|
|
|
Ο οπλαρχηγός του Λεονταρίου Αρκαδίας Αναγνώστης Παπαγεωργίου, γνωστότερος ως Αναγνωσταράς, υπηρέτησε διαδοχικά ως ταγματάρχης υπό τους Ρώσους, τους Γάλλους και τους Άγγλους. Από τους πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρείας, διετέλεσε Υπουργός Πολέμου τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, και διακρίθηκε σε πολλές μάχες, προτού βρει ηρωικό θάνατο στη Σφακτηρία το 1825
|
Επιστρέφοντας στους Έλληνες εθελοντές, ας δώσουμε και πάλι τον λόγο στον
Κολοκοτρώνη: “Επιστρέψαμε έπειτα εις την Ζάκυνθο και εκεί επροβιβάσθηκα
μαγιόρος (ταγματάρχης), 1810 Μαΐου“. “Όταν ήμεθα στην Αγία
Μαύρα“, συμπληρώνει ο Νικηταράς, “πηγαινάμενοι στη Ζάκυνθο οι δικοί
μας, πατέρας μου, Πετιμεζάς, εμβήκαν εις τη δούλεψη την
αγγλική. Ο Γέρος δεν εμβήκε της γραμμής. Εγώ εμβήκα αξιωματικός
σαν βολοντάριος“.
Πράγματι, πέραν του Κολοκοτρώνη, του Λεπενιώτη και του Πετμεζά, στα Συντάγματα
αυτά κατατάχθηκαν αρκετοί πολεμικοί άνδρες των Επτανήσων, της Ηπείρου, της
Ρούμελης και του Μωριά, ο Δημήτριος Πλαπούτας, οι αδελφοί Αλέξιος
και Κωνσταντίνος Βλαχόπουλοι, ο Γεώργιος Στράτος, ο
Νικηταράς και ο πατέρας του Σταματέλος Τουρκολέκας, ο
Αναγνωσταράς, ο Μιχαήλ Σπυρομήλιος, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης,
ο Χαράλαμπος Βιλαέτης και άλλοι, ορισμένοι από τους οποίους είχαν ήδη
υπηρετήσει στο Ελληνοαλβανικό Σώμα των Γάλλων ή και προηγουμένως στους
Ελαφρούς Κυνηγούς των Ρώσων.
Μετά τον θρίαμβο της Λευκάδας επακολούθησε η επιτυχής κατάληψη των Παξών, στη
συνέχεια όμως “ο γκενεράλης εφθόνησε τον Τζουρτζ και τον έβγαλε από το
ελληνικό τάγμα και έβαλε τον αδελφό του. Τότε ο Τζουρτζ εκίνησε να
υπάγει εις την Λόνδρα, και επαρησιάσθηκε με ελληνικά ενδυμένος.
Τότε εκάμαμε όσοι καπετανέοι Έλληνες ευρέθημεν εις Ζάκυνθο, μια
αναφορά. Ο Τζουρτζ, αφού επήγε εις την Αγγλία, επαρησίασε
την αναφορά και έλαβε την άδεια να σχηματίσει ένα ρεγιμέντο [:
σύνταγμα] από Έλληνες“. Επρόκειτο για το τελευταίο στη σειρά ένοπλο
σώμα αυτού του τύπου στα Επτάνησα, με έδρα τη Ζάκυνθο, που επονομάστηκε
1ο Σύνταγμα Ελαφρού Ελληνικού Πεζικού του Δουκός της
Υόρκης προς τιμήν του δευτερότοκου γιου του Βρετανού βασιλιά. Σε
αντίθεση με τους προηγούμενους ρωσικούς και γαλλικούς σχηματισμούς, όπου οι
εθελοντές συνέχιζαν να φέρουν αμετάβλητη την παραδοσιακή τους φορεσιά, οι
κατατασσόμενοι στο ελαφρό πεζικό διατηρούσαν μεν τη φουστανέλλα αλλά από πάνω
έφεραν το βρετανικό ερυθρό αμπέχωνο (περίπου όπως το έφεραν και οι αντίστοιχες
σκωτσέζικες μονάδες πάνω από το κιλτ), καθώς και την περικεφαλαία των δραγόνων
της εποχής εκείνης. Τη στολή αυτή διατήρησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και
στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, όπως μαρτυρούν οι εικόνες της
εποχής εκείνης και επιβεβαιώνει ο υπασπιστής του Φωτάκος: “Ο Κολοκοτρώνης
εφορούσε κόκκινα φορέματα και σπαλέταις [: επωμίδες] αγγλικαίς“.
|
Έλληνες πολεμιστές στην Κέρκυρα επί Αγγλοκρατίας (του J. Cartwright, από την έκδοση του Μανόλη Βλάχου, Louis Dupré, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1994, σ. 191)
|
Το σημαντικότερο πεδίο δράσης τους, πέρα από την κατάληψη της Λευκάδας και των
Παξών, υπήρξε η εκστρατεία κατά των Γάλλων στη Σικελία και τη βόρειο Ιταλία
(1813), όπου πρωτοστάτησαν στο πλευρό των Άγγλων στην κατάληψη της Γένοβας.
“Επήγαμε στη Μεσσήνα“, αναφέρει πάλι ο Νικηταράς: “Ο Τζουρτζ
επιστρέφει από την Αγγλία και κάμει νέο ρεγιμέντο“. Πράγματι, την εποχή
εκείνη αποφασίστηκε από τους Άγγλους η συγκρότηση και 2ου Ελληνικού
Συντάγματος, με έδρα την Κεφαλονιά.
Η τελευταία σημαντική επιχείρηση των ελληνικών εθελοντικών σωμάτων
πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1814 στις ηπειρωτικές ακτές γύρω από τα τείχη
της Πάργας, όπου για άλλη μια φορά αντιπαρατέθηκαν οι κυριότεροι πρωταγωνιστές
αυτής της εποποιίας. Το κάστρο υπερασπιζόταν ελληνογαλλική φρουρά υπό τις
διαταγές του “Χατσή Νικολή Έλληνα, στρατεύοντος υπό τους Γάλλους από
της εκστρατείας της Αιγύπτου“, του γνωστού μας Παπάζογλου, ο οποίος είχε
λάβει την εντολή να το διατηρήσει “μέχρι τελευταίας ρανίδος αίματος”
και ήταν έτοιμος “να βάλη πυρ εις την πυριτοθήκην“, καθώς τα
στρατεύματα του Μουχτάρ πασά έσφιγγαν τον κλοιό τους γύρω από την πόλη, ενώ
στην ακτή αποβιβαζόταν αγγλικός στρατός, “μεθ’ ου ευρίσκοντο 50 Έλληνες και
ο μαγγιόρος Κολοκοτρώνης“. Προ του κινδύνου να πέσουν στην εξουσία του
Αλή, οι Πάργιοι συνωμότησαν κατά της φρουράς: “Ο λαός έπιασε τους
Φραντσέζους, έβαλε σημαία αγγλική, επήραμε την Πάργα“,
θυμάται ο Κολοκοτρώνης, ενώ ο Αλή πασάς γράφει συγχυσμένος στον πρόξενο της
Ρωσίας Μπενάκη στις 17 Μαρτίου του 1814: “Οι φίλοι μου οι Άγγλοι
αιφνιδιαστικά κατέλαβαν την Πάργα, χωρίς να με ενημερώσουν και χωρίς να
μου εκθέσουν τους λόγους και την πολιτική σκοπιμότητα που τους ώθησε σ’ αυτή
την ενέργεια“.
Με την κατάρρευση όμως του Ναπολέοντα και την αποχώρηση των Γάλλων από την
Κέρκυρα, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε τη διάλυση των Συνταγμάτων Ελαφρού
Πεζικού τόσο για λόγους οικονομιών όσο λόγω των πιέσεων που άσκησε η Υψηλή
Πύλη: “Τους έδωκαν από οκτακόσια τάλληρα του κάθε αξιωματικού και του
καπετάνιου χίλια διακόσια και έτσι τους διέλυσαν“, σημειώνει ο
Κολοκοτρώνης. “Και εγώ έμεινα ακόμη δύο χρόνους εις το στάτο μαγιόρο [:
Γενικό Επιτελείο] και έπειτα με έβγαλαν και εμένα“.
Ολοκληρώνοντας τον απολογισμό της επίδρασης που είχε αυτή η περίοδος στην
τακτική, κυρίως, σκέψη των Ελλήνων οπλαρχηγών, θα ήταν παράλειψη να μην
αναφερθούμε παρενθετικά στην εκτίμηση του καυστικού συνήθως Βρετανού ιστορικού
της Επανάστασης Γεωργίου Φίνλεϋ, που επισημαίνει την “επίμονη απόρριψη όλων
των στρατιωτικών διδαχών που πήραν από τους Ρώσους, τους Γάλλους και
τους Άγγλους“, ιδίως σε ό,τι αφορά “τα πλεονεκτήματα της πειθαρχίας και
της τακτικής“. Όσο και αν η εκτίμηση αυτή μοιάζει να συνάδει με πολλές από
τις εικόνες που έχουμε από τα κατοπινά γεγονότα της Επανάστασης, παραβλέπει
τις βαθύτερες συνέπειες της πρωτόγνωρης και πολυσύνθετης αυτής εμπειρίας.
