|
|
Δεν έχουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Ούτε καν του θύματος της αξιόποινης
πράξης. Τυπικά διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο, αλλά ουσιαστικά είναι τα
κορυφαία πρόσωπα του δράματος. Πρόκειται για τα… αφανή θύματα των εγκλημάτων
που τελούνται μέσα στην οικογένεια. Όταν δράστης και θύμα είναι συγγενείς
πρώτου βαθμού.
Ανάμεσά τους ζουν κάποιοι άλλοι. Οι οποίοι βρίσκονται ξαφνικά μεταξύ σφύρας
και άκμονος. Να κλάψουν για τον νεκρό; Να θρηνήσουν για τον δράστη; Ποιον να υπερασπιστούν;
Δεν υπάρχει κανόνας. Στις περιπτώσεις όπου δράστης είναι ο πατέρας και θύμα το
παιδί, η μάνα εναντιώνεται στον σύζυγο. Έστω και βουβά. Χωρίς να καταθέτει
εναντίον του. Όταν συμβαίνει το αντίστροφο, όταν δηλαδή το παιδί της γίνει
πατροκτόνος, πάλι την ίδια στάση κρατάει. Με τη διαφορά ότι βροντοφωνάζει τις
απόψεις της.
Κι εδώ όμως σημειώνονται εξαιρέσεις. Στην υπόθεση Κοσμά, όπου ο πατέρας
αφαίρεσε τη ζωή του άρρωστου ψυχικά γιου του, η μητέρα του θύματος και σύζυγος
του δράστη τίμησε τη μνήμη του παιδιού της, στηρίζοντας με όλες της τις
δυνάμεις τον άνδρα της.
Στην υπόθεση του Γιάννη Κολόβη, του 17χρονου που χτύπησε θανάσιμα τον πατέρα
του, η μάνα πήρε πάνω της όλες τις ευθύνες. «Έφταιξα γιατί δεν είχα τη δύναμη
να πω όσα συνέβαιναν στο σπίτι μου», είπε. Έστω και αργά.
Όσον αφορά τις συζυγοκτονίες ή όποιο άλλο αδίκημα τελείται από τον ένα σύζυγο
εις βάρος του άλλου, τα παιδιά που ενδεχομένως υπάρχουν στην οικογένεια
αντιδρούν με βάση το αλάθητο ένστικτό τους. Άλλωστε, πολύ πριν φτάσουν τα
πράγματα εκεί, αυτά γνωρίζουν πολύ καλά ποιος είναι ο «καλός» και ποιος ο
«κακός» στο σπίτι τους.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, στις ακραίες καταστάσεις, σαν αυτές που
αναφέρουμε ενδεικτικά, τα όρια που χωρίζουν τη θέση του θύματος από εκείνη του
θύτη, είναι δυσδιάκριτα. Όχι μόνο μετά την τέλεση του εγκλήματος, αλλά και στο
κρίσιμο διάστημα που έχει προηγηθεί. Τότε που οι ρόλοι ήταν αντεστραμμένοι και
που, αν και όλα προμήνυαν το κακό τέλος, κανείς δεν έσπευσε να το αποτρέψει.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΟΣΜΑ
«Βιώνω μία κορυφαία τραγωδία»
|
Ελευθερία Κοσμά: «Η οικογένειά μου καταστράφηκε». Αυτά ήταν τα πρώτα της λόγια
|
Ο πατέρας δεν άντεχε να βλέπει το παιδί του να υποφέρει. Δεν άντεχε να νιώθει
πως κινδυνεύει η ζωή των δύο μικρότερων γιων του από το χέρι του μεγάλου. Και
αποφάσισε να του αφαιρέσει τη ζωή. Για να λυτρώσει τον ίδιο και, ίσως, και τον
εαυτό του…
Ένα πρόσωπο, η μητέρα του θύματος και σύζυγος του θύτη, βρέθηκε στην
τραγικότερη θέση που μπορεί να βιώσει άνθρωπος. Ο άνδρας της σκότωσε τον γιο
της. Η ίδια δεν αντιμετώπισε τον θάνατο, δεν αντιμετώπισε τη φυλακή. Ίσως,
όμως, να προτιμούσε είτε το ένα είτε το άλλο. Όσο φρικτά και αν είναι.
«Βιώνω μία κορυφαία τραγωδία. Ούτε οι αρχαίοι τραγωδοί δεν θα μπορούσαν να
γράψουν κάτι τέτοιο. Το πρώτο μέρος ήταν η ταφή του παιδιού μου. Το δεύτερο το
ζω σήμερα», έλεγε η κ. Ελευθερία Κοσμά, λίγα εικοσιτετράωρα μετά το έγκλημα,
έξω από το ανακριτικό γραφείο όπου είχε οδηγηθεί ο άνδρας της Απόστολος
Κοσμάς, προκειμένου να απολογηθεί για το έγκλημα.
«Και δεν ξέρω τι επακολουθεί», πρόσθετε, λες και διαισθανόταν αυτό που θα
συνέβαινε λίγους μήνες αργότερα. Στη φυλακή, όπου εξέτιε την 15ετή ποινή
κάθειρξης που του επεβλήθη, ο Απόστολος Κοσμάς δεν άντεξε το βάρος της πράξης
του. Η κακή κατάσταση της καρδιάς του επιδεινώθηκε και, μέσα στο κελί, άφησε
την τελευταία του πνοή.
«Θέλω να βάλετε τον εαυτό σας στη θέση μου ή τη μητέρα σας, για να καταλάβετε
τι περνάω…», έλεγε στους δημοσιογράφους που της ζητούσαν μια δήλωση η κ.
Κοσμά. Και η αλήθεια είναι πως όλοι δημοσιογράφοι, δικαστές, κοινή γνώμη
συνέπασχαν με τη γυναίκα αυτή. Τι να πρωτονιώσει; Πόνο, οίκτο, οργή; Σε ποια
συναισθήματα να δώσει προτεραιότητα; Στη θλίψη για τον τραγικό θάνατο του γιου
της; Στη φρίκη για το έγκλημα που τελέστηκε μέσα στο σπίτι της; Στην ανάγκη να
στηρίξει τον σύζυγό της; Στη λύτρωση από το καθημερινό μαρτύριο των απειλών
κατά της ζωής των δύο μικρότερων παιδιών της;
Η θέση της δεν είναι στο εδώλιο για να συγκεντρώσει πάνω της τα φώτα της
δημοσιότητας. Ούτε εκεί που βρίσκεται ο γιος της, ώστε να προκαλέσει τον οίκτο
μας. Η Ελευθερία Κοσμά, ωστόσο, είναι μάλλον το πιο τραγικό πρόσωπο της
ασυνήθιστης αυτής ιστορίας. Δεν έχει το δικαίωμα ούτε καν να αφεθεί στη θλίψη
της. Τα δύο μικρότερα παιδιά της σε αξιοθρήνητη θέση και αυτά την έχουν
ανάγκη. Από την πρώτη στιγμή στάθηκαν δίπλα της, αλλά και στο πλάι του πατέρα
τους, τον οποίο ποτέ δεν αντιμετώπισαν ως δολοφόνο. «Πραγματικά πονάω για τον
αδελφό μου, αλλά ήταν τέτοια η κατάσταση στο σπίτι και για τόσα πολλά χρόνια,
που καταλαβαίνω και τον πατέρα μου», έλεγε τότε ο Κώστας Κοσμάς, δεύτερος γιος
της οικογένειας.
Παίρνοντας τον δρόμο προς τη φυλακή ο Απόστολος Κοσμάς είχε εκφράσει μια
επιθυμία. «Θέλω, μέσα από τη φυλακή, να βοηθήσω τα παιδιά μου όσο μπορώ. Και
αφού το κάνω αυτό να με βάλουν σ’ έναν τάφο δίπλα στο παιδί μου, τον Βαγγέλη,
αγκαλιασμένοι για πάντα…». Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε. Ο ίδιος
λυτρώθηκε οριστικά. Αλλά η αρχική διαπίστωση της Ελευθερίας Κοσμά «τώρα πια η
οικογένειά μου καταστράφηκε» δεν μπορεί να ανακληθεί…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΟΒΗΣ
Η καταστροφή καραδοκούσε στο μικρό δυάρι
|
Γιάννης Κολόβης. Είναι θύτης ή θύμα; Η μητέρα του δίνει τις απαντήσεις
|
Το διαμέρισμα ήταν μικρό. Δυάρι, με μια κρεβατοκάμαρα, όπου καθόταν όλη η
οικογένεια να δει τηλεόραση. Το ζευγάρι και τα δύο αγόρια, 17 και 10 ετών.
Κάθε βράδυ τα ίδια. Μόνο που όλοι νόμιζαν ότι θα πέθαιναν από ανία. Κανείς δεν
είχε υποπτευθεί την καταστροφή που καραδοκούσε. Αν και θα έπρεπε.
Η καταστροφή πήρε τη μορφή εγκλήματος. Της δολοφονίας του πατέρα από τον γιο.
Ένα βράδυ που ο πατέρας προσπαθούσε να βιάσει όπως συνήθιζε τη μητέρα, την
ώρα που όλη η οικογένεια έβλεπε τηλεόραση.
«Κανείς να μη βρεθεί στη δική μου θέση ποτέ. Ούτε ο εχθρός μου», έλεγε λίγο
αργότερα η Ευανθία Κολόβη, μητέρα του δράστη και σύζυγος του θύματος.
Η δική της δειλία, η δική της υποχωρητικότητα στην κτηνώδη συμπεριφορά του
άνδρα της είχαν «οπλίσει» το χέρι του γιου της. Ενός παιδιού 17 ετών που δεν
άντεχε άλλο να τη βλέπει να υποφέρει, κάθε βράδυ, όταν ο πατέρας του
επιχειρούσε να εκτονώσει πάνω της τις σεξουαλικές ορέξεις του, αδιαφορώντας
για την παρουσία των δύο γιων του.
«Από τις 9 το βράδυ άρχισαν οι σεξουαλικές ενοχλήσεις. Ο 10χρονος γιος μας
ήταν δίπλα μας, στο κρεβάτι, όπου είχαμε ξαπλώσει για να δούμε τηλεόραση.
Έλεγε συνέχεια στον πατέρα του “μην πειράζεις τη μαμά”, “άσε τη μαμά, δεν
βλέπεις ότι πονάει;”. Αυτός όμως συνέχιζε. Ύστερα από καμιάν ώρα που ήρθε ο
Γιάννης, ο μεγάλος, εξακολουθούσε να με πειράζει, να με τσιμπάει στο στήθος
και στα πόδια. Του έδιωχνα το χέρι. Τελικά έφαγα μια γροθιά στο χέρι μου.
Πόνεσα, μου ήρθε ένας λυγμός. “Κλαις, καλά να πάθεις”, μου είπε εκείνος και
όρμησε πάνω μου, μου έκλεισε το στόμα και τη μύτη. Με έριξε στο κρεβάτι,
ακινητοποιώντας με, ενώ κατέβασε και το παντελόνι του. Τότε βγήκε ο Γιάννης
από το μπάνιο και τον είδε».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε ο Γιάννης Κολόβης την εικόνα αυτή. Και έχασε
τον έλεγχο του εαυτού του. Μ’ ένα τσεκούρι χτύπησε τον πατέρα του για να σώσει
τη μητέρα του… Και βρέθηκε στη φυλακή με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας
από πρόθεση!
Σ’ ένα μήνα ο 19χρονος πλέον νεαρός θα καθήσει στο εδώλιο του
Κακουργιοδικείου. Για μια πράξη που ο καθένας στη θέση του τουλάχιστον θα
σκεπτόταν να κάνει. Πίσω από την «πρώτη γραμμή», από τα φώτα που πέφτουν πάντα
στον πρωταγωνιστή, μια μάνα. Η μάνα του δράστη και, συγχρόνως, σύζυγος του
θύματος. Που είδε το παιδί της στη φυλακή, που έμεινε μόνη με δυο παιδιά,
χωρίς δουλειά και με την υποχρέωση αποπληρωμής δανείου.
«Η δειλία μου και η έμφυτη ντροπή μου δεν με άφησαν να πω τα προβλήματά μου σε
κάποιον ειδικό, να τα εκμυστηρευτώ σε κάποιον δικό μου. Είχα σκεφτεί πολλές
φορές να τον αφήσω, αλλά οι κοινωνικές συνθήκες με εμπόδιζαν να το κάνω.
Φοβόμουν και την εκδίκηση…». Η Ευανθία Κολόβη νιώθει τώρα ενοχές. «Ο γιος
μου δεν φταίει», φωνάζει και το εννοεί. Άλλωστε αυτό το εννοούμε όλοι. Τον
αριθμό των θυμάτων δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς.
Τα όρια που χωρίζουν τη θέση του θύματος από εκείνη του θύτη είναι
δυσδιάκριτα. Όχι μόνο μετά την τέλεση του εγκλήματος, αλλά και στο κρίσιμο
διάστημα που έχει προηγηθεί
«Μεταξύ των μελών των οικογενειών διαπράττονται διάφορα εγκλήματα. Πριν
από μερικά χρόνια χειρίστηκα στην προδικασία μια υπόθεση στην οποία
κατηγορούμενος ήταν ένας πατέρας για βιασμό και πρόκληση επικίνδυνων σωματικών
βλαβών εις βάρος ενός από τα ανήλικα παιδιά του. Επρόκειτο για μια φτωχή
οικογένεια, με πενιχρά εισοδήματα που με τα βίας τα έβγαζαν πέρα. Τα ανήλικα
παιδιά εργάζονταν σε βαριές για την ηλικία τους εργασίες. Το ίδιο και η
μητέρα. Ο πατέρας δούλευε περιστασιακά, αλλά ήταν αλκοολικός. Ένα απόγευμα που
ήταν μόνος του στο σπίτι με ένα από τα ανήλικα παιδιά, προέβη σ’ αυτή τη
φρικτή πράξη. Το παιδί βιάστηκε και άρχισε να αιμορραγεί. Ο πατέρας έπεσε για
ύπνο… Ευτυχώς μπήκε κάποια στιγμή στο σπίτι η μητέρα και το έσωσε,
μεταφέροντάς το στο νοσοκομείο. Στη διάρκεια της τακτικής ανάκρισης η μητέρα
και τα παιδιά τηρούσαν απόλυτα εχθρική στάση απέναντι στον κατηγορούμενο, που
είχε εν τω μεταξύ προφυλακιστεί. Ύστερα όμως η στάση τους άλλαξε ξαφνικά.
Εμφανίζονταν άπαντες στον ανακριτή, αλλά και σε μένα, για να ενισχύσουν το
περιεχόμενο αιτήσεων για άρση της προσωρινής κράτησης που υπέβαλε ο πατέρας.
Κάποια μέρα ήλθε η μητέρα μόνη της. Στάθηκε απέναντι μου και είπε δακρυσμένη:
“Καταλαβαίνω την απορία σας. Θέλω να ξέρετε όμως ότι εξακολουθώ να τον μισώ,
να τον απεχθάνομαι. Δεν έχασα την αξιοπρέπειά μου. Όμως η περιστασιακή
προσφορά της εργασίας του μας λείπει και μας δυσκόλεψε πολύ. Τώρα όχι μόνο
πεινάμε, αλλά χρωστάμε και το ενοίκιο… Θα μας πετάξουν έξω από το χαμόσπιτό
μας, θα βρεθούμε στον δρόμο!”. “Δεν φοβάστε μήπως επαναλάβει την πράξη του, αν
αφεθεί ελεύθερος;”, ρώτησα. Με κοίταξε σκεπτική. “Δεν θα ξανάρθω. Κάντε τη
δουλειά σας κατά την κρίση σας. Είμαι φτωχή, αλλά αξιοπρεπής και θα προσπαθήσω
να επιβιώσω. Τα παιδιά μου έχουν μια ολόκληρη ζωή μπροστά τους. Θέλω να ζουν
στο φτωχικό μας χωρίς φόβο, αφού πατρική στοργή δεν πρόκειται να γνωρίσουν
ποτέ”. Έφυγε και δεν μας επισκέφτηκε ξανά».