Όσο ψάχνεις την υπόθεση της κυπριακής τραγωδίας τόσο σε πονάει. Κανείς από
τους πραξικοπηματίες που ήθελαν νεκρό τον Μακάριο ουσιαστικά δεν τιμωρήθηκε.
Ευθύνες δεν αποδόθηκαν. Οι ήρωες δεν τιμήθηκαν όπως τους ταίριαζε. Και το
κλίμα που δημιουργήθηκε στη συνέχεια ανάγκασε πολλούς να ντρέπονται ακόμα και
να μιλάνε για την Κύπρο.
Όσο για τον περιβόητο φάκελο της Κύπρου, με τις ευθύνες της χούντας και των
Αμερικανών, αυτός καταχωνιάστηκε τόσο πολύ, που φαντάζει δύσκολη πλέον
υπόθεση, αγνοώντας την ιστορία, να βρεθεί έστω μια στοιχειωδώς αξιοπρεπής λύση
για το Κυπριακό.
Γι’ αυτό και όσοι καταγράφουν την ιστορία είναι πολύτιμοι φίλοι, όχι μόνον
του ελληνικού λαού, αλλά και του τουρκικού, καθώς και υπέρ της πραγματικής
φιλίας των λαών, η οποία για να είναι στέρεη πρέπει να μη χτίζεται από την
«κορυφή».
Ο Τουρκοκύπριος Οζντεμίρ Οζκιούρ, φίλος του Μακαρίου και αντιπρόσωπος για
πολλά χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ, είναι από αυτούς που
συμβάλλουν στην ειρήνη και στη φιλία των λαών.
Νηφάλιος και ειλικρινής, γίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις συναρπαστικός στο
λιτό γραπτό του, ακόμη και αν ο αναγνώστης δεν συμφωνεί μαζί του, όταν μάλιστα
από την αρχή υποστηρίζει ότι ποτέ δεν θα έπρεπε ο ελληνισμός να διεκδικήσει
την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ανιψιός του Τουρκοκύπριου γιατρού και συμβούλου του Μακαρίου Ιχσάν Αλή
στο βιβλίο του κάνει πολλές αναφορές στον θείο του και σε επιστολές του
δίνει μια ψύχραιμη εικόνα του κυπριακού προβλήματος και της συνεχιζόμενης
τραγωδίας του νησιού της Αφροδίτης.
Το βιβλίο του «Η Κύπρος στη ζωή μου», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις
Καστανιώτη, ασφαλώς και θα προκαλέσει αντιδράσεις, θετικές και αρνητικές.
Ωστόσο, προσφέρει κυρίως στην κατανόηση των προβλημάτων των Ελλήνων και των
Τούρκων που ζουν στην Κύπρο, χωρίς να επιχειρεί να ωραιοποιεί καταστάσεις. «ΤΑ
ΝΕΑ» δημοσιεύουν σήμερα χαρακτηριστικά αποσπάσματά του, που προσφέρουν τη
δυνατότητα στον αναγνώστη τούτες τις μέρες της μαύρης επετείου της εισβολής
του Αττίλα να δει από μια διαφορετική σκοπιά το κυπριακό πρόβλημα
Ο Οζντεμίρ Οζκιούρ θυμάται και καταγράφει με πολύ απλό τρόπο τις μέρες του
πραξικοπήματος της χούντας κατά του Μακαρίου, τον Ιούλιο του 1974.
|
Ο συγγραφέας του βιβλίου Τουρκοκύπριος διπλωμάτης Οζωτεμίρ Α. Οζκιούρ
|
«Εγώ ο ίδιος διαπίστωσα τη χειροτέρευση της κατάστασης όταν ήμουν με άδεια
στην Κύπρο, στα τέλη Ιουνίου και αρχές Ιουλίου 1974. Άκουσα στρατιώτες να
πυροβολούν στον αέρα για να διασκεδάζουν στη Λευκωσία, κοντά στο παλιό κτίριο
της αρχιγραμματείας. Η κατάσταση ήταν πιο τεταμένη από κάθε άλλη φορά,
ιδιαίτερα μετά την επιστολή του Μακαρίου προς τον πρόεδρο της Ελλάδας Γκιζίκη.
Στη Λευκωσία με κάλεσε για φαγητό στο σπίτι του ένας συνάδελφος και φίλος από
το υπουργείο Εξωτερικών. Ο συνάδελφός μου Κώστας Μαλλιώτης ήταν με τη μνηστή
του. Είχε επίσης προσκαλέσει κι ένα ζευγάρι από τη Λεμεσό. Ο άνδρας
καλεσμένος, ένας γεωπόνος, νομίζω, ήταν πολύ εναντίον του Μακαρίου. Ήθελε να
δει τον Μακάριο ν’ ανατρέπεται. Μάταια προσπάθησα να του πω πόσο
καταστρεπτικές συνέπειες θα είχε αυτό για την Κύπρο. Διερωτώμαι πώς αισθάνεται
τώρα αυτός ο άνθρωπος με τις εξτρεμιστικές πολιτικές ιδέες!
Έφτασα στη Νέα Υόρκη την Κυριακή 14 Ιουλίου 1974. Νωρίς το άλλο πρωί πήρα
τηλεφώνημα από ένα συνάδελφο, τον Δ. Μουσιούττα, που μου είπε πως έπρεπε να
πάμε όλοι αμέσως στην αντιπροσωπεία, γιατί είχε γίνει πραξικόπημα στην Κύπρο.
Φυσικά, έτρεξα στο γραφείο. Τότε άρχισαν οι δοκιμασίες και οι συμφορές. Πρώτα
ακούσαμε πως ο Μακάριος ήταν νεκρός κι αργότερα πως δεν ήταν. Είχαμε μαζευτεί
στο γραφείο, αλλά δεν ξέραμε τι ακριβώς γινόταν στην Κύπρο.
|
Προεδρικό Μέγαρο. Ο Μακάριος ο Γ’ ζει. Το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών προκάλεσε βαρύτατο πλήγμα στην καρδιά της Κύπρου
|
Ήταν μια φορτισμένη συναισθηματική εμπειρία. Προσπάθησα να τηλεφωνήσω στον
θείο μου, μα δεν μπορούσα να πάρω γραμμή, γιατί δεν λειτουργούσε. Είχα επίσης
κάποιες δυσκολίες με το τηλεφωνικό κέντρο της Νέας Υόρκης. Η τηλεφωνήτρια με
ρώτησε πρώτα τι είναι Κύπρος κι αργότερα αν η Κύπρος βρισκόταν στην Ελλάδα.
Άρχισαν να καταφθάνουν οδηγίες απ’ τις νέες αρχές στο υπουργείο Εσωτερικών της
Λευκωσίας. Μας ζήτησαν να μην πάμε στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης για να
υποδεχτούμε τον Μακάριο. Θυμάμαι πως καθόμουν στο σαλόνι των αντιπροσώπων της
Γραμματείας του ΟΗΕ μαζί με τον πρεσβευτή Νίκο Δημητρίου και συζητούσαμε την
κατάσταση. Εκείνος, ιδιαίτερα, ήταν σε δύσκολη θέση, γιατί οι οδηγίες έρχονταν
απ’ τον αδελφό του, υπουργό Εξωτερικών του νέου καθεστώτος.
Στο αναμεταξύ, μία νέα αντιπροσωπεία, με επικεφαλής του Λουκή Παπαφιλίππου,
έφτασε από την Κύπρο για να μας αντικαταστήσει στον ΟΗΕ. Το Συμβούλιο
Ασφαλείας συνήλθε και αποφάσισε πως θα εξακολουθούσε ν’ αναγνωρίζει την
κυβέρνηση του Μακαρίου. Η νέα αντιπροσωπεία, που περίμενε κάτω στην είσοδο,
υποχρεώθηκε να φύγει από το κτίριο.
Κανονικά, το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν ανακατεύεται στα πραξικοπήματα. Στην
περίπτωση όμως της Κύπρου συμπέρανε πως το πραξικόπημα πραγματοποιήθηκε από
μια εξωτερική δύναμη, δηλαδή την Ελλάδα, και γι’ αυτό αποφασίστηκε να μην
αναγνωριστεί το καθεστώς του Σαμψών. Άλλωστε, ο Νίκος Σαμψών ήταν ανάθεμα για
τους Τούρκους και για τους Άγγλους. Καθώς η Ελλάδα δεν ήταν μόνο ξένη δύναμη
αλλά και μία από τις εγγυήτριες χώρες, και καθώς η Τουρκία ενήργησε με βάση τη
Συνθήκη Εγγυήσεως, το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν χαρακτήρισε την τουρκική
επέμβαση της 20ής Ιουλίου ως εισβολή.
|
Μεταξύ του Γιώργου Βασιλείου, πρώην Προέδρου της Κύπρου, και του Γιώργου Χαραλαμπίδη, πρώην υπουργού Άμυνας, στο ετήσιο γεύμα αλληλεγγύης προς το Ίδρυμα Ιχσάν Αλή στο «Χίλτον», 20 Νοεμβρίου 1977. Στα αριστερά είναι η κυρία Ζακλίν, σύζυγος του Γάλλου πρέσβη στην Κύπρο
|
Δύο μέρες μετά το κίνημα στην Κύπρο συνάντησα στο λόμπι της Γραμματείας του
ΟΗΕ τον πρεσβευτή της Ελλάδας Κ. Παναγιωτάκο, εντελώς τυχαία. Ανταλλάξαμε τους
συνηθισμένους χαιρετισμούς. Με ρώτησε με ποια πλευρά ήμουν, με τον Σαμψών ή με
τον Μακάριο. Του απάντησα πως ήμουν στο πλευρό της νόμιμης κυβέρνησης της
Κύπρου. Το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν είχε ακόμη αποφασίσει ποια κυβέρνηση ν’
αναγνωρίσει. Ο πρεσβευτής Παναγιωτάκος σχολίασε: “Να είστε προσεκτικός, το
θέμα δεν είναι όπως το νομίζετε”. Τον χαιρέτησα και τον προσπέρασα…
Όταν ο πρόεδρος Μακάριος έφτασε στη Νέα Υόρκη, ο πρεσβευτής Ρωσσίδης κάλεσε
όλο το διπλωματικό σώμα σε γεύμα με τον Πρόεδρο στην πρεσβευτική κατοικία. Ο
Μακάριος μας είπε πως μερικοί τον είχαν συμβουλέψει να λάβει μέτρα εναντίον
ενός πιθανού πραξικοπήματος, αλλά εκείνος δεν είχε ποτέ πιστέψει πως ένα
πραξικόπημα ήταν δυνατό. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η Ελλάδα θα φερόταν τόσο
ανεύθυνα, ενώ γνώριζε τις συνέπειες που θα προέρχονταν από την Τουρκία.
Πραγματικά, ο θείος μου μου έγραψε αργότερα πως ήταν ένα από τα πρόσωπα που
είχαν προειδοποιήσει και συμβουλέψει τον Πρόεδρο, μαζί με τον δόκτορα Β.
Λυσσαρίδη. Για να προλάβει ένα πραξικόπημα, ο θείος μου είχε συμβουλέψει τον
Μακάριο, αλλά μάταια, να καταλάβει τα άρματα μάχης του ελληνικού
εκστρατευτικού σώματος. Αυτή ήταν άλλη μια ένδειξη εκείνου που είχε διαγνώσει
ο θείος μου, δηλαδή της ισχυρογνωμοσύνης του Μακαρίου και της άρνησής του ν’
ακούσει οποιονδήποτε.
Στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ξαφνιάστηκα ακούγοντας τον αντιπρόσωπο
της Ελλάδας, πρεσβευτή Παναγιωτάκο, να λέει πως ο Μακάριος δεν είχε ακούσει
την Αθήνα, την πρωτεύουσα. Μιλούσε σαν το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου να ήταν
μια περιοχή της Ελλάδας, ή σαν να είχε κιόλας πραγματοποιηθεί η ένωση. Έμμεσα
αποδείκνυε πως είχε γίνει ελληνική επέμβαση στην Κύπρο, διευκολύνοντας έτσι
την Τουρκία να δικαιολογήσει την ενέργειά της της 20ής Ιουλίου 1974. Η δήλωσή
του έγινε στη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, πριν από την ομιλία του Μακαρίου.»
Ο ρόλος των ΗΠΑ, η αντίθεση στην Ένωση και η επέμβαση
Ο συγγραφέας καταγράφει στο βιβλίο του τις τοποθετήσεις των εκπροσώπων
μεγάλων χωρών στον ΟΗΕ, αμέσως μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Και
αναφέρεται ειδικότερα στον ρόλο των Αμερικανών.
«Η δήλωση της Κίνας ακολουθήθηκε από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο
Αμερικανός αντιπρόσωπος είπε ότι “απειλείται η ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο”
και ότι “άκουσε με μεγάλη προσοχή τα λόγια του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου”. Πρέπει
να σημειωθεί ότι δεν αναφέρθηκε στον Μακάριο ως πρόεδρο Μακάριο. Απ’ ό,τι
θυμάμαι, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το τελευταίο κράτος που ανέφερε πως
αναγνωρίζει την κυβέρνηση του Μακαρίου. Ο αντιπρόσωπός τους ισχυρίστηκε πως τα
πράγματα δεν ήταν σαφή στην Κύπρο κ.λπ. Είπε επίσης: “Θα ήθελα ακόμη να τονίσω
ένα βασικό σημείο: οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θεωρούν την ένωση Ελλάδας και
Κύπρου ως μια παραδεκτή λύση του κυπριακού προβλήματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες
εξακολουθούν να πιστεύουν στο μέλλον μιας ελεύθερης και ανεξάρτητης Κύπρου ως
κυρίαρχου έθνους, ικανού να παίρνει τις δικές του αποφάσεις, σε πλήρη ισότητα
με τις υπόλοιπες ανεξάρτητες χώρες του κόσμου. Δεν θεωρούμε τη στρατιωτική
επέμβαση από οποιονδήποτε και για οποιανδήποτε αιτία ως δικαιολογημένη στην
παρούσα κατάσταση”.
|
Τουρκική εισβολή. Η ημισέληνος κυματίζει σε κατεχόμενη ελληνική συνοικία της Αμμοχώστου
|
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί πως ο Αμερικανός αντιπρόσωπος εξέφρασε αντίθεση
στην ένωση. Η στάση αυτή των Αμερικανών θα έπρεπε να ήταν εκ των προτέρων
γνωστή στους Έλληνες. Η αναφορά του σ’ ένα ανεξάρτητο έθνος και όχι κράτος,
πρέπει να ήταν ένα απλό ευχολόγιο. Δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να σχηματιστεί ένα
κυπριακό έθνος, αλλά οι πραγματικές συνθήκες δεν ευνοούσαν μια τέτοια
κατάσταση. Ο Αμερικανός αντιπρόσωπος είπε επίσης ότι υπήρχαν πολλές κρίσιμες
αβεβαιότητες στην κατάσταση εκείνη την εποχή και πως “η απειλή στρατιωτικής
ενέργειες εξακολουθούσε ν’ αποτελεί μια κακή προοπτική”. Ήταν φανερό πως
αναφερόταν στην πιθανότητα μιας τουρκικής στρατιωτικής δράσης, πράγμα που
δείχνει πως δεν ήταν η ανακοίνωση του Μακαρίου στο Συμβούλιο που προκάλεσε την
Τουρκία ν’ αναλάβει δράση, όπως ισχυρίζονταν μερικοί.
Ο Αμερικανός αντιπρόσωπος αναφέρθηκε επίσης στις συνθήκες και τις
συνταγματικές διατάξεις που αφορούσαν στην Κύπρο και τη βίαιη ανατροπή της
κυπριακής κυβέρνησης και είπε πως ήταν εντελώς φυσικό ότι πολλά μέλη του ΟΗΕ
αναγκάστηκαν να πάρουν γρήγορα θέση σχετικά με τα εξαιρετικά πολύπλοκα θέματα
που είχαν δημιουργηθεί. Δεν ήταν βέβαιος, είπε, για τις συνέπειες που θα είχε
η αποχώρηση Ελλήνων αξιωματικών της Εθνοφρουράς. Πρόσθεσε πως η κυβέρνησή του
ήταν πάντα αντίθετη προς την επέμβαση μιας χώρας στα εσωτερικά ζητήματα μιας
άλλης χώρας και “στο βαθμό που θα μπορούσε να είναι η περίπτωση της Κύπρου,
επαναλαμβάνω ότι το απευχόμαστε”. Βλέπει κανείς πως η έκφραση “θα μπορούσε”,
την οποία υπογράμμισα, δείχνει αμφιβολία για το αν το πραξικόπημα της Κύπρου
έγινε από Έλληνες αξιωματικούς ή αποτελούσε επέμβαση. Αυτό έχει σημασία και
εξηγεί για ποιο λόγο πολλά δημοσιεύματα του Τύπου ανέφεραν πως οι Ηνωμένες
Πολιτείες είχαν κατά κάποιον τρόπο αναμειχθεί στο πραξικόπημα. Μ’ αυτή την
ευκαιρία, θα πρέπει ν’ αναφέρω και πάλι πως, στο γεύμα που παρέθεσε ο
πρεσβευτής Ρωσσίδης στην κατοικία του, ο πρόεδρος Μακάριος μας είπε πως ήταν
σφάλμα του το ότι δέχτηκε τους Έλληνες αξιωματικούς στην Εθνοφρουρά, όποιες κι
αν ήταν οι συνέπειες.»
Η αφέλεια του Μακαρίου
Ο Οζντεμίρ Οζκιούρ, στο βιβλίο του, αναφέρεται πολλές φορές στον Μακάριο,
αλλά και στην κατάσταση που επικράτησε στην Κύπρο αμέσως μετά την τουρκική
εισβολή.
«Εκείνη περίπου την εποχή, έλαβα μία επιστολή από το θείο μου με ημερομηνία 4
Οκτωβρίου 1974. Με πληροφορούσε πως ο αδελφός μου, ο αστυνομικός, είχε αφεθεί
ελεύθερος, αλλά ότι οι περισσότεροι κρατούμενοι αστυνομικοί είχαν μεταφερθεί
στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, στον Βορρά. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι
αστυνομικοί διάλεξαν να πάνε στη Λευκωσία για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες
της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, είπε, αλλά δεν πιστεύω πως το θέμα ήταν τόσο
απλό. Μπορεί κανείς να βάλει τον εαυτό του στη θέση τους και να δει τι
αισθάνεται ένας κρατούμενος που αγωνιά για τη ζωή του. Άλλωστε, αν δεν είχαν
πάει στην τουρκική πλευρά και τους έκοβαν τους μισθούς τους, με ποιον τρόπο θα
μπορούσαν να ζήσουν;
|
|
Ο θείος μου έγραψε επίσης ότι ενώ στον τουρκοκυπριακό τομέα υπήρχε φτώχεια και
καταπίεση, στον ελληνοκυπριακό, όπου ο ίδιος ζούσε, υπήρχε η τρομοκρατία των
ανδρών της ΕΟΚΑ Β’, σαν να είχε μεταφερθεί η χούντα από την Ελλάδα στην Κύπρο.
Όλες οι ζωτικές θέσεις, έλεγε, κατέχονταν απ’ αυτούς, ακόμη και η αστυνομία.
Πρόσθετε πως αυτοί οι αστυνομικοί που είχαν απολυθεί από τον Μακάριο είχαν
αποκατασταθεί και πως ο Γλαύκος Κληρίδης είχε αναγνωρίσει τις προαγωγές που
τους είχαν κάνει στη διάρκεια των έξι ημερών της κυβέρνησης του Σαμψών.
Παραπονιόταν πως δεν μπορούσε κανείς να νιώθει ασφάλεια ζωής ή περιουσίας από
μια τέτοια αστυνομική δύναμη.
Στην ίδια επιστολή, ο θείος μου έγραφε πως, πριν γίνει το πραξικόπημα, είχε
προειδοποιήσει τον Μακάριο για ένα πιθανό πραξικόπημα, αλλά ο Μακάριος δεν
πίστευε πως μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να συμβεί, γιατί οι συνέπειές της
θα έπρεπε να είναι γνωστές στην ελληνική χούντα. Με άλλα λόγια, ο Μακάριος δεν
πίστευε πως η ελληνική χούντα θα τολμούσε να κάνει πραξικόπημα, γιατί θα
πρέπει να ήξερε πως η Τουρκία θα επενέβαινε σε περίπτωση ελληνικού
πραξικοπήματος. Πάντως, πρόσθετε, ο Μακάριος πίστευε ότι μπορούσε να γίνει
απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Ο θείος μου παραπονιόταν πως ο Μακάριος ήταν
επίμονος, έκανε αυτό που νόμιζε σωστό και δεν άκουγε κανέναν.»