|
Ο Richard Church (1784-1873), διοικητής του 2ου Συντάγματος Ελαφρού Ελληνικού Πεζικού του Δουκός της Υόρκης, εικονίζεται εδώ σε ηλικία ογδόντα χρόνων, με στολή στρατηγού του τακτικού Ελληνικού Στρατού
|
Παρ’ όλο που αρκετοί από τους αρχικούς πρωταγωνιστές της περιόδου εκείνης,
όπως ο Γκόγκας Δαγκλής, ο Κατσαντώνης, ο Φώτος Τζαβέλας, ο Κίτσος Μπότσαρης
και ο Νικόλαος Παπάζογλου, βρήκαν το θάνατο πριν το 1821, εντούτοις ανάμεσα
στους υπόλοιπους που έδρασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στα Επτάνησα τη
δεκαπενταετία 1799-1814, μετράμε δέκα κατοπινούς στρατηγούς της Ελληνικής
Επανάστασης (Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας, Γιώτης Δαγκλής, Κοντογιάννης, Γούσης,
Μάρκος και Νότης Μπότσαρης, Αναγνωσταράς, Περραιβός και Βλαχόπουλος), από τους
οποίους οι τρεις τελευταίοι διετέλεσαν μάλιστα και υπουργοί του Πολέμου στις
πρώτες επαναστατικές κυβερνήσεις. Δύο, τέλος, από τους ξένους συμπολεμιστές
τους εκείνων των πολέμων ανέλαβαν αργότερα κρίσιμα πόστα στον Αγώνα, ο μεν
Γάλλος Φαβιέρος τη διοίκηση του πρώτου τακτικού σώματος, ο δε Ιρλανδός Τσωρτς
την κατά ξηρά αρχιστρατηγία της Επανάστασης.
Αλλά εκείνο το περιβάλλον έθεσε σε κίνηση διεργασίες και συγκρότησε
προσωπικότητες, πέραν του στρατιωτικού, και στο πολιτικό πεδίο. “Κατά την
διάρκειαν των επτά τούτων ετών“, σημειώνει ο μελλοντικός κυβερνήτης της
Ελλάδος, αναφερόμενος στην περίοδο της Επτανήσου Πολιτείας (1800-1807),
“νέος έτι, ήρχισα τον δημόσιον βίον μου, κατ’ αρχάς ως
έκτακτος επίτροπος της Κυβερνήσεως εν ταις Νήσοις, μετά ταύτα ως
Υπουργός της εκτελεστικής εξουσίας καθ’ όλους τους κλάδους της διοικήσεως και
τέλος ως γραμματεύς της Επικρατείας επί των Εξωτερικών, των Ναυτικών
και του Εμπορίου“, ενώ στο ίδιο κλίμα ανδρώθηκαν κατοπινά πολιτικά στελέχη
της Επανάστασης πρώτης γραμμής, όπως ο Ανδρέας Μεταξάς. Στο περιβάλλον της
Λευκάδας, τέλος, όπου οι αποκρυφιστικές, τεκτονικές και άλλες εταιρείες
ανθούσαν εκείνα τα χρόνια, συνέλαβε και ο διερχόμενος στα 1813 Εμμανουήλ
Ξάνθος, κατά δήλωση του ιδίου, την ιδέα να συστήσει μια μυστική εταιρεία,
“βάσιν έχουσα την ένωσιν όλων των εν Ελλάδι και εις άλλα μέρη ευρισκομένων
διαφόρων καπιτάνων αρματολών και άλλων επισήμων πάσης τάξεως ομογενών,
διά να ενεργήσωσιν, ευκαιρίας δοθείσης, την ελευθέρωσιν της
Πατρίδος“, θέτοντας έτσι στη διάνοιά του τις βάσεις για τη κατοπινή Φιλική
Εταιρεία.
“Δεν είναι παρά αφού πήγα εις την Ζάκυνθο, όπου ευρήκα την Ιστορία
της Ελλάδος εις την απλοελληνική“, υπογραμμίζει ο Κολοκοτρώνης: “Εις τα
νησιά εγνωρίστηκα με τους Βοτσαραίους και έκαμα τον Μάρκο Βότσαρη
αδελφοποιτό“. Και συνοψίζοντας την μακροανάλυσή του για την εποχή εκείνη,
παρατηρεί: “Η γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά τη
γνώμην μου, να ανοίξει τα μάτια του κόσμου. Πρωτύτερα τα έθνη
δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς της γης και ό,τι
και αν έκαμναν, το έλεγαν καλά καμωμένο. Διά αυτό και είναι
δυσκολότερο να διοικήσεις τώρα λαόν“.
Υπό αυτές λοιπόν τις συνθήκες, μέσα στη θύελλα των Ναπολεοντείων Πολέμων, οι
Έλληνες αποκτούσαν τακτικές γνώσεις και πολεμική πείρα, έπαιρναν μια γεύση από
την περίπλοκη εικόνα της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής, κατοχύρωναν τον εθνικό
τους προσδιορισμό, σφυρηλατούσαν τους μεταξύ τους δεσμούς και διαμόρφωναν αργά
αλλά σταθερά εθνική συνείδηση, συγκροτώντας το πολιτικό και στρατιωτικό
προσωπικό που θα πρωταγωνιστούσε λίγα χρόνια αργότερα στον αγώνα της ανεξαρτησίας.
Επιλογή βιβλιογραφίας
|
|
Γεώργιος Παπαζώλης Μακεδών, οφφικιάλος της Αρτιλερίας εις την στρατιωτικήν
δούλευσιν της Αυγούστης Αυτοκρατορίσσης της μεγάλης Ρωσσίας, Διδασκαλία
ήγουν Ερμηνεία της πολεμικής τάξεως και τέχνης εις πεζήν Ρωμαϊκήν φράσιν,
Βενετία 1765.
Αδαμάντιος Κοραής, Άσμα Πολεμιστήριον των εν Αιγύπτω περί ελευθερίας
μαχομένων Γραικών, Αλεξάνδρεια 1800, ανατύπωση Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών
Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 1983.
Ατρόμητος ο εκ Μαραθώνος [: Αδαμάντιος Κοραής], Σάλπισμα
Πολεμιστήριον, Αλεξάνδρεια 1801, ανατύπωση Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών
Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 1983.
Εμμανουήλ Παπαδόπουλος, χιλίαρχος οργανιστής των τακτικών στρατευμάτων
της Επτανήσου Πολιτείας, Διδασκαλία Στρατιωτική προς χρήσιν των
Ελλήνων, Κέρκυρα 1804.
Εμμανουήλ Παπαδόπουλος, γενικός στρατηγός της ΑΑΜ, Ερμηνεία της
συνισταμένης Λεγεώνος των Ηπειρωτο-Σουλιωτών και Χιμαρο-Πελοποννησίων εις την
δούλευσιν της Αυτοκρατορικής Αυτού Μεγαλειότητος Αλεξάνδρου Α9 Αυτοκράτορος
απασών των Ρωσσιών, Κέρκυρα 1805.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα
1770 έως τα 1836, Αθήνα 1846, επανέκδοση στα Άπαντα Τερτσέτη, Αθήνα
1953.
Νικηταράς «Απομνημονεύματα», Άπαντα Τερτσέτη, Αθήνα 1953.
Ε. Fieffι, Histoire des troupes
étrangères au service de la France, Παρίσι
1854
Χριστόφορος Περραιβός, Ιστορία του Σουλίου και Πάργας, Αθήνα
1857, ανατύπωση Καραβίας, Αθήνα 1997.
Παναγιώτης Χιώτης, «Ιστορικά απομνημονεύματα Ζακύνθου», Σειρά
Ιστορικών Απομνημονευμάτων, Κέρκυρα 1863, ανατύπωση Καραβίας, Αθήνα 1979.
Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο Ιερός των
Ελλήνων Αγών, Αθήνα 1873, επανέκδοση στη σειρά Απομνημονεύματα
Αγωνιστών του 21 (επιμ. Ε.Γ. Πρωτοψάλτης), Αθήνα 1980.
Ρ. Pisani, La Dalmatie de 1797 à 1815, Παρίσι 1893.
Α. Boppe, L’Albanie et Napoléon (1797-1814),
Παρίσι 1914.
Κωνσταντίνος Ν. Ράδος, Οι Έλληνες του Ναπολέντος – Νικόλαος
Τσεσμελής ή Παπάζογλου (1758-1819) εξ ελληνικών, γαλλικών και αραβικών
πηγών, Αθήνα 1916.
Κωνσταντίνος Ν. Ράδος, «Οι Σουλιώται και οι αρματολοί εν Επτανήσω»,
Επετηρίς Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, 12/1916, σ.31-108.
Μάνθος Οικονόμος, «Από την επίθεση του Αλή πασά κατά της Λευκάδος κατά
το 1807», Ηπειρωτική Εστία 13/1964, σ. 200-203, 332-335, 399-401.
Νίκος Βασιλάτος, Όπλα 1790-1860, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας
και Τέχνης, Αθήνα 1989.
Γκριγκόρι Λ. Αρς, Η Αλβανία και η Ήπειρος στα τέλη του ΙΗ9 και στις
αρχές του ΙΘ9 αιώνα, Μόσχα 1963, ελληνική έκδοση Gutenberg (επιμ. Β.
Παναγιωτόπουλος), Αθήνα 1994.
Βάσω Δ. Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, Κέντρο Νεοελληνικών
Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα 1998.
Ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης είναι Ιστορικός στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών
του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών