Τι θα λέγατε, αν ο πατέρας σας ή κατά κάποιον τρόπο ένας συγγενής σας,

στρατιωτικός γιατρός το επάγγελμα, με βαθμό ταξιάρχου, και με ειδικότητα

γαστρεντερολόγου, τα τελευταία είκοσι χρόνια, στον ελεύθερο χρόνο του,

ασχολιόταν με τη μετάφραση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας;

Και πώς θα νιώθατε εσείς, το παιδί του, η ανιψιά του, ο πεθερός του, η αδελφή

του, όταν οι δύο τόμοι, με το αρχαίο κείμενο και δίπλα τη μετάφραση, σε

δεκαεξασύλλαβο στίχο, ισομήκη του πρωτοτύπου, βρισκόταν στους πάγκους των

κεντρικών βιβλιοπωλείων;

Δεν θα νιώθατε περήφανοι; Δεν θα λέγατε ότι τα «όνειρα πήραν εκδίκηση»; Ότι το

πάθος ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες κι επιτέλους το έργο, με την ωραία και

πλούσια εικονογράφηση, (με έργα από την Αναγέννηση κυρίως), πραγματώθηκε;

Αυτή είναι η περίπτωση του στρατιωτικού γιατρού με βαθμό ταξιάρχου σήμερα και

ειδικότητα γαστρεντερολόγου κ. Θεόδωρου Χ. Τσοχαλή (Βέρση 23, 156 69 Αθήνα,

τηλ. 6510.622) που επιτέλεσε αυτόν τον άθλο.

­ Τι σας κίνησε, κύριε Τσοχαλή, στην ωραία αυτή περιπέτεια της μετάφρασης;

­ Η πίστη μου στη διαχρονικότητα της ελληνικής γλώσσας. Από μικρό παιδί άκουγα

τη μητέρα μου να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως «έθετε ήμαρ» (θα έρθει κάποτε η

μέρα) ­ μητέρα που σημειωτέον ήταν αγρότισσα ­ ή εμείς, μικρά παιδιά στη

Λάρισα, κοιτάζαμε τον Όλυμπο στοιχειωμένο από τους δώδεκα θεούς και λέγαμε

«τάνυσε το τόξο», καθώς παίζαμε, χρησιμοποιώντας αθέλητα καθαρόαιμες ομηρικές

λέξεις. Όσο για την Ιατρική, που αργότερα σπούδασα, εκεί σχεδόν όλη η ορολογία

της βρίσκεται αυτούσια στα ομηρικά έπη.

Και έτσι, με τα παιδικά αυτά βιώματα, ο Θεόδωρος Τσοχαλής, ώριμος άντρας πια

και επιτυχημένος στη δουλειά του, τολμά το ακατόρθωτο: να ενταχθεί στη σειρά

των μεταφραστών του Ομήρου στη νεοελληνική γλώσσα.

Οι Πάλλης και Πολυλάς χρησιμοποίησαν τον δεκαπεντασύλλαβο, λέει, καθώς τον

ρωτώ, κι απ’ του Εφταλιώτη λείπουν δυστυχώς, δεν πρόλαβε να τις ολοκληρώσει,

οι 4 τελευταίες ραψωδίες της Οδυσσειας. Στους Καζαντζάκη – Κακριδή απαντάται

κυρίως ο δεκαπεντασύλλαβος και ο δεκαεπτασύλλαβος. Ακόμα και του Θεόδωρου

Γαζή, την πεζή μετάφραση του 1811, έκδοση που έγινε στη Φλωρεντία,

συμβουλεύτηκα. Τα πάντα. Για να καταλήξω στον δεκαεξασύλλαβο με το τροχαϊκο

μέτρο (μακρύ-βραχύ-μακρύ-βραχύ).

Δέκα χρόνια τού πήρε η μετάφραση της Ιλιάδας, που κυκλοφόρησε το 1994, και

δέκα της Οδύσσειας, που μόλις κυκλοφόρησε. Έκδοση ιδιωτική, θα πρέπει να

στοίχισε όχι μία, αλλά τρεις τουλάχιστον περιουσίες.

Σε γκλασέ χαρτί, με 550 μεγάλες σελίδες ο κάθε τόμος, μια έκδοση πολυτελείας,

είναι ένα απόκτημα για κάθε οικογένεια.

Κι ας έρθουμε τώρα στο ζουμί. Γιατί θεωρούμε πως το έργο αυτό αξίζει; Γιατί

παντού, όπου μπορεί, κρατά την αρχαία ομηρική λέξη ή την ίδια ρίζα της… Κι

όπου αυτό δεν είναι εφικτό, η μετάφραση, ρέοντας ομαλά, χωρίς σύνθετες λέξεις,

παραμένει όσο γίνεται πιο κοντά στο πρωτότυπο.

Μερικά παραδείγματα από το τέλος: «χλωρόν δέος» = ωχρό δέος. «Άμφω φάεα καλά»

= τα δύο του ωραία μάτια. «Αγραλέσιο πόλεμον» = άγριο πόλεμο. Και τον

«αιγιόχαιο» (που κατέχει τις αίγες-κατσίκες) το αφήνει «αιγίοχος», αντίστοιχο

του «ηνίοχος» (που κρατά τα ηνία). «Αιετός υψιπετήεις» = σαν αϊτός υψηλοπετής.

Κλείνει η Οδύσσεια, όπως «σβήνει» μια ηρωική συμφωνία:

«Έτσι είπε η Παλλάδα, και τους έπιασε ωχρό δέος / κι όπως τρόμαξαν τους φύγαν

απ’ τα χέρια τους τα όπλα / και στη γη επέφταν όλα καθώς φώναξε η θεά τους /

και γυρίσαν προς την πόλη τη ζωή τους λαχταρώντας. / Κι άγρια φώναξε ο

Οδυσσέας ο πολύπαθος ο θείος, / κι ως μαζεύτηκε, ορμάει σαν αϊτός υψηλοπετής».

Θα μπορούσα να αναφέρω χιλιάδες παραδείγματα. (Όπως εκείνο το «εφταρνίσθη» του

Τηλέμαχου στη ραψωδία Ρ.) Ο λόγος που μ’ έκανε να ασχοληθώ σήμερα με τη

μετάφραση αυτή, είναι γιατί πιστεύω πως ο Όμηρος ξεπερνά κατά πολύ τον στενό

κύκλο των φιλολόγων που ασχολούνται μαζί του. Σήμα κατατεθέν της φυλής (για

οποιοδήποτε ξένο είμαστε Οδυσσείς, είτε του έρωτα, είτε του οικονομίας, είτε

της περιπέτειας) είναι σπουδαίο που άνθρωποι από άλλους χώρους έρχονται ν’

αποδείξουν με το έμπρακτο ενδιαφέρον τους και με το ταλέντο τους, αυτή την

αλήθεια.

«Τον πολύτροπο τον άνδρα πες μου, Μούσα, που περίσσια / επλανήθη, αφού της

Τροίας πόρθησε το άγιο κάστρο. / Κι είδε ανθρώπων πολλών πόλεις και εγνώρισε

το νου τους / κι έπαθε μες τα πελάγη πολλά βάσανα η ψυχή του».

Ένα μεγάλο εύγε αξίζει στο γιατρό Θεόδωρο Τσοχαλή.