Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1991, λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα – οπερέτα του

Αυγούστου και όσα ακολούθησαν, ο Γκορμπατσώφ (Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς) είχε

αποκτήσει ξανά την αυτοπεποίθησή του νομίζοντας πως είναι και πάλι ο πρόεδρος.

Πίστευε ακόμα πως είχε κάμψει τις αντιρρήσεις στο Ανώτατο Κογκρέσο (των Λαϊκών

Αντιπροσώπων) για την αναβίωση της διαδικασίας του Νόβο-Ογκάρεβο.

Τη διαδικασία για τη σύνταξη της Συνθήκης που θα αναθεωρούσε τον προηγούμενο

καταστατικό νόμο της Ομοσπονδίας. Και ο Γιέλτσιν, ρίχνοντας στάχτη στα μάτια

του ανθρώπου που τον ανέδειξε, και τον οποίο αντιπολιτευόταν πλέον ανοικτά ως

πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, έδειχνε σύμφωνος να συνυπογράψει τη νέα Συνθήκη.

Για πρώτη φορά μετά τα γεγονότα του Αυγούστου, επέστρεψε επίσημα στο κλαμπ των

ηγετών του κόσμου. Και προσπάθησε να κερδίσει όλες τις εντυπώσεις που του

πρόσφερε η Διάσκεψη Κορυφής της Μαδρίτης.

Ενισχυμένος από τα ευχολόγια των φίλων του στη Δύση για τη διάσωση της Ένωσης,

είχε στήσει το σκηνικό, όπως ο τσάρος Φιόντορ, στο θεατρικό έργο του Αλεξέι

Τολστόι, να ξαναπιάσει το σκήπτρο του που ήταν πεσμένο στο δάπεδο… Εκείνο

που δεν ήξερε ήταν ότι του είχαν ετοιμάσει τη σκηνή για να το παραδώσει στον

τσάρο Μπορίς, που είχε ήδη καταλάβει τον θρόνο στο Κρεμλίνο. Μπαίνοντας στην

αίθουσα του Ανώτατου Κρατικού Συμβουλίου είδε στα φώτα των προβολέων της

τηλεόρασης τα πρόσωπα οκτώ προέδρων Δημοκρατιών και δύο πρωθυπουργών (της

Αρμενίας και της Ουκρανίας) που αντιπροσώπευαν τους προέδρους τους να τον

περιμένουν γύρω από το τεράστιο τραπέζι. Η καρέκλα στα δεξιά του προέδρου,

όπου παραδοσιακά καθόταν ο Γιέλτσιν (ως πρόεδρος της μεγαλύτερης Δημοκρατίας),

ήταν άδεια.

Η σημαντικότερη έκπληξη που τους επιφύλασσε ο πρόεδρος, και η αιτία που είχε

καλέσει την τηλεόραση, ήταν ο λεπτομερής πολιτικός λόγος που είχε ετοιμάσει.

Και το νόημά του ήταν: «Η μητέρα πατρίδα βρίσκεται σε κίνδυνο».

Ο Γιέλτσιν, που είχε φτάσει καθυστερημένος και εντυπωσιάστηκε από τα φώτα της

τηλεόρασης, ήταν ο μόνος που κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Η σύσκεψη μπορούσε να τελειώσει. Ο πρόεδρος είχε όμως κερδίσει μια μάχη. Τι

γινόταν με τον πόλεμο;

Όλοι συμφώνησαν ότι τώρα απέμενε να συναντηθούν και πάλι για να εξετάσουν τα

άρθρα τής νέας Συνθήκης της Ένωσης, ένα προς ένα.

14η Οκτωβρίου

Η άφιξη του Γιέλτσιν στο Νόβο-Ογκάρεβο στις 14 Οκτωβρίου ήταν φυσιολογική.

Από την αρχή της σύσκεψης είχαν διαμορφωθεί ήδη δύο τάσεις. Τη μία

αντιπροσώπευε ο Γιέλτσιν, την άλλη ο Γκορμπατσώφ.

Όταν διατυπώθηκαν γραπτώς οι δύο απόψεις, οι κειμενογράφοι, πολύ έξυπνα, τις

ανέφεραν σαν «άποψη πρώτη» και «άποψη δεύτερη», αποφεύγοντας να αναφερθούν

στην πατρότητα της καθεμιάς. Και η κατάληξη: ενοποιημένο ομόσπονδο κράτος

(όπως ήθελε ο Γκορμπατσώφ), χωρίς όμως ενιαίο Σύνταγμα (όπως ήθελε ο Γιέλτσιν).

Όταν μετά το τέλος της σύσκεψης όσοι πήραν μέρος σε αυτήν άρχισαν να

κατεβαίνουν τις σκάλες, βρέθηκαν μπροστά σε μια ακόμα έκπληξη. Οι αντιπρόσωποι

του Τύπου τους περίμεναν διψασμένοι να μάθουν νέα για το μέλλον αυτής της

χώρας. Και κυρίως πώς θα ονομάζεται στο εξής. Ένωση, Κοινότητα, Κοινοπολιτεία,

Ομοσπονδία, ή κάπως αλλιώς. Πώς; Με την ικανότητα του πάτρωνα ή του ποιμένα

(κάτι που λένε πως είχε μάθει από νέος στη σταδιοδρομία του στη Σταυρούπολη,

στα νεανικά του χρόνια), ο Γκορμπατσώφ τους μάζεψε όλους γύρω του, και κάτω

από τα φλας και τα φώτα της τηλεόρασης, είπε: «Συμφωνήσαμε στην Ένωση, που θα

είναι ένα δημοκρατικό ομόσπονδο κράτος». Άλλη μία μάχη είχε κερδίσει ο

Γκορμπατσώφ. Τότε ο Γιέλτσιν γύρισε και του είπε: «Αληθινά, δεν σε

καταλαβαίνουμε πάντα». Και ο πρόεδρος απάντησε χωρίς να χάσει στιγμή:

«Αυτό δεν έχει σημασία, αφού στο τέλος έρχεστε με το μέρος μου». Οι φράσεις

αυτές έμοιαζαν με φιλικές φιλοφρονήσεις, τότε.

25η Νοεμβρίου

Στη συνάντηση του Κρατικού Συμβουλίου στις 25 Νοεμβρίου 1991 μίλησε πρώτος ο Γιέλτσιν.

«Οι απόψεις που εκφράστηκαν από τις Επιτροπές του Ανώτατου Σοβιέτ έδειξαν ότι

το ρωσικό Κοινοβούλιο είναι ανέτοιμο να επικυρώσει την ιδέα ενός ενοποιημένου

ομόσπονδου, είτε ακόμα συνομόσπονδου, κράτους. Θα μας ικανοποιούσε περισσότερο

μία φόρμουλα Ένωσης ή μάλλον Συνομοσπονδίας Δημοκρατικών Ομόσπονδων Κρατών.

Αλλά ας εξετάσουμε την πρόταση αυτή αργότερα. Ζητώ να γραφεί στα πρακτικά η

επιφύλαξη της Ρωσίας».

Ο Γκορμπατσώφ δεν πίστευε στ’ αυτιά του. «Μα έτσι ανατρέπουμε κάτι πάνω στο

οποίο όλοι συμφωνήσαμε. Δεν μπορεί να αρχίσουμε πάλι από την αρχή».

Κατάλαβε πως βρισκόταν μπροστά σε νέα ανταρσία. «Γιατί δεν λέτε ξεκάθαρα πως

δεν συμφωνείτε με την ιδέα της Ένωσης. Κάτι που προσωπικά υποστηρίζω σθεναρά.

Αν θέλετε τη διάλυση του κράτους, πρέπει να αναλάβετε τις ευθύνες για την

εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση που διαμορφώνεται». «Διακρίνω να μου λέτε

δηλαδή, πως δεν χρειάζεστε πλέον πρόεδρο». Αυτό δεν ήταν υποχώρηση. Ως τώρα

είχε προτείνει να παραιτηθεί πολλές φορές. Και πάντα ήταν το τελευταίο του

χαρτί, που κλόνιζε τους αντάρτες φοβίζοντάς τους. Αυτή τη φορά όμως, ο

Γκορμπατσώφ δεν έκανε μπλόφα. Ούτε μπορούσε να εκβιάσει κάποιον με την απειλή

της παραίτησης. Μετά την αποχώρηση του Γκορμπατσώφ, τους δινόταν η ευκαιρία να

συζητήσουν το ενδεχόμενο δημιουργίας της Κοινοπολιτείας των Ανεξάρτητων

Κρατών. Ο Γκορμπατσώφ και οι συνεργάτες του έγραψε μια συμβιβαστική πρόταση. Η

προεδρική πρόταση εστάλη «επάνω». Λίγη ώρα αργότερα ο Γιέλτσιν παρέδωσε στον

πρόεδρο τη συμβιβαστική πρόταση των άλλων ηγετών.

Τα δύο κείμενα έμοιαζαν σε γενικές γραμμές. Το τελικό κείμενο ανέφερε πως

υποβάλλοντας τη συνθήκη για έγκριση στα τοπικά Κοινοβούλια, τους ζητούσαν

ταυτόχρονα να την έχουν εγκρίνει και επικυρώσει πριν από το τέλος της χρονιάς (1991).

Όπως αποδείχτηκε όμως, το σενάριο που πυροδότησε τη διάλυση της Σοβιετικής

Ένωσης, με τη μορφή που λειτουργούσε εκείνη τη στιγμή, είχε μπει στα σκαριά.

6η Δεκεμβρίου

Στις 6 Δεκεμβρίου, σε τηλεφωνική επικοινωνία του Γιέλτσιν με τον Κραβτσούκ και

τον Ναζαρμπάγιεφ ο Γκορμπατσώφ πρότεινε να συναντηθούν τη Δευτέρα 9

Δεκεμβρίου, λέγοντας πως έχει ήδη συνεννοηθεί με τον Γιέλτσιν για τη συμμετοχή

του στη συνάντηση αυτή. Ο Γκορμπατσώφ έδινε δύο βαρυσήμαντες συνεντεύξεις: Μία

στο μεγάλο αστέρι της γαλλικής τηλεόρασης TF1, Αν Σινκλέρ, και σε σχολιαστή

της ουκρανικής τηλεόρασης. Η πρώτη συνέντευξη είχε ως στόχο τους Ευρωπαίους

ηγέτες που προετοίμαζαν τη διακήρυξη πολιτικής ενοποίησης του Μάαστριχτ. Η

δεύτερη δεν είχε στόχο μόνο την Ουκρανία, αλλά ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση.

Στη δεύτερη συνέντευξη ο Γκορμπατσώφ ξεσπάθωσε. Μίλησε απευθυνόμενος στους

Ουκρανούς, λες και δεν γνώριζε τίποτα για την υπερψήφιση του Κραβτσούκ και του

δημοψηφίσματος για την ανεξαρτητοποίηση. Λες και μπορούσε να σταματήσει τους

δείκτες του ρολογιού της Ιστορίας, και να τους πείσει πως ο ίδιος ήταν πάντοτε

πρόεδρός τους, όπως και πριν. Και αυτό ήταν εξίσου εντυπωσιακό, όσο και

λυπηρό. Η Ουκρανία είχε περάσει πλέον στον δρόμο των τετελεσμένων γεγονότων.

«Κάνω έκκληση για μια τελευταία φορά να μη γίνουν λάθη αυτή την τόσο σημαντική

ιστορική στιγμή για το κοινό μας πεπρωμένο και την ιστορία του τόπου».

Οι Ουκρανοί όμως θεώρησαν τη φράση αυτή ως αποχαιρετιστήριο του πρώην προέδρου τους.

Ήταν και η αποχαιρετιστήρια τηλεοπτική ομιλία του για όλους τους λαούς της

Σοβιετικής Ένωσης. Την ίδια στιγμή η πολιτική απόφαση της διάλυσης του κράτους

του Λένιν είχε ληφθεί από τους τρεις Σλάβους ηγέτες στο Μπελοβέσκαγια Πούστζα.

21η Δεκεμβρίου

Εκείνο το Σάββατο ήταν μεσημέρι στη Μόσχα, όταν στην Αλμά Ατά έκλεινε η

σύνοδος των ηγετών των Δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης, και το ΙΝΤΕΡΦΑΞ

μετέδιδε: «Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών έπαψε να υπάρχει».

Ακολούθησε ένα επείγον τηλεγράφημα του ίδιου πρακτορείου: «Ο Μιχαήλ

Σεργκέγιεβιτς Γκορμπατσώφ (όχι ο πρόεδρος) ανακοίνωσε τον τερματισμό της

ισχύος της ύπαρξης του θεσμού της προεδρίας της ΕΣΣΔ».

23η Δεκεμβρίου

Η συνάντηση του Γκορμπατσώφ με τον Γιέλτσιν είχε οριστεί για τις 12 το

μεσημέρι της Δευτέρας. Κράτησε σχεδόν δέκα ώρες. Ο Γκορμπατσώφ είχε ζητήσει να

συνομιλήσει με τον Βρετανό πρωθυπουργό, στις έξι το απόγευμα. Ήταν όμως

ξεκάθαρο πως η συνάντηση δεν θα είχε τελειώσει ως εκείνη την ώρα.

Η σύνδεση με τον Μέητζορ έγινε. Εν είδει αναφοράς για τα όσα συμβαίνουν, ο

Γκορμπατσώφ τον ενημέρωσε όπως θα μιλούσε σε κάποιον πολύ στενό του συνεργάτη.

Καθώς ακουμπούσε το ακουστικό, όλοι κατάλαβαν πως τα είχε όλα ήδη συμφωνήσει

με τον Γιέλτσιν. Του είχε παραδώσει τα πάντα. Ποιος ξέρει με τι αντάλλαγμα.

«Πάω τώρα να ολοκληρώσουμε», είπε μόνο…

Η υπογραφή παράδοσης με το στυλό τού Τέρνερ

… Το στούντιο, που ήταν γνωστό στην εσωτερική γλώσσα του Κρεμλίνου ως

«αίθουσα Νο 4», ήταν γεμάτο από θορυβώδεις φωτορεπόρτερ, δημοσιογράφους και

κάμερες από τρία τηλεοπτικά κανάλια.

Ο Γκορμπατσώφ μπήκε στην αίθουσα στις επτά παρά πέντε και όπως έκανε πάντα

χαιρέτησε τους γνωστούς του δημοσιογράφους πριν καθήσει στο τραπέζι με το

μικρόφωνο. Στο ένα του χέρι κρατούσε τις σημειώσεις του και στο άλλο ένα

έγγραφο για την παράδοση των καθηκόντων τού ανώτατου γενικού διοικητή.

Γυρνώντας τότε προς το μέρος του Αλεξάντρ Γιάκοβλεφ ρώτησε με το φυσικότερο

ύφος, λες και επρόκειτο για μια διαδικασία ρουτίνας: «Πότε πρέπει να υπογράψω.

Τώρα ή μετά την ομιλία μου;»

Ζήτησε από τον προεδρικό εκπρόσωπο Γκρατσόφ μια πένα για να υπογράψει και τη

δοκίμασε σε ένα λευκό χαρτί. «Χρειάζομαι κάτι που να γράφει πιο απαλά», είπε.

Ο πρόεδρος του CNN Τεντ Τέρνερ, που ήταν παρών, προσέφερε τον δικό του

στυλογράφο. Πάντα τα κοράκια μυρίζονται τη στιγμή που πρέπει να εμφανιστούν. Η

πένα του ­ ένας ασημένιος στυλογράφος «Parker» ­ ικανοποιούσε περισσότερο τον

πρόεδρο, ακόμα, Γκορμπατσώφ. Έβαλε το τελευταίο προεδρικό διάταγμα που θα

υπέγραφε μπροστά του. Υπέγραψε με σταθερό χέρι (και αμερικανικό στυλογράφο)

πριν ακουμπήσει το έγγραφο στην άκρη του τραπεζιού. Τα επόμενα τρία λεπτά, έως

τις επτά, τα διέθεσε στους φωτογράφους. Η ιστορικότερη παράδοση της εξουσίας

είχε γίνει, έτσι απλά. Η τελετή για την παράδοση του «πυρηνικού κουμπιού» είχε

προγραμματιστεί να γυριστεί για την τηλεόραση, όπως είχε κανονίσει ο Γιέλτσιν

πια, και είχε συνεννοηθεί με την ομάδα του αμερικανικού τηλεοπτικού καναλιού

ABC γι’ αυτό. (Ποιος πληρώθηκε τα δικαιώματα και πόσα ήταν;).

Όμως ο Γιέλτσιν δεν ήθελε να επιστρέψει στο γραφείο τού πρώην πλέον προέδρου

της Ένωσης ο Γκορμπατσώφ. Άλλος κυβερνούσε πια. Ο Αυτοκράτορας Μπορίς.