Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Τον Μάρτιο του 1967, λίγο προτού καταλυθεί η έννομη τάξη από την απριλιανή

χούντα, η Κλασική Αρχαιολογία του 20ού αιώνα έχανε έναν κορυφαίο της εκπρόσωπο

και η ελληνική επιστήμη τον πνευματικότερο εκφραστή της. Ο Χρήστος Καρούζος

είχε ήδη στιγματιστεί με τις δραματικές εμπειρίες της Μικρασιατικής

Καταστροφής και το αντιπνευματικό κλίμα της δικτατορίας του Μεταξά, τις

επιπτώσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής, τα καταθλιπτικά αδιέξοδα

της εμφύλιας σύρραξης και της δύσκολης μετεμφυλιακής περιόδου. Είχε ήδη

αγωνιστεί κατασπαταλώντας τις δυνάμεις του για την παιδεία, την κοινωνική

πρόοδο, την επιστημονική προκοπή και την εμπνευσμένη υπηρέτηση του τόπου του

ως ένθερμος οραματιστής, μαχόμενος δημοτικιστής, ακούραστος ερευνητής και

υποδειγματικός δημόσιος λειτουργός. Έτσι θα έλεγε κανείς ότι ο πρόωρος θάνατος

μπορεί να τον προστάτευσε από μία επιπλέον επώδυνη ψυχική δοκιμασία. Εμάς,

όμως, μας στέρησε από ένα ενθαρρυντικό παράδειγμα ήθους και φρονήματος, καθώς

και από την αίσθηση της ασφάλειας που παρέχει η φιλικά κριτική αντιμετώπιση

του άλλου, η αληθινή έγνοια.

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο της Αρχαιολογικής Εταιρείας

Τα βιογραφικά στοιχεία του Καρούζου καταγράφουν τη γέννησή του στην Άμφισσα το

1900 και την εκεί ολοκλήρωση της γυμνασιακής του εκπαίδευσης, τη φοίτησή του

στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (1916-1921) και την επίδραση που άσκησε στη

διαμόρφωση της προσωπικότητάς του η φωτισμένη καθοδήγηση του Χρήστου Τσούντα

(1919-1964), τη συνέχιση των σπουδών του στα Πανεπιστήμια του Μονάχου και του

Βερολίνου (1928-1930), όπου παρακολούθησε τα μαθήματα των μεγάλων ιστορικών

της τέχνης W. Pinder και G. Rodenwaldt, τη θητεία του στην Ελληνική

Αρχαιολογική Υπηρεσία με επιστέγασμα το τιτάνιο έργο της μεταπολεμικής

ανασύστασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (1949-1966) και την εκλογή του

στην Ακαδημία Αθηνών (1955-1967). Δύσκολα θα μπορούσαν, ωστόσο, να

καταμετρήσουν τα χρόνια της εξουθενωτικής μελέτης και την ένταση της

αποκλειστικής του αφοσίωσης στο ιδανικό της έρευνας, τους τόμους των βιβλίων

και τους τόνους των χαρτιών που είχε καταναλώσει, τις ώρες της πιεστικής

επιμονής στην κυριολεκτική αλλά και ευφάνταστη διατύπωση του ελληνικού λόγου,

τις στενάχωρες ημέρες των παρεμβάσεων της Ασφάλειας, των επιθέσεων του

πνευματικού κατεστημένου και της κακοβουλίας του συντηρητικού Τύπου.

Ακόμα δυσκολότερα θα μπορούσε σήμερα να εκτιμηθεί το εύρος των ενδιαφερόντων

του και η εμβάθυνσή του σε περισσότερους αλληλοεξαρτώμενους γνωστικούς τομείς.

Σε μια εποχή που ανακάλυπτε τη σημασία της απόλυτης εξειδίκευσης, ο Χρήστος

Καρούζος εξακολουθούσε να υποστηρίζει το αίτημα μιας καθολικής παιδείας, ως

προϋπόθεση για την πολυδιάστατη θεώρηση του αντικειμένου και ως εγγύηση για τη

διαύγεια της εποπτείας του. Τη συνεχή δηλαδή άσκηση της νόησης και της

ευαισθησίας πάνω σ’ ένα συνεχώς διευρυνόμενο ερευνητικό πεδίο, παράλληλα με

την όξυνση της όρασης στους ανοιχτούς ορίζοντες της παρατήρησης και τη

δοκιμασία της κριτικής εμβέλειας ως τα τρίσβαθα της δημιουργικής ανάγκης του

ανθρώπου. Αντιπαραθέτοντας στις πραγματιστικές τάσεις της νεώτερης έρευνας τη

δροσιά του φιλοσοφικού στοχασμού, στο νεοθετικιστικό της πνεύμα τον αντίλογο

της ποιητικής διάστασης, στις μονοδιάστατες θεωρήσεις της τρέχουσας

επιστημονικής πρακτικής μια εσωτερική διάθεση αναγωγής από το ειδικό στο

γενικό και από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο.

Ο γιγάντιος αρχαϊκός «Κούρος του Σουνίου» τη στιγμή της απόκρυψής του κάτω

από το δάπεδο της αίθουσας του μουσείου

Κατά τον Καρούζο η αρχαία ελληνική τέχνη και η ιστορία της δεν θα ήταν ποτέ

δυνατόν να κατανοηθεί χωρίς τη γνώση της νεώτερης τέχνης και τη δική της

ιστορία, χωρίς την ιστορία της ιστορίας και την ιστορία του πολιτισμού, την

ελληνική και την ξένη, την αρχαία και τη νεώτερη. Τα διδάγματα που είχε

αντλήσει από την εξοικείωσή του τόσο με την ευρωπαϊκή, όσο και με την

νεοελληνική πνευματική παραγωγή, είναι άλλωστε ορατά στη στέρεη άρθρωση και

στα φωτεινά πετάγματα των κειμένων του. Στη διαμόρφωση της πνευματικής του

ιδιοσυγκρασίας ξεχωριστή επίδραση άσκησε ο Διονύσιος Σολωμός. Όπως σημειώνει

μάλιστα ο Λίνος Πολίτης, αφιερώνοντάς του τον δεύτερο τόμο των Αυτογράφων του

ποιητή, ήταν «εκείνος που πρώτος συνέλαβε την ιδέα της πανομοιότυπης έκδοσης

και που με το ενδιαφέρον του πνευματικού ανθρώπου παρακολούθησε πάντα από

κοντά όλα τα στάδια της πραγματοποίησης» του μνημειακού αυτού έργου.

Λιγότερο γνωστή παραμένει η συμβολή του Χρήστου Καρούζου στις μαρξιστικές

σπουδές, κυρίως γιατί τα γραπτά του ­ όσα και όποτε διαβάστηκαν σοβαρά ­

αντιμετωπίστηκαν με την επίπεδη λογική του ψυχρού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος

και όχι από τη σκοπιά της μεθόδου που χρησιμοποιεί, για να προσεγγίζει τα

εξεταζόμενα θέματα. Ορισμένα δημοσιεύματα των νεανικών του χρόνων, οι

μεταφράσεις λ.χ. των έργων «Μαρξισμός και Φιλοσοφία» του Karl Kors (1927),

καθώς και του πρώτου κεφαλαίου από το «Anti-Duhring» του Ένγκελς που

κυκλοφόρησε με τίτλο «Η Φιλοσοφία» (1928), υπογράφονται με το ψευδώνυμο

Χρήστος Καστρίτης. Για λόγους αυτοπροστασίας κατέφυγε και αργότερα στην

ψευδωνυμία, υπογράφοντας ως Χρήστος Λογάρης τη μελέτη «Η έκδοση του Σοφιστή»

στον αναμνηστικό τόμο του Δημήτρη Γληνού (1946). Αυτό δεν προστάτευσε πάντως

τη δημοσιοϋπαλλική του ζωή από τις συνεχείς ταλαιπωρίες και τις συχνές

επιθέσεις, κάτι που δεν απέφυγαν και πολλοί άλλοι φίλοι ομοϊδεάτες του.

Τα γλυπτά του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μισοθαμμένα στην τάφρο που

ανοίχθηκε σε αίθουσα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου

Μέσα στο κλίμα των ιδεολογικών πεποιθήσεων του Χρήστου Καρούζου γίνεται

κατανοητή η παιδαγωγική του δράση, η προσχώρησή του στον Εκπαιδευτικό Όμιλο

(1916) και οι μεταφράσεις σημαντικών κειμένων των Κ. Krumbacher, «Η βυζαντινή

λογοτεχνία» (1927), W. Kranz, «Ο νεώτερος ουμανισμός στη Γερμανία» (1928) και

Κ. Schoeder, η «Μεταφυσική της Ιστορίας» (1928). Το ιδανικό της μορφωτικής

ανύψωσης του κόσμου το υπηρέτησε με ακαταπόνητη συνέπεια και ως το τέλος της

ζωής του ως πραγματικός Δάσκαλος του Γένους. Ένας μεγάλος αριθμός από

«εκλαϊκευτικά» άρθρα, διάσπαρτα σε ποικίλες εκδόσεις που απευθύνονται στο όχι

εξειδικευμένο κοινό ­ τη «Λαϊκή Φωνή» του Βόλου και την «Αναγέννηση», τα

«Νεοελληνικά Γράμματα» και τα «Ελεύθερα Γράμματα», το «Παιδεία και Ζωή»,

κυρίως όμως τη «Νέα Εστία» ­ περιέχει διαμάντια στοχασμού και αποστάγματα

σοφίας, πολύτιμες, πρωτότυπες ιδέες «για ξετύλιγμα», όπως έλεγε ο ίδιος, οι

οποίες όμως δεν πυροδότησαν την περιέργεια της ορθόδοξης έρευνας για περαιτέρω

επεξεργασία. Με επτασφράγιστες τις πόρτες του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου,

που προάσπιζε σθεναρά πάντοτε τον λογιοτατισμό της αντίδρασης, ο Καρούζος

έδινε εν τούτοις διέξοδο στις διδακτικές του ανάγκες, παραδίδοντας συστηματικά

μαθήματα στο «Αθήναιον» (1947-1957), μαζί με άλλους, αποδιοπομπαίους επίσης

της καθεστηκυίας πνευματικής ζωής, όπως οι Ε. Παπανούτσος, Θ. Σταύρου και Κ.Θ. Δημαράς.

Ανάμεσα στα κλασικά «εκλαϊκευτικά» του κείμενα ξεχωρίζει για την επιγραμματική

του πυκνότητα και το σπάνιο αξιολογικό του βάρος το «Ένας θησαυρός κι ένας

αγώνας» που δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» τα Χριστούγεννα του 1940: Θησαυρός

είναι η αρχαία ελληνική τέχνη και το ζωντανό μήνυμα της ελευθερίας που

αναμεταδίδει, αγώνας είναι το χρέος της εννόησης των μηχανισμών που διέπουν τη

λειτουργία της, ένα χρέος ανάλογο μ’ αυτό που εμψύχωνε τότε την απόκρουση της

βαρβαρικής επιδρομής. Μαζί με τη σύντροφό του, την λαμπρή και ακάματη

αρχαιολόγο Σέμνη, ο Καρούζος επέστρεψε τις τιμητικές διακρίσεις που του είχαν

απονεμηθεί από ανώτατα πνευματικά ιδρύματα της Γερμανίας. Σε όλη του εξάλλου

τη ζωή, δεν εξαργύρωσε ποτέ τις σχέσεις του με τους εκάστοτε κρατούντες, ακόμα

και όταν πρωθυπούργευε ο παλαιός του φίλος Γεώργιος Παπανδρέου.

Ο Καρούζος με τη σύζυγό του Σέμνη

Τα καθαρά αρχαιολογικά ενδιαφέροντα του Καρούζου επικεντρώνονται πάνω σε

βασικής σημασίας ζητήματα, που προκύπτουν από τη σχέση του έργου της τέχνης με

τον δημιουργό του και με την εποχή του. Στον τομέα αυτό η προσωπική του

συμβολή υπήρξε καθοριστική με την ανακάλυψη των νόμων που διέπουν τη

μεταστοιχείωση των υλικών αρετών σε πνευματικές αξίες και την παρακολούθηση

της εξελικτικής διαδικασίας στη διαμόρφωση των αισθητικών κριτηρίων της

ελληνικής αρχαιότητας. Το κείμενο που δημοσίευσε το 1941 στον αναμνηστικό τόμο

του Χρήστου Τσούντα με τίτλο: «Περικαλλές άγαλμα εξεποίησ’ ουκ αδαής» είναι η

σημαντικότερη ίσως κατάθεση της ελληνικής επιστήμης του 20ού αιώνα. Το ίδιο

ισχύει και για τη μονογραφία που αφιέρωσε το 1961 στον τελευταίο αρχαϊκό

κούρο, τον Αριστόδικο, όπου οι νέες διεισδυτικές απόψεις συνομιλούν γόνιμα με

τις προγενέστερες και η εντυπωσιακή βιβλιογραφική ενημέρωση αποτίει τον

πρέποντα φόρο τιμής στην επιστημονική προσφορά του Κωνσταντίνου Ρωμαίου, στον

οποίο οφείλεται μια άλλη σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη: η αφανής κίνηση των

αγαλμάτων της αρχαϊκής εποχής. Εντύπωση κάνουν σήμερα και οι ισχυροί δεσμοί

φιλίας και βαθύτατης εκτίμησης που είχε σφυρηλατήσει με τους διαπρεπέστερους

από τους ξένους συναδέλφους του: [Τους Γερμανούς Ε. Buschor, Ε. Langlotz, Β.

Schweitzer, W.Η. Schuchhardt, Η. Mobius, Ε. Kunze, τους Ιταλούς R.

Bianchi-Bandinelli, Ε. Paribeni, Ρ. Mingazzini, τους Γάλλους Ρ. Devambez, Ρ.

Demargne, F. de la Coste – Messeliere, τους Άγγλους J. Beazley, Η. Payne, Β.

Ashmole, τον Αμερικανό Η. Thomson]. Πιστεύοντας στους ανοιχτούς τους ορίζοντες

της επιστήμης, ο Καρούζος κρατούσε ανοιχτό το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ως

κέντρο ελεύθερης διακίνησης των ιδεών ­ αντίθετα από το ασφυκτικά κλειστό,

αντιπνευματικό και αντισυναδελφικό κλίμα που παρακολουθεί τη μεταδικτατορική

του αδράνεια.

Για τον Καρούζο και το έργο του

­ Νέα Εστία, τόμος 122, 1987, 115-158

­ Β.Χ. Πετράκος, Η περιπέτεια της Ελληνικής Αρχαιολογίας στον βίο του Χρήστου

Καρούζου, 1995.

Επιλογή Εργογραφίας

­ Το Αμφιάρειο του Ωρωπού (Αθήνα 1926).

­ Ο Ποσειδών του Αρτεμισίου (ΑΔ 13, 1930, 41-104).

­ Το Μουσείο της Θήβας (Αθήνα 1934).

­ Eine naxische Amphora des fruheren 7. Jahrhunderts (JDA/52, 1937, 166-197).

­ Περικαλλές άγαλμα – Εξεποίησ’ ουκ αδαής (Επιτύμβιον Χρήστου Τσούντα,

Αθήνα 1941, σελ. 535-578· Β’ έκδοση: Βιβλιοθήκη του Φιλολόγου, Ίκαρος 1946·

Επανέκδοση: Ερμής 1982· Γερμανική μετάφραση στη συλλογή του G. Pfohl,

Inschriften der Griechen, 85-125. Wissenschaftliche Buchgesellschaft,

Darmstadt 1972).

­ Πλάτωνος, Ιππίας Μείζων (Θεσσαλονίκη 1973). Η μετάφραση του κειμένου,

με τη συμβολή του Ι.Θ. Κακριδή, είχε γίνει το 1942-1944.

­ Ρόδος – Ιστορία – Μνημεία – Τέχνη (Αθήνα 1949. Ανατύπωση: Έσπερος,

Αθήνα 1973).

­ An early classical disc relief from Melos (JHS 71, 1951, 96-110).

­ Αριστόδικος. Από την ιστορία της πλαστικής των υστεροαρχαϊκών χρόνων και του

επιτυμβίου αγάλματος. (Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, Αθήνα 1961. Έκδοση

στα γερμανικά: Aristodikos, zur Geschiechte der spatarchaischen griechischen

Plastik und der Grabstatue, Stuttgard 1961).

­ Τηλαυγές μνήμα (Χαριστήριον Ορλάνδου Γ’, 1966, 253-280). Γερμανική

μετάφραση δημοσιευμένη στο Munchener Jahrbuch der Bildenden Kunst ΧΧ, 1969.

­ Αρχαία Τέχνη, Ερμής 1972.

­ Μικρά Κείμενα, επιμέλεια Β.Χ. Πετράκου. Βιβλιοθήκη τής Εν Αθήναις

Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 149. Αθήνα 1999.

* Ο Άγγελος Δεληβορριάς είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών,

διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη.