Ο Στέφαν Μπόμπεκ ήταν ένας σπουδαίος Γιουγκοσλάβος ποδοσφαιριστής, την εποχή

που η Γιουγκοσλαβία, στο ποδόσφαιρο, «έβγαζε μάτια». Όταν κρέμασε τα παπούτσια

του, έγινε προπονητής. Και, κάποτε, ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του

Παναθηναϊκού. Κουβεντιάζαμε συχνά. Χρησιμοποιούσε, μονίμως, τη λέξη

«Αλμπάνια», που την συνόδευε με έναν μορφασμό αηδίας. «Παίκτης είναι αυτός;

Αυτός, δεν αξίζει δεκάρα! Είναι… Αλμπάνια!».

Οι «Αλμπάνια», λοιπόν, οι περιφρονημένοι, οι άφραγκοι, νίκησαν την Ελλάδα των

δισεκατομμυριούχων… άσων, με 2-0! Μας ξεφτιλίσανε! Αποδεικνύοντας, για μια

φορά ακόμη, ότι ενώ στον στίβο, στο μπάσκετ, στην άρση βαρών, στη γυμναστική

κ.λπ., οι Έλληνες είναι αξιοθαύμαστοι, στο ποδόσφαιρο είναι για τα πανηγύρια!

Και θα είναι για τα πανηγύρια, αν δεν αλλάξουν μυαλά…

«Πέφτουνε» πολλά λεφτά στο ποδόσφαιρο της χώρας. Υπάρχουν παίκτες, που

κερδίζουν 500.0000-1.000.000 δραχμές την ημέρα! Χώρια τα πριμ, τα

μηνιάτικα και τα δώρα! Αυτά τα νέα παιδιά, που τα περισσότερα έρχονται στην

Αθήνα από την επαρχία, διψασμένα για γκόμενες, για ακριβά αυτοκίνητα και για

δόξα, με τα πρώτα γκολ που βάζουνε, νομίζουν ότι έγιναν θεοί! Δεν περπατάνε.

Πετάνε! Και κοιτάζουν όλους τους κοινούς θνητούς, εμάς, σαν μύγες!

Στη «μικρή μας πόλη», βέβαια, την Ελλάδα, όπου αγωνίζονται δίπλα σε διεθνείς

παίκτες, με αξία, θεωρούνται καλοί και εισπράττουν μπόλικο χειροκρότημα, από

τους «ευκολόπιστους και πάντα προδομένους» φιλάθλους. Έτσι και βγουν, όμως,

από τα σύνορα, χάνουν τον τσαμπουκά τους, χάνουν το χρώμα τους και γίνονται

ένα με τη γη, από τη… σφαλιάρα! Υπερβάλλω; Δεν νομίζω. Θυμίζω, μοναχά, ότι

στο Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ, το ’94, σε τρία ματς φάγαμε δώδεκα γκολ, χωρίς

να πετύχουμε ούτε ένα!

Ποιος φταίει γι’ αυτήν την κατάντια; Ποιος φταίει για το γεγονός ότι στις

διεθνείς διοργανώσεις η Εθνική μας τερματίζει πάντοτε, σχεδόν, τελευταία και

καταϊδρωμένη; Φταίνε πολλά πράγματα. Με πρώτο, το άρτζι-μπούρτζι, που μας

διακρίνει, στο ποδόσφαιρο, γενικώς. Έχουμε απαράδεκτο ποδόσφαιρο, σε εθνικό

επίπεδο. Ας το παραδεχτούμε. Έχουμε ποδοσφαιροπατέρες, που οι περισσότεροι

είναι ανεπάγγελτοι και ενδιαφέρονται μόνο για την καρέκλα τους. Και έχουμε και

δημοσιογράφους, που θεοποιούν ασημαντότητες και φανατίζουν τα πλήθη.

Κάθε μέρα, οι αθλητικές εφημερίδες, αλλά και οι αθλητικές στήλες πολλών

πολιτικών εφημερίδων γεμίζουν από «άσους», «γίγαντες», «κολοσσούς»,

«μεγαθήρια», «λιοντάρια», «ψυχάρες» και δεν συμμαζεύεται. Είναι δυνατόν,

ύστερα από αυτή την καθημερινή πλύση εγκεφάλου, να πιστέψει ο Στραβοκλώτσης

της «Α.Ε. χαμός στο ίσιωμα», ότι ο Πελέ και ο Μαραντόνα πιάνουν μπάζα μπροστά

του; Ποιος προπονητής μπορεί να μιλήσει σ’ αυτόν τον παίκτη, να του κάνει

παρατήρηση, να τον βάλει σαράντα φορές να σουτάρει φάουλ, μπας και καταφέρει,

κάποτε, να περάσει την μπάλα πάνω από το «τείχος»; Κανείς! Και αν επιμείνει ο

προπονητής και φωνάξει, σίγουρα θα βρεθεί στους πέντε δρόμους, άνεργος…