Ο προβληματισμός αλλά και η σοβαρή επιστημονική έρευνα και συζήτηση για την
περιφερειακή ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι ουσιαστικά σε πρωτόγονη κατάσταση.
Εκεί όμως που έλειψε ένας πολιτικός και επιστημονικός προβληματισμός ήταν ο
ρόλος που μπορούσαν να έχουν οι ελληνικές περιφέρειες στο ευρύτερο Μεσογειακό
και Βαλκανικό πλαίσιο. Ο βαθμός ενσωμάτωσης των οικονομιών τους με περιφέρειες
όμορων χωρών και της διεθνοποίησης της οικονομίας τους. Όσον αφορά την
Πελοπόννησο το πραγματικό πρόβλημα ήταν και είναι να διαμορφώσουμε ένα νέο
ρόλο της Πελοποννήσου στη Μεσόγειο και στο διεθνή χώρο. Η Πελοπόννησος όμως
μέχρι σήμερα κοιτά στην Αθήνα. Δεν κοιτά προς τη Μεσόγειο, την Κυρηναϊκή, τη
Νότια Ιταλία, την Ευρώπη. Η κοινωνική, οικονομική της εξέλιξη και ρύθμιση,
όπως πολλών άλλων ελληνικών περιφερειών, καθορίστηκε και καθορίζεται από ένα
αναχρονιστικό σύστημα σχέσεων πελατείας και πατρωνίας. Έτσι εγκατέλειψε μια
δική της ενδογενή δυναμική και αδρανοποίησε τους πλούσιους δικούς της πόρους.
Αυτός όμως ο κύκλος έκλεισε. Οδήγησε την Πελοπόννησο μαζί με την Ήπειρο στην
τελευταία θέση όσον αφορά την ανύπαρκτη τάση ενσωμάτωσης των ελληνικών
περιφερειών με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό βέβαια οι υπεύθυνοι κυβερνώντες δεν
το ομολογούν.
Μια ακόμη στενότητα αντιλήψεων και οριζόντων ήταν αυτή που θεώρησε τη θάλασσα
σύνορο ανάμεσα στους λαούς και στις οικονομίες τους. Έτσι αυτή θεωρήθηκε χώρος
αντιπαράθεσης. Οι νησιώτικες περιφέρειες όπως η Κρήτη και η Πελοπόννησος
θεωρήθηκαν «άκρα», όπως αυτές του βορρά «παραμεθόριες». Η θάλασσα όμως είναι
γέφυρα επικοινωνίας, οικονομικής ενσωμάτωσης και ειρηνικής συνεργασίας. Οι
περιφέρειες δεν είναι άκρα αλλά κέντρα μιας ευρύτερης περιοχής. Το παράλογο με
την περίπτωση της Πελοποννήσου είναι ότι η θάλασσα θεωρήθηκε σύνορο ανάμεσα σ’
αυτήν και την Κρήτη. Ακόμη και τη Ρούμελη στη ζώνη του Κορινθιακού όπου δεν
υπάρχει ένα κοινό διαπεριφερειακό αναπτυξιακό σχέδιο. Η διαπεριφερειακή
ενσωμάτωση και συνεργασία, η εσωτερική ενσωμάτωση δηλαδή της χώρας στην αρχή
της νέας χιλιετίας είναι στον κατάλογο αυτών που πρέπει να γίνουν στο νέο
αιώνα· στην υπόλοιπη Ευρώπη έγιναν μισό αιώνα πριν.
Ως χώρα ζήσαμε και ζούμε με εξωτερικά αλλά και εσωτερικά σύνορα και τείχη
ανάμεσα στις περιφέρειες και τις πόλεις μας. Οι επίσημοι της πολιτικής
φλυαρούν για τη διεθνοποίηση των αγορών όταν αυτά τα εσωτερικά τείχη δεν είναι
τίποτε άλλο παρά «τελωνειακοί δασμοί» ανάμεσα στις πόλεις όπως στον Μεσαίωνα.
Η διαπεριφερειακή κινητικότητα της χώρας είναι η χαμηλότερη στην Ευρώπη.
Επιβλήθηκε ένα κάθετο ιεραρχικό, ακτινικό, αθηνοκεντρικό σύστημα επικοινωνίας
αντί ενός οριζοντίου δικτύου. Η δημιουργία ενός νέου πολιτικού κινήματος το
οποίο οικοδομούμε έρχεται να εκφράσει αυτή την ιστορική απαίτηση της ένωσης
των περιφερειών.
Μια νέα οπτική προδιαγράφει στρατηγικούς ρόλους για την περιφέρεια της
Πελοποννήσου στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, της Κυρηναϊκής, τη Λιβύη, τη
Νότια Ιταλία και επιβάλλει νέους σχεδιασμούς στις υποδομές. Έτσι οι επενδύσεις
σε υποδομές στην Πελοπόννησο, που δεν έχει καν ένα διεθνές αεροδρόμιο, δεν θα
περιορίζονται στα πλαίσια μιας περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής αλλά στην
προοπτική του κεντρικού ρόλου της Πελοποννήσου στο Μεσογειακό της περίγυρο.
Στη σχέση της Πελοποννήσου με τη νότια όχθη της Μεσογείου και τη θέση της στον
κάθετο άξονα Αδριατική – Ιόνιο – Κρήτη – Κυρηναϊκή αναφερθήκαμε χρόνια πριν. Η
αναφορά μάλιστα αυτή περιλαμβάνεται στον παρόντα τόμο.
Για τον οριζόντιο άξονα η στενότητα των αντιλήψεων και των δομών εξουσίας δεν
μπορούν σήμερα πλέον να αντισταθούν στην επαναφορά της σημασίας και της
σπουδαιότητας ενός ενιαίου γεωοικονομικά, γεωπολιτισμικά και εθνολογικά ακόμη
μια περίοδο χώρου, αυτόν του Ιονίου Πελάγους. Ίσως ο ανιστόρητος αυτός
διαχωρισμός, η απουσία επικοινωνίας, να καθόρισε τις συνθήκες υπανάπτυξης τόσο
στη Δυτική όσο και στην Ανατολική του όχθη. Υπάρχουν όμως μηνύματα ελπίδας.
Μετά από δύσκολες και επώδυνες διαδρομές οι σημερινές ευρωπαϊκές στατιστικές
μιλούν για μια σημαντική ανάκαμψη και νέα πορεία του ιταλικού Μετζοτζιόρνο.
Κάτι που δυστυχώς δεν προκύπτει για τις ελληνικές περιφέρειες του Ιονίου, παρ’
όλη την αντίθετη προπαγάνδα. Αυτή όμως η τάση της παρακμής γι’ αυτές πρέπει να
ανατραπεί.
Τόσο οι ιταλικές περιφέρειες του Ιονίου όσο και οι ελληνικές, οι ζωντανές
δυνάμεις, αναζητούν συνομιλητές και συνεργάτες στη Μεσόγειο για να βαδίσουν
και να αναπτυχθούν μαζί. Να αφήσουν την εποχή της στασιμότητας, του
κλεισίματος και της αναμονής των εντολών από τη Ρώμη και την Αθήνα. Ο νέος
αιώνας απαιτεί νέες αφετηρίες. Η επαναλειτουργία του Ιόνιου συστήματος μπορεί
να αρχίσει με τη διοργάνωση μιας Ιόνιας συνδιάσκεψης στα πλαίσια μιας
ευρωπαϊκής διασυνοριακής συνεργασίας των περιφερειών της Σικελίας, της
Καλαβρίας, των Βασιλικάτων, της Απουλίας, της Κρήτης, της Πελοποννήσου, της
Ρούμελης, της Ηπείρου, των Ιονίων. Οι δύο εθνικές κυβερνήσεις, η ιταλική και η
ελληνική, με πρωταγωνιστές τις περιφερειακές αντιπροσωπεύσεις αυτοκυβέρνησης
πρέπει να δουν τους σύντομους χρόνους και τους τόπους διοργάνωσης αυτής της
ιστορικής συνδιάσκεψης. Αυτή η πλούσια σε παράδοση φιλοξενίας περιοχή έχει
πολλά μέρη να την υποδεχθεί: το Reggio Calabria, το Taranto, την Κέρκυρα, την
Πάτρα. Η διοργάνωσή της είναι έκφραση ευθύνης απέναντι στους λαούς αλλά και
σεβασμού προς τον πολιτισμό και την ιστορία της.
Το Ιόνιο αποτελεί το κέντρο της Μεσογείου Θαλάσσης και όπως είναι γνωστό το
κέντρο, ακόμη και στα μαθηματικά, δεν μπορεί να είναι διασπασμένο· πόσο μάλλον
στις πλούσιες και δυναμικές διαστάσεις που αφορούν αυτή την ιστορική περιοχή.
Η ενοποίηση αυτού του χώρου μπορεί να σφραγίσει μια νέα εξέλιξη στη Μεσόγειο
τον νέο αιώνα. Να δημιουργήσει ένα πόλο ευρωπαϊκής πολιτικής στη λεκάνη της
Μεσογείου, επανακαθορίζοντας τα κέντρα βάρους και τις ισορροπίες του
ευρωπαϊκού συστήματος.
Δυστυχώς, λόγω του ότι στη χώρα μας περισσεύει η υποκρισία, λόγω του ότι, για
να το εκφράσουμε διαφορετικά, ψευτοευρωπαϊστές και ψευτοεκσυγχρονιστές έχουμε
αλλά εκσυγχρονισμό δεν έχουμε, οι ελληνικές περιφέρειες καλούνται να
συμμετάσχουν σ’ αυτές τις ιστορικές διαδικασίες χωρίς πόδια, αλλά και χωρίς
δικό τους κεφάλι, χωρίς μια δική τους αυτόνομη οντότητα. Με την πατρωνία μιας
ανίκανης επιπλέον αθηναϊκής νομενκλατούρας. Αυτό όμως το ιστορικό εθνικό
παράδοξο θα πρέπει να λυθεί σύντομα.
Το άνοιγμα της περιφέρειας της Πελοποννήσου στο Μεσογειακό της περίγυρο θα
επιτρέψει τη συνάντηση της οικονομίας της με αυτές των άλλων περιφερειών, την
ανάπτυξη δικτύων που θα επιτρέψουν την ολοκλήρωση τοπικών πόρων, την πρόσβαση
σε νέες σημαντικές πληροφορίες και την ανταλλαγή εμπειριών. Είναι ο δρόμος των
λαών και των οικονομιών τους για την παγκοσμιοποίηση από τα κάτω. Όταν μένουν
κενά ανάμεσά τους, έρχεται να τα καλύψει η άγρια, βίαιη, κιτς αισθητικά
παγκοσμιοποίηση από τα πάνω, που αποδιαρθρώνει και περιθωριοποιεί τους λαούς
και τους πολιτισμούς τους.
Το άνοιγμα προς τη Νότια όχθη της Μεσογείου και τη Δυτική όχθη του Ιονίου αν
συνδυασθεί με πολεοδομικού τύπου παρεμβάσεις ποιότητας στο Νότο στην Καλαμάτα
και στο Γύθειο και Βορειοδυτικά, στην Πάτρα μπορεί να προκαλέσει την έλξη
δραστηριοτήτων διεύθυνσης και διοίκησης εθνικών μεσογειακών και διεθνών
δραστηριοτήτων και επιχειρήσεων. Τελικά η Πελοπόννησος αξίζει και μπορεί να
δώσει πολύ περισσότερα πράγματα από ένα weekend και επαναλαμβανόμενες, όπως οι
παλιές ταινίες, περιοδείες και λόγους των επισήμων της πολιτικής μας από
χωρίου εις χωρίον. Επιτέλους είμαστε στο 2000.
* Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα της ομιλίας του Μ. Χαραλαμπίδη στην Τρίπολη,
8-12-99, και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Το Σχέδιό μας για την Ελλάδα
Ελάτε στην Πολιτική», που θα κυκλοφορήσει τις προσεχείς ημέρες.