά
επιχειρήματα το ανανεωτικό κίνημα.
Το δικτατορικό καθεστώς απαγόρευσε την κυκλοφορία της Τριλογίας. Το έργο,
όμως, αρχίζει εκείνα τα χρόνια μια λαμπρή σταδιοδρομία στο εξωτερικό,
αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές και το βραβείο του καλύτερου ξένου
μυθιστορήματος στη Γαλλία (1972). Ακολούθησαν πολλές μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες.
|
Κάρτα από το «γενέθλιο» Κάιρο των αρχών του αιώνα – Δεξιά, εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης των Φελλάχων σχεδιασμένο από τον Γ.Γ. Δήμου
|
Μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του Πατριωτικού Μετώπου, στην περίοδο της
δικτατορίας, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, ο Τσίρκας εντάσσεται στο Κ.Κ.
Εσωτερικού. Μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας πρωτοστατεί στην έκδοση
των Δεκαοχτώ Κειμένων (1970) και των Νέων Κειμένων, ομαδικών
τόμων που εκφράζουν την αντίθεση του πνευματικού κόσμου στο καθεστώς.
Συνεργάζεται με το αντιδικτατορικό περιοδικό Η Συνέχεια. Με μία ακόμα
σειρά μελετών Ο Πολιτικός Καβάφης (1971), ολοκληρώνει τη συμβολή
του στη διερεύνηση της ποιητικής ενδοχώρας.
Στο διάστημα αυτό αρχίζει να γράφει τη Χαμένη Άνοιξη. Θα ήταν ο πρώτος
τόμος μιας άλλης τριλογίας, που, ξεκινώντας από το Ιουλιανό πραξικόπημα, θα
προχωρούσε στα χρόνια της δικτατορίας. Παρακολουθούμε εδώ τη μεθόδευση της
αποστασίας από τις μυστικές υπηρεσίες και, στον άλλο πόλο, τον αγώνα για τη
δημοκρατία, που θα κορυφωθεί με την πάνδημη κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα. Ένα
αθηναϊκό μυθιστόρημα στο πρότυπο των Ακυβέρνητων Πολιτειών, όπου η
πολιτική και η ερωτική ζωή των ηρώων μπλέκεται στα πλοκάμια της Ιστορίας.
Όμως, η Χαμένη Άνοιξη έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του
Τσίρκα. Πέθανε στις 27 Ιανουαρίου 1980. Μέσα σ’ ένα έργο δονούμενο από τον
έρωτα της ζωής και της ελευθερίας, έκλεισε την αγωνία των καιρών. Σ’ αυτό,
αλλά και στα εξομολογητικά Ημερολόγια της Τριλογίας (1973)
εγγράφεται, επίσης, ο διχασμός του ανάμεσα στις επιταγές της στράτευσης και
στην αγωνία να μην προδώσει το νόημα της τέχνης.
Η Χρύσα Προκοπάκη είναι φιλόλογος