|
|
Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που
φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»
Ο Ιωάννης Συκουτρής πέρασε σαν αστροβολίδα από τη φιλολογική επιστήμη και την
ακαδημαϊκή έδρα και χάθηκε. Η απώλεια ήταν τεράστια, τόσο για τα ελληνικά
γράμματα όσο και για την πανεπιστημιακή διδασκαλία, όταν στις 21 Σεπτεμβρίου
του 1937 ανέβηκε στον Ακροκόρινθο να προετοιμαστεί, και την ίδια μέρα έδωσε
τέλος στη ζωή του.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη από γονείς με χιώτικη καταγωγή, βιοπαλαιστές, κι αν
μπόρεσε να μορφωθεί και να σπουδάσει, ήταν γιατί εξαρχής, κιόλας στο Δημοτικό,
οι επιδόσεις του ήταν τόσο εξαιρετικές, ώστε να μην μπορεί κανείς να τις
παραβλέψει. Τον στήριξαν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και η Ευαγγελική Σχολή,
που τον δέχτηκε υπότροφο για όλα τα μαθητικά του χρόνια. Αποφοίτησε το 1918,
αλλά το «άριστα» του πτυχίου του δεν καλύπτει ούτε τις ατέλειωτες ώρες που
πέρασε ξεκοκαλίζοντας την πλούσια βιβλιοθήκη της Σχολής, ούτε τη ρητορική του
δεινότητα, ούτε την ικανότητά του να συγγράφει στα αρχαία ελληνικά, ούτε τη
συνεργασία του στο περιοδικό Αμάλθεια, όπου μαθητής ακόμα δημοσίευε
φιλολογικές μελέτες με το ψευδώνυμο Αντιφών.
Τελειόφοιτος ίδρυσε το φιλολογικό σύλλογο Επιστημονική Σμυρναίων
Σύμβασις και ένα χρόνο αργότερα (1918/19), υπηρετώντας δάσκαλος στο
τουρκόφωνο χωριό Γκιαούρκιοϊ της Μαγνησίας, οργάνωσε τον Εθνικόν
Όμιλον, που τα μέλη του ορκίστηκαν να μη μιλούν παρά μόνο Ελληνικά.
|
|
Η τάση του να ιδρύει άτυπους «συνδέσμους» επαληθεύτηκε και στη Φιλοσοφική
Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε από το 1919 ως το 1922. Γρήγορα
συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα από Σμυρνιούς, αλλά όχι μόνο Σμυρνιούς,
φιλολόγους, αλλά όχι μόνο φιλολόγους συμφοιτητές, και τους έπεισε να πάρουν
καθένας τους ένα αρχαιοελληνικό όνομα: Πύθων ήταν ο Κ.Θ. Δημαράς,
Ευφορίων ο Β. Τατάκης, Ιοφών ο Α. Καλογεράς, Μάγνης ο Ι.
Τσικνόπουλος κ.λπ. Αυτή η ομάδα, που αυτονομάστηκε Αθάνατη παρέα,
συνήθιζε να κάνει μακρινές πεζοπορικές εξορμήσεις στους αρχαιολογικούς τόπους,
που τότε ήταν οι περισσότεροι άγνωστοι και δεν τους επισκέπτονταν παρά
«εγγλέζοι» περιηγητές. Στην τοπογραφική, αρχαιολογική και γενικότερα
αρχαιογνωστική ενημέρωση ο Συκουτρής πρωταγωνιστούσε, όπως αναμφισβήτητα
πρωταγωνιστούσε και στις πολλές σοβαρές συζητήσεις της παρέας. Δεν ήταν μόνο
οι απέραντες γνώσεις του, αλλά και η ευστροφία και η επιχειρηματολογική του
δεινότητα που τον καθιστούσαν ακαταμάχητο, διαλεκτικά αντάξιο του σοφιστή
Αντιφώντα του Ραμνούσιου, που ο Συκουτρής συνέχιζε να χρησιμοποιεί το όνομά
του και βέβαια η «παρέα» δεν παράλειψε στις εξορμήσεις της να επισκεφτεί (με
τα πόδια!) τον Ραμνούντα.
Μεσολαβεί η Καταστροφή, κι ο Συκουτρής, όσο κι αν ήθελε να συνεχίσει ανώτερες
σπουδές, έπρεπε μετά το θάνατο του πατέρα του να συντηρήσει την οικογένειά
του. Διορίστηκε στην Κύπρο, στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας, όπου
υπηρέτησε ως το 1924. Απίστευτο το τι κατόρθωσε μέσα σε είκοσι μήνες.
Παράλληλα με τη διδασκαλία, που τον απασχολούσε τριάντα μία ώρες την εβδομάδα
και που η επιτυχία της του χάρισε την εκτίμηση και τη φιλία του Μητροπολίτη
Κιτίου Νικόδημου, ο νεοδιόριστος φιλόλογος ιδρύει (τι άλλο;) ένα Όμιλο
νέων στη Λάρνακα, δίνει διαλέξεις, συμμετέχει ενεργά στην ιδρυτική κίνηση
του Συνδέσμου Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως, εκδίδει την
Επιστημονική Επετηρίδα των καθηγητών κι ένα περιοδικό δικό του, τα
Κυπριακά Χρονικά, όπου δημοσιεύει πλήθος λαογραφικές, αρχαιολογικές,
παλαιογραφικές, ιστορικές κ.λπ. μελέτες σε κυπριακά θέματα. Το υλικό τους το
συγκεντρώνει πεζοπορώντας εβδομάδες ολόκληρες στα χωριά και τις πολιτείες του
νησιού.
Ο στόχος του, όσο ήταν στην Κύπρο, έχει διατυπωθεί από τον ίδιο:
σκέπτομαι, ή μάλλον ελπίζω να μη μείνω και άλλον χρόνον, αλλ’
ακριβώς δι’ αυτό θέλω ν’ αφήσω καλήν ανάμνησιν και προσέτι, το
σπουδαιότερον, ακριβώς δι’ αυτό δεν θέλω να φειδωλευθώ τας δυνάμεις μου
εις το να δώσω μίαν ώθησιν εις την Σχολήν και τον τόπο. (…) Πρέπει να δώσω
από τα Κυπριακά Χρονικά κατεύθυνσιν εις τους εδώ λογίους, να
εξακολουθήσουν ό,τι προσεπάθησα να αρχίσω (…). Η εργασία μου εδώ και
η προσπάθειά μου είναι μάλλον να δημιουργήσω επιστημονικήν ζωήν παρά να
εργασθώ επιστημονικώς, και πιστεύω πως κάτι κατόρθωσα. Αν θα
εξακολουθήσει, άλλος λόγος. Είναι μια αρχή, και είναι η
πρώτη απόπειρα.
|
Φοιτητές με τον καθηγητή της Γλωσσολογίας Γ.Ν. Χατζιδάκι (1921). Δεξιά ο Ι. Συκουτρής, αριστερά ο Ι. Κακριδής
|
Το 1924 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου διορίζεται Βοηθός στο Φιλοσοφικό
Σπουδαστήριο. Το 1925 παντρεύεται τη Χαρά Πετυχάκη (που δικαίωνε και τα δυο
της ονόματα) και ξεκινά, με πανεπιστημιακή υποτροφία, να συνεχίσει τις σπουδές
του στη Γερμανία. Αρχικά φοίτησε στη Λειψία, αργότερα στο Βερολίνο, όπου
μαθήτεψε στους δυο μεγαλύτερους γερμανούς φιλολόγους του αιώνα, τον U. v.
Wilamowitz-Moellendorff και τον W. Jaeger. Η μαθητεία του εξελίσσεται γρήγορα
σε επιστημονικό θρίαμβο. Οι εργασίες του για το Δημοσθένη, το Σπεύσιππο, τους
Σωκρατικούς, την αρχαία ελληνική και βυζαντινή Επιστολογραφία κ.λπ.
εντυπωσιάζουν με την πρωτοτυπία και την ευστοχία τους. Οι σοφοί της Δύσης
συναγωνίζονται σε επαίνους για τον νεαρό έλληνα φιλόλογο, που τους βάζει τα
γυαλιά, και τα πιο έγκριτα περιοδικά προσφέρουν τις σελίδες τους για να
δημοσιευτούν άρθρα και κριτικές του. Ξεχωριστή τιμή: ο διάσημος εκδοτικός
οίκος Teubner του εμπιστεύεται να συνεχίσει την έκδοση του Δημοσθένη, που είχε
διακοπεί με το θάνατο του Fuhr. Όταν το 1930, μετά την επιστροφή του, η
Φιλοσοφική Σχολή τον ψηφίζει ομόφωνα Υφηγητή, ο μόλις τριαντάχρονος Συκουτρής
έχει ήδη να επιδείξει μιαν επιστημονική προσφορά, που άλλοι θα ήταν περήφανοι
να την παρουσιάσουν ως έργο ζωής και συνεχίζει.
Συμμετέχει ολόψυχα στην ακαδημαϊκή και πνευματική ζωή της Αθήνας. Οι
πανεπιστημιακές αίθουσες πλημμυρίζουν όταν διδάσκει από φοιτητές, που στο
πρόσωπό του βρήκαν τον αληθινό δάσκαλο. Με τα λόγια του Π. Κανελλόπουλου, «ο
Συκουτρής αγάπησε αληθινά και με μια βαθιά ιστορική ευθύνη τη γενιά που
τάχθηκε να διαπαιδαγωγήσει, δηλαδή τους νέους της εποχής του, αλλά και τη
νεότητα ως μορφή ζωής πέρ’ από κάθε παροδικό σταθμό του χρόνου, αγάπησε βαθιά
το έργο του, αγάπησε τη μοίρα της γης του και την πορεία του έθνους του».
Αμέσως σχηματίζεται γύρω του ένας Κύκλος από αφοσιωμένους μαθητές. Στις
διαλέξεις του, αληθινές μυσταγωγίες, δεν περιορίζεται στην Αρχαιότητα, αλλά
προχωρεί να ερμηνέψει, πάντα με τη διεισδυτικότητα, την ευαισθησία και την
εκφραστική άνεση που τον διακρίνουν, αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας
και νεοέλληνες ποιητές. Η δράση του συνταιριάζει απόλυτα με τον προβληματισμό
και τα πορίσματα της εναρκτήριας ομιλίας του, που είχε τον τίτλο Φιλολογία
και ζωή (1931). Πόσον είναι εύμορφον να την ζη κανείς και να μελετά
ταυτοχρόνως την ζωήν είχε γράψει ήδη το 1924.
|
Ο Ιω. Συκουτρής με φίλους στην Κύπρο (1923-24). Νεοκλής Κυριαζής, πρώτος δεξιά, Δ. Τσέπης, Παν. Κυδωνόπουλος
|
Την ίδια εποχή, σε ιδιωτικό του γράμμα, είχε ξεκαθαρίσει και τις απόψεις του
στο γλωσσικό. Με αφορμή μιαν έμμεση επαφή του με τον Εκπαιδευτικό όμιλο,
γράφει:… τώρα, αν είναι οπισθοδρομικότης το να είναι κανείς
καθαρευουσιάνος ή όχι, άλλο ζήτημα, που δεν ημπορώ να σου
αποδείξω. Άλλωστε την καθαρεύουσαν δεν χρησιμοποιώ παρά μόνον εις την
επιστήμην, και δεν θέλω να έχω την ψευδή παράστασιν ότι είμαι
νεωτεριστής, κόπτων τα -ν και τα αρχικά φωνήεντα «για να με
καταλαβαίνει ο λαός». Καθαρευουσιάνος ή όχι, ο Συκουτρής ήταν βαθύτατα
προοδευτικός, φανατικός βενιζελικός, και είχε κιόλας το 1923 στην Κύπρο
φροντίσει να ενημερωθεί για το σοσιαλιστικό κίνημα, που αναπτυσσόταν.
Παραγγέλλει να του στείλουν από την Αθήνα πλήθος φιλολογικά βιβλία, αλλά και
το Κεφάλαιο του Μαρξ, το Σοσιαλισμός του Richard, το Η γυνή
και ο κοινωνισμός του Bebel και άλλα ανάλογα:… εμπρός να σε
ιδώ να μου στείλεις ολόκληρον βιβλιοθήκην σοσιαλιστού.
Παράλληλα με τη διδακτική και κοινωνική του δράση, ακούραστος ο Υφηγητής
Συκουτρής οργανώνει την Ελληνική Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών, όπου
με υποδειγματικό τρόπο εκδίδει το πλατωνικό Συμπόσιο (1934) και
προετοιμάζει την έκδοση της αριστοτελικής Ποιητικής, που τελικά
δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του (1937). Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις Teubner μια σειρά από έργα του Δημοσθένη, όσα είχε προλάβει να
επεξεργαστεί.
Τόσο πλούσια και αξιοζήλευτη επιστημονική παραγωγή, τόση επιτυχία στις
ακαδημαϊκές παραδόσεις, τόση ακτινοβολία στην πνευματική ζωή της Αθήνας, τόσο
φως… δεν μπορούσαν παρά να προκαλέσουν το φθόνο. Φοβισμένοι οι αντιδραστικοί
πανεπιστημιακοί κύκλοι, πως θα χάσουν οριστικά το παιχνίδι, θορυβημένοι οι
ανάξιοι και οι υποκριτές, πανικόβλητα τα σκοταδιστικά κυκλώματα ενώθηκαν σε
μέτωπο και εξαπόλυσαν την επίθεσή τους. Με αφορμή κάποιες προχωρημένες σκέψεις
του Συκουτρή, καταχωρημένες στα προλεγόμενα και τα σχόλια του
Συμποσίου, ακόνισαν τη γλώσσα και τις πένες τους, κίνησαν τον κίτρινο
τύπο, επιστράτεψαν ακόμα και το πεζοδρόμιο, για να δυσφημίσουν ό,τι καλύτερο
είχε τα χρόνια εκείνα να επιδείξει η ελληνική διανόηση, τον φιλόλογο που
υποσχόταν να φανεί αντάξιος του Αδαμάντιου Κοραή. Δεν αξίζει ούτε τα ονόματα
ούτε τα «επιχειρήματά» τους να μνημονέψουμε η φύση τους, τα κίνητρα και η
μέθοδός τους είναι γνωστά, και δεν ήταν τότε η μόνη φορά που επιδίωξαν και
κατάφεραν να σκοτώσουν μιαν ελληνική ελπίδα.
|
Παράλληλα με τη διδακτική και κοινωνική του δράση, ακούραστος ο υφηγητής Συκουτρής οργανώνει την Ελληνική Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών, όπου με υποδειγματικό τρόπο εκδίδει το πλατωνικό Συμπόσιο (1934) και προετοιμάζει την έκδοση της αριστοτελικής Ποιητικής, που τελικά δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του (1937)
|
Πληγωμένος βαθιά, και μην μπορώντας να καταλάβει πώς και γιατί ο αγώνας του
για το Καλό ξεσήκωσε γύρω του τόσο μεγάλη κι άδικη κατακραυγή, πώς η αγάπη του
προκάλεσε το μίσος, ο Συκουτρής προτίμησε να πεθάνει. Παραθέτουμε τους στίχους
του Άγγελου Σικελιανού, που δίνουν φωνή σ’ εκείνους που ορφάνεψαν με τον
θάνατό του, που ένιωσαν το μέγεθος της απώλειας, και τον θρήνησαν.
Στο μυστικόν ανήφορο, τον ύστερο που επήρες,
ψηλά στον Ακροκόρινθο, να ξάστραψαν μπροστά Σου,
ως την κορφή της Άσκησης, σα νάταν μια, οι τρεις
Μοίρες;
Α, πώς εχτύπαε δυνατά, την ώρ’ αυτή, η καρδιά Σου!
Κάτου στον κάμπο, ταπεινές φωνές, πικρές και στείρες,
στη χλαλοή τους έσμιγαν, ανόσια, τ’ όνομά Σου.
Απάνω εκεί, σα ν’ άνοιγαν οι αιώνιες του Πηγάσου
φτερούγες, του άνεμου γλυκά πώς έπαιζαν οι λύρες!
Κι α, πώς θα νάταν δυνατό, σα γύριζες και πάλι
στον όχλο, για την άνιση που Σε καρτέραε πάλη,
όλο Σου το αίμα μονομιά ξοπίσω να μη φύγει,
με την ιερή που σ’ τόθρεψε πλατωνική μανία,
βαθιά, προς την απόκρυφη του Ηράκλειτου Αρμονία
που, απάνω κι απ’ το θάνατο, την αφουκρώνται οι Λίγοι;
*Ο Φάνης Κακριδής είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων