Ποιος φοβάται τον Πάπα; Όχι πάντως ο Κωστής Στεφανόπουλος. Ο Πρόεδρος

συναντήθηκε με τον Ιωάννη-Παύλο Β’ στο Βατικανό και τον κάλεσε να επισκεφθεί

την Ελλάδα. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που τα επιβάλλει η εθιμοτυπία: ένας

αρχηγός κράτους οφείλει να ανταποδώσει την πρόσκληση στον επικεφαλής του

κράτους ­ εν προκειμένω στον Πάπα ­ τον οποίο επισκέπτεται. Οτιδήποτε άλλο θα

ήταν ανάρμοστο.

Το ενδεχόμενο επίσκεψης του Πάπα στην Ελλάδα δεν δημιουργεί προβλήματα στην

κυβέρνηση, προκαλεί όμως αμηχανία στην Εκκλησία της Ελλάδος. Σε καθαρά

πολιτικό επίπεδο, το πλαίσιο των διμερών σχέσεων είναι σαφές, όπως

επισημαίνουν κυβερνητικοί παράγοντες. Η Αθήνα έχει αναγνωρίσει τον Πάπα ως

αρχηγό κρατικής οντότητας και έχει διαπιστεύσει και τον απεσταλμένο του, τον

νούντσιο. Ως αρχηγός κράτους, ο Πάπας είναι ευπρόσδεκτος στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με καθολικές πηγές όμως, «το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ο Ιωάννης

Παύλος Β’ είναι να έρθει ως αρχηγός κράτους. Είναι θρησκευτικός ηγέτης». Είναι

διάχυτη, λοιπόν, η εντύπωση πως ο Ποντίφικας θα επιμείνει να έρθει με αυτή την

ιδιότητα στην Αθήνα. Ορθόδοξοι κύκλοι υποστηρίζουν πως αυτό που επιδιώκει

είναι να πάρει τη συγκατάθεση της ελληνικής Εκκλησίας, επιτυγχάνοντας έτσι μια

έμμεση αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας του.

Ποιοι αντιδρούν

Όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, ακόμα αν ήθελε, ο Χριστόδουλος δεν θα

μπορούσε να υποχωρήσει. Πέρα από τις αντιδράσεις που προβάλλουν το Άγιον Όρος,

οι περισσότεροι Μητροπολίτες, κληρικοί και παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, ο

προκαθήμενος της Ιεράς Συνόδου δεν μπορεί να αγνοήσει και το παγερό κλίμα που

επικρατεί στις σχέσεις των Εκκλησιών.

Ο Πάπας υιοθέτησε την ιδέα να ακολουθήσει τα βήματα του Αγίου Παύλου και να

προσκυνήσει την Πνύκα με αφορμή την περιοδεία του στους ιερούς χριστιανικούς

τόπους το έτος 2000. Τον Αύγουστο του 1999 το Βατικανό βολιδοσκόπησε τις

διαθέσεις της Ιεράς Συνόδου για να εισπράξει μια αρνητική δήλωση. Ο Ποντίφικας

είχε εκδηλώσει την πρόθεση να έρθει στην Αθήνα ως απλός προσκυνητής. Ήταν όμως

δεδομένο ότι θα γινόταν δεκτός με τιμές αρχηγού κράτους, κάτι που συνεπάγεται

επίσημες εκδηλώσεις προς τιμήν του, σε ορισμένες από τις οποίες η ελληνική

Εκκλησία θα υποχρεωνόταν να παραστεί, και μαζικές εκδηλώσεις για την υποδοχή

του, που πιθανόν να προκαλούσαν αντεκδηλώσεις φανατικών. Η Σύνοδος θα

προτιμούσε να αποφύγει και τα δύο.

Ο Πάπας επανέφερε το αίτημά του τον Νοέμβριο του 2000, με αφορμή το προσκύνημά

του στη Δαμασκό, τον Απρίλιο. Η Ιερά Σύνοδος παρέκαμψε το πρόβλημα, απεφάνθη

ότι είναι αναρμόδια. Στην ανακοίνωσή της φρόντισε, πάντως, να υπογραμμίσει ότι

«κατά την λήψη της αποφάσεως από τους αρμοδίους (την κυβέρνηση) θα πρέπει να

συνεκτιμηθούν όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τον κανονικό, ιστορικό, κοινωνικό

και θρησκευτικό περίγυρο της χώρας μας και… επηρεάζουν την πραγματοποίηση ή

μη της επισκέψεως».

Τον διευκολύνει

Η πρόσκληση Στεφανόπουλου διευκολύνει τον ερχομό του Πάπα, αφού, όπως

επισημαίνουν καθολικές πηγές, θα έρθει ακόμα και αν δεν συμφωνήσει η Ιερά

Σύνοδος, επειδή το «προσκύνημα στην Πνύκα είναι επιθυμία ζωής». Τι θα κάνει

λοιπόν ο Χριστόδουλος;

Ο Αρχιεπίσκοπος μάλλον επιθυμεί να αποφύγει την ανοικτή σύγκρουση με το

Βατικανό. Άλλωστε, έχει εκφραστεί και η άποψη ότι για να μην εκτεθεί η χώρα

από μια θρησκευτική διαμάχη, ακατανόητη για τους Ευρωπαίους εταίρους, η

ελληνική Εκκλησία θα όφειλε να συγκατατεθεί και να «καταπιεί» τις αντιρρήσεις

της. Το θέμα… όμως δεν είναι τόσο απλό.

Άσχημο κλίμα

Το κλίμα που επικρατεί στον διάλογο των Εκκλησιών είναι άσχημο. Σε τίποτε δεν

θυμίζει τις αξέχαστες ημέρες του 1965, όταν ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ και ο

Πατριάρχης Αθηναγόρας με κοινή διακήρυξη ήραν τους εκατέρωθεν αφορισμούς. Μετά

την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το θέμα των ουνιτών (που διατηρούν το

ορθόδοξο τυπικό, αναγνωρίζουν όμως την πρωτοκαθεδρία του Πάπα και το καθολικό

δόγμα) στις ανατολικές χώρες (Ουκρανία, Τσεχία, Ρουμανία, Αλβανία και

Γιουγκοσλαβία) δηλητηριάζει σε μόνιμη βάση τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών.

Ακόμα και οι καθολικοί αναγνωρίζουν ότι η Ουνία είναι πρόβλημα, αποδίδουν όμως

την έξαρση των εντάσεων στην επιθετική, όπως υποστηρίζουν, στάση του

Πατριαρχείου της Μόσχας και διατείνονται ότι οι ορθόδοξοι συντάσσονται με τον

Αλέξιο για να αποφύγουν το σχίσμα. Ορθόδοξοι κύκλοι αντιτάσσουν ότι το

Βατικανό προσπαθεί με τα τεράστια μέσα που διαθέτει μέσω της Ουνίας να

προσηλυτίσει ορθοδόξους.

Αρνούνται την ισότητα

Ο διάλογος πάγωσε τον Ιούνιο του 2000, όταν κυκλοφόρησε η εγκύκλιος «Ντόμινους

Γιέζους». Το κείμενο αυτό, που φέρει τη σφραγίδα του «σκληρού» καρδινάλιου

Ράτσινