Αν παρακολουθήσει κανείς από τη μια την εξέλιξη του αριθμού των υποψηφίων

που επιζητούσαν μια θέση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, και από την άλλη την

εξέλιξη του αριθμού των παρεχόμενων θέσεων, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει ότι

πάντα υπήρχε μια αναντιστοιχία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση σε βάρος,

βέβαια, της τελευταίας.

Η ανάγνωση του πίνακα 1 φανερώνει ότι την τελευταία εικοσαετία από το 1980 –

1999 σε κάθε 100 υποψήφιους αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο 33,7 θέσεις στα ΑΕΙ

και ΤΕΙ της χώρας μας.

Οι υποψήφιοι

Από το 1980 έως και το 1982 ο αριθμός των υποψηφίων για την Τριτοβάθμια

Εκπαίδευση ήταν κατά μέσο όρο περίπου 80 χιλιάδες, καθώς το ισχύον τότε

σύστημα των Πανελληνίων Εξετάσεων προέβλεπε διπλή εξεταστική δοκιμασία (Β’ και

Γ’ Λυκείου). Με το σύστημα των Γενικών Εξετάσεων, το οποίο φέτος, στον

επιθανάτιο ρόγχο του, συγκεντρώνει 18 χρόνια ζωής, ο αριθμός των υποψηφίων

εκτινάσσεται στα ύψη (το 1999 έχουμε 166 χιλιάδες), αφού μαζί με τους 90

χιλιάδες τελειόφοιτους διαγωνίζονται και 75 χιλιάδες απόφοιτοι υποψήφιοι, που

επαναλαμβάνουν την προσπάθεια εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση για

δεύτερη ή τρίτη φορά, έχοντας στη συντριπτική τους πλειοψηφία κατοχυρώσει

υψηλή βαθμολογία σε ένα ή περισσότερα μαθήματα σε προηγούμενη εξεταστική φάση

(πίνακας 2).

Η πορεία των… εισακτέων

Την περίοδο που εξετάζουμε (1980 – 2000) ο αριθμός των εισακτέων στην

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση πέρασε ουσιαστικά από τρεις φάσεις. Στην πρώτη φάση

1980-1985 έχουμε διπλασιασμό των εισακτέων καθώς οι 25 χιλιάδες εισακτέοι του

1980 ξεπερνούν τις 52 χιλιάδες το 1985.

Από το 1986 έως το 1988 έχουμε σταδιακή μείωση του αριθμού των προσφερόμενων

θέσεων στις 42-43 χιλιάδες και σ’ αυτό τον αριθμό μένει καθηλωμένος ο αριθμός

τους μέχρι το 1994 παρ’ όλο που ο αριθμός των υποψηφίων έχει «σκαρφαλώσει»

στις 154 χιλιάδες.

Η σταδιακή αύξηση των εισακτέων από το 1995 και ιδιαίτερα το «άλμα» που

πραγματοποιήθηκε την τριετία 1998 – 2000, όπου οι 55 χιλιάδες θέσεις του 1997

εκτινάχθηκαν φέτος στις 86 χιλιάδες περίπου, δημιουργεί ορισμένα νέα δεδομένα

στον χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Πώς, αλήθεια, ερμηνεύονται αυτά τα παράδοξα «σκαμπανεβάσματα» του αριθμού των

προσφερόμενων θέσεων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση;

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αρχίζει να καταγράφεται για πρώτη φορά στους

καταλόγους των ανέργων ένα υπολογίσιμο ποσοστό πτυχιούχων Τριτοβάθμιας

Εκπαίδευσης το οποίο ξεπερνάει το 1983 το 7%. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα

χιλιάδες πτυχιούχοι ΑΕΙ και ΤΕΙ αδυνατούν να αξιοποιήσουν τους τίτλους σπουδών

τους στην αγορά εργασίας και αρχίζουν να συνωστίζονται στις «ουρές» της

ανεργίας ή της ετεροαπασχόλησης και υποαπασχόλησης.

Την ίδια περίοδο εμφανίζονται οι πρώτες αντιδράσεις από επαγγελματικούς και

επιστημονικούς φορείς (Τεχνικό Επιμελητήριο, Σύλλογος Γεωφυσικών, Οδοντιατρική

Ομοσπονδία, Σύλλογος Ειδικευομένων Ιατρών κ.ά.) και πριμοδοτείται ένας λόγος ο

οποίος επικεντρώνει στη «συμμόρφωση της παραγωγής πτυχιούχων προς τις

αντικειμενικές ανάγκες της χώρας», υποδηλώνοντας, εμμέσως πλην σαφώς, ότι ο

υπερπληθωρισμός στο τάδε ή δείνα επιστημονικό επάγγελμα γονιμοποιεί το έδαφος

της ανεργίας ή της ετεροαπασχόλησης τόσο για τους «παλιούς» όσο και για τους

μελλοντικούς πτυχιούχους.

Στα πλαίσια αυτά, οι αυξητικές τάσεις στις προσφερόμενες θέσεις Τριτοβάθμιας

Εκπαίδευσης που είχαν σημειωθεί την περίοδο 1980-1985, ανακόπτονται απότομα

σαν ένα είδος «φαρμακευτικής αγωγής» στην ανεργία των πτυχιούχων, καθώς η

διάσταση ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά ατόμων με πανεπιστημιακή

εκπαίδευση αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο.

Την περίοδο 1986-1994, εποχή της «στασιμότητας» όσον αφορά τον αριθμό των

εισακτέων, παρά το γεγονός ότι η βελόνα «κολλάει» στις 42-43 χιλιάδες θέσεις,

η ανεργία περιλαμβάνει στους δείκτες της πάνω από το 20% των ατόμων με πτυχίο

Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ενώ η εργασιακή αβεβαιότητα και ανασφάλεια αποτελούν

τη μόνιμη καθημερινότητα για την πλειοψηφία τους. Το «στένεμα» της ιδιωτικής

αγοράς εργασίας και ο δραστικός περιορισμός της δημόσιας, η οποία τις

προηγούμενες δεκαετίες στρατολογούσε την πλειοψηφία των νέων πτυχιούχων,

αναιρούν, για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα, κάθε είδος κατοχύρωσης των

επαγγελματικών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών τίτλων και ακυρώνουν μέσα από

διαδικασίες μιας αργόσυρτης συνειδητοποίησης ένα ολόκληρο φάσμα κοινωνικών

προσδοκιών, που συνέδεε την πρόσβαση στην εκπαίδευση με τη δυνατότητα

επαγγελματικής «τακτοποίησης».

Η αλματώδης αύξηση των προσφερόμενων θέσεων την επόμενη περίοδο (από 46

χιλιάδες το 1995 σε 86 χιλιάδες περίπου το 2000) η οποία, βεβαίως, δεν

συστοιχίζεται με αριθμητικά ανάλογη αύξηση των εισακτέων, μεταφέρει ήδη στις

αποσκευές της την τυπική και ουσιαστική αποσύνδεση εκπαιδευτικών τίτλων και

επαγγελματικής κατοχύρωσης σε μια αγορά εργασίας που χρησιμοποιεί τον εφεδρικό

«στρατό» των ανέργων πτυχιούχων ως μέσο για τη συμπίεση των μισθών και των

εργασιακών σχέσεων.

Για του λόγου το αληθές αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στη διαχρονική εξέλιξη των

αποδοχών των μισθωτών στον δημόσιο τομέα ­ για τον οποίο υπάρχουν συγκριτικά

στοιχεία ­ κατά επίπεδο εκπαίδευσης. Αν και το στοιχείο αυτό δεν αποτελεί παρά

μια και μόνο παράμετρο της προηγούμενης διαπίστωσης, είναι φανερό ότι το

πλεονέκτημα των αποδοχών των πτυχιούχων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σε σχέση με

μισθωτούς άλλων επιπέδων εκπαίδευσης έχει μειωθεί σημαντικά. Έτσι ενώ το 1977

σε κάθε 100 δρχ. που ελάμβανε ο μισθωτός Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ο

πτυχιούχος μισθωτός ελάμβανε 153 δρχ., η σχέση αυτή σήμερα έχει συρρικνωθεί

στο 100: 119 περίπου.