Πήγε για τσιγάρα και δεν γύρισε ποτέ. Με άλλα λόγια, διέπραξε

«ψευδοκτονία».

«Πρέπει όλοι να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας». «Πρώτον: έξω όλοι οι

καθρέφτες» (του Αλτάν, από το «Εσπρέσσο»)

«Τα παραμύθια και οι θρύλοι», έγραφε ο Κίρκεγκωρ, «μιλούν συχνά για έναν

ιππότη που βλέπει ξαφνικά ένα σπάνιο πουλί και αρχίζει να το καταδιώκει, αφού

στην αρχή έμοιαζε να είναι πολύ κοντά, έπειτα όμως το πουλί πετά ξανά, και

ξανά, ώσπου πέφτει η νύχτα. Ο ιππότης χωρίζει έτσι από τους συντρόφους του και

χάνεται στην ερημιά». Για τη ζωή, ως μια μακρά αναζήτηση του κρυμμένου

νοήματος, της φευγαλέας αλήθειας, μιλούν τόσα και τόσα έργα της παγκόσμιας

λογοτεχνίας, από την Οδύσσεια έως τη Θεία Κωμωδία και την Τριλογία της Νέας

Υόρκης. Εκτός από αυτόν που φεύγει, όμως, υπάρχουν και εκείνοι που μένουν. Και

περιμένουν. Και βασανίζονται από την αμφιβολία. Ζει ο αγαπημένος τους άνθρωπος

ή πέθανε; Πλούτισε ή φτώχυνε; Ευτύχησε ή δυστύχησε;

Σύμφωνα με στοιχεία της Βρετανικής Υπηρεσίας Αγνοουμένων, γράφει ο Τζέησον

Κόουλι στην «Ομπζέρβερ», κάθε χρόνο εξαφανίζονται στη χώρα αυτή 250.000

άνθρωποι. Κάποιοι από αυτούς περιπλανιούνται, λίγο καιρό, και καταλήγουν στην

επαιτεία. Ολο και περισσότεροι, όμως, διαπράττουν ένα αδίκημα που οι

Αμερικανοί αποκαλούν «ψευδοκτονία»: προσποιούνται ότι πέθαναν και αλλάζουν

ταυτότητα. Απελευθερώνονται από την οικογένεια και το περιβάλλον τους,

λυτρώνονται από την τυραννία του εαυτού τους, και αρχίζουν μια νέα ζωή. Μπορεί

να πονούν γι’ αυτούς που αφήνουν ή να αδιαφορούν εντελώς. Μπορεί να υποφέρουν

από νοσταλγία, μπορεί και όχι. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πάντως, η

αποχώρησή τους είναι οριστική.

Προκειμένου να σκηνοθετήσει τον θάνατό του, ο Καρλ Χάκετ χρησιμοποίησε το

σιδηροδρομικό ατύχημα που έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Χάντιγκτον. Την

ημέρα της τραγωδίας, κάποιος Λη Σιμ τηλεφώνησε στην αστυνομία και είπε ότι

αγνοείται η τύχη του στενού φίλου του Καρλ Χάκετ, που, όπως πιστεύει,

βρισκόταν στο μοιραίο τρένο. Το σενάριο αυτό έγινε πιστευτό ακόμη και από τον

πατέρα του Καρλ, που είχε να δει τον γιο του δέκα χρόνια. Η αστυνομία, όμως,

διατήρησε τις υποψίες της. Σύντομα, ανακάλυψε ότι ο Χάκετ ήταν ζωντανός και

είχε «δανειστεί» την ταυτότητα του παλιού φίλου του, που αυτοκτόνησε στα μέσα

της δεκαετίας του ’80. Τελικά, ο Χάκετ συνελήφθη, αλλά αρνήθηκε να επιστρέψει

στην παλιά ζωή του. «Άνθρωποι εξαφανίζονται κάθε μέρα», είπε, «και μερικοί σαν

και μένα το κάνουν επειδή δεν αντέχουν άλλο. Εχω κάνει λάθη στο παρελθόν, αλλά

δεν νομίζω πως πρέπει να τιμωρούμαι σε όλη μου τη ζωή γι’ αυτά. Εζησα έναν

εφιάλτη, αλλά δεν θα ξαναρχίσω. Θα συνεχίσω να είμαι ο Λη Σιμ».

Λέει αλήθεια; Η αλλαγή ταυτότητας μπορεί να είναι αποτέλεσμα μιας απλής

απόφασης; Νόμιμο, ασφαλώς, δεν είναι. Μπορεί, όμως, να είναι ηθικό; Και αν

αυτός που φεύγει αναζητεί το σπάνιο πουλί, ή το ιερό γκράαλ των μεσαιωνικών

θρύλων, αυτός που μένει πίσω, πώς θα καλύψει το κενό; Ποιος θα τον πείσει να

σταματήσει να ελπίζει;