|
Ο Ανδρέας Μουράτης στυλοβάτης στην άμυνα του Ολυμπιακού (1954-55). Από αριστερά: Κουρουκλάτος, Σούλης, Μουράτης, Κοτρίδης, Ξανθόπουλος, Ιωάννου
|
«Εγώ, φίλε μου, θα σου πω μια μεγάλη αλήθεια. Είμαι αγράμματος. Δεν πήγα ούτε
στο δημοτικό σχολείο. Αλλά στο ποδόσφαιρο και στη ζωή είμαι καθηγητής
πανεπιστημίου, φιλόσοφος».
Λόγια ειλικρίνειας του Ανδρέα Μουράτη σε μια συνέντευξη τη μοναδική, ίσως,
της τελευταίας 15ετίας που μου έδωσε παρουσία του παλαίμαχου, κοινού μας
φίλου, Σάββα Παπάζογλου, η οποία δημοσιεύθηκε σε δύο σελίδες στην εφημερίδα
«Πρώτη» στις 25 Φεβρουαρίου 1987.
Πολύ σπάνια μιλούσε για τη ζωή του και γενικά για τα γεγονότα ο αξέχαστος
διεθνής άσος. Όμως εκείνο το απόγευμα σε μια συναισθηματική έκρηξη μας έδωσε
εικόνες από τα παιδικά του χρόνια μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο θρυλικός
«Μισούρι», ο ιππότης των γηπέδων, παρ’ ότι ήταν αναλφάβητος, είχε μια άνεση
στις αφηγήσεις του. Απλός, πηγαίος, φτωχός, με γνήσια λαϊκή καρδιά. Η ημέρα
του άρχιζε και τελείωνε με τη λέξη «Ολυμπιακός». Το ξεκίνημά του δύσκολο. Οι
γονείς του πρόσφυγες από τη Μικρασία, εγκαταστάθηκαν στις πρόχειρες παράγκες
της Σούδας Νέου Φαλήρου, στα παλιά Λεμονάδικα. Ο Ανδρέας από τα παιδικά του
χρόνια έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς με αυτοσχέδιο τόπι. Το ποδόσφαιρο του
έγινε καθημερινή συνήθεια, βίωμα. Πριν από την Κατοχή, στην περιοχή του έπαιζε
ποδόσφαιρο με συνομηλίκους του, τους οποίους λίγα χρόνια αργότερα είχε
συμπαίκτες και αντιπάλους. Τον Ηλία Παπαγεωργίου (Ατρόμητο Πειραιά και ΑΕΚ),
τον Στέλιο Χριστόπουλο (Ολυμπιακό) τον Νίκο Ξύδη (Προοδευτική).
Σε όλη τη ζωή του ο Μουράτης έκανε «κύκλους» γύρω από το Καραϊσκάκη. Εκεί
έζησε από παιδάκι ως τις τελευταίες του στιγμές. Σε αυτή τη φτωχογειτονιά πήρε
την απόφαση και εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών.
Πολέμησε με τη στολή τού μαχητή του εφεδρικού ΕΛΑΣ. Το έλεγε με υπερηφάνεια:
«Πήγα στον ΕΛΑΣ για να ζουν όλοι οι άνθρωποι ίσα!». Σε μια μάχη, έξω από το
εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας στο Νέο Φάληρο, ήταν ακροβολιστής. Έριξε
βολές εναντίον γερμανικού τανκ κι ενώ οι Γερμανοί ετοιμάζονταν να ανταποδώσουν
τα πυρά ο Μουράτης πήρε την ομάδα του και έφυγαν μέσα σε κλάσματα του
δευτερολέπτου, γιατί οι κατακτητές έριξαν οβίδες και διέλυσαν τμήμα της
γέφυρας του Μοσχάτου.
|
Ο Ανδρέας Μουράτης μιλάει στον Πάνο Γεραμάνη, τον χειμώνα του 1987. Στο μέσον ο παλαίμαχος άσος Σάββας Παπάζογλου
|
Ο Μουράτης πήρε μέρος, επίσης, στις μάχες στα Δεκεμβριανά, και στην
οπισθοχώρηση του ΕΛΑΣ έφτασε μέχρι τη Λαμία με τα πόδια (1944). Κατά την
επιστροφή του στην Αθήνα κυνηγήθηκε από το μετά τη Βάρκιζα καθεστώς αλλά τον
γλίτωσε από τη φυλακή και τις εξορίες η αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Με
προτροπή του παλιού του φίλου Ξύδη αγωνίστηκε μετά την απελευθέρωση στην
Προοδευτική ένα χρόνο. Όταν τον ζήτησε και τον πήρε ο Ολυμπιακός, ο Μουράτης
ως αντάλλαγμα της μεταγραφής του ζήτησε να σταματήσουν οι διώξεις εναντίον
του, για την πολιτική του δράση, πράγμα που πέτυχε. Από το 1945 ως το 1955
αγωνίστηκε με τα χρώματα του Ολυμπιακού και τα τίμησε όσο κανείς άλλος. Ήταν η
εποχή που εδημιουργείτο η ομάδα-θρύλος.
Παράλληλα με το ποδόσφαιρο δούλευε σκληρά. Ήταν φορτοεκφορτωτής στον ΟΛΠ.
Σήκωνε στην πλάτη του εκατοντάδες κολόνες της ΔΕΗ. Αγωνίστηκε και στην εθνική
ομάδα. Αρχηγός και εκεί, όπως και στον Ολυμπιακό. Ήταν η προσωποποίηση της
ψυχής και της λεβεντιάς μέσα και έξω από τα γήπεδα. Ενώ η λαοφιλία του γινόταν
όλο και μεγαλύτερη με το πέρασμα του χρόνου, τον ακολουθούσε η μισαλλοδοξία
για τις προχωρημένες ιδέες του, τα πολιτικά του φρονήματα. Το γεγονός ότι
έπαιζε με σπασμένο κεφάλι δεν μέτρησε για τους μεγαλοπαράγοντες της τότε ΕΠΟ
όσο μέτρησε μια διαμαρτυρία του μαζί με τους άλλους παίκτες της Εθνικής (πλην
Ρωσσίδη, συμπαίκτη του στον Ολυμπιακό), που ζήτησαν να πάρουν κάποια
οδοιπορικά πριν από τον αγώνα Ελλάδας – Ισραήλ την 1η Νοεμβρίου 1954.
Η διαμαρτυρία θεωρήθηκε ανταρσία κατά του κράτους και οι ποδοσφαιριστές
τιμωρήθηκαν με ισόβιο αποκλεισμό από την Εθνική. Η απόφαση για τον Μουράτη
ήταν χειρότερη. Διεγράφη από τα μητρώα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Μετά 10
μήνες η ποινή χαρίστηκε στους άλλους παίκτες αλλά όχι στον Μουράτη, ο οποίος
έναν χρόνο αργότερα έφυγε από τον Ολυμπιακό, πικραμένος, και συνέχισε ως το
1961 ως παίκτης και προπονητής στον Αργοναύτη Πειραιώς.
Το 1957 ο Μουράτης μαζί με άλλους ποδοσφαιριστές είχε πρωταγωνιστήσει (με
επιτυχία) στην πρώτη ταινία των Βασίλη Γεωργιάδη και Ιάκωβου Καμπανέλλη «Οι
άσοι των γηπέδων».
Ο Ανδρέας Μουράτης από τότε (1961) ως το απόγευμα της περασμένης Κυριακής
ζούσε για τον Ολυμπιακό. Μέσα και έξω από του Καραϊσκάκη και στου Ρέντη.
Έπαιρνε μια σύνταξη από τη ΔΕΗ και είχε μία ενίσχυση από τον Ολυμπιακό.
Δεν θα ξεχάσω τα τελευταία του λόγια σ’ εκείνη τη συνέντευξη του 1987.
Παρουσία του Σάββα Παπάζογλου, δάκρυσε και μου είπε: «Εγώ γεννήθηκα και θα
πεθάνω σ’ αυτή τη γειτονιά. Ζω για τον Ολυμπιακό. Σε μία ακτίνα 500 μέτρων
είναι όλη μου η ζωή. Από του Κεράνη έως το Καραϊσκάκη. Ήμουν μία ζωή φτωχός,
αλλά πάντα τίμιος, γεια σου φίλε…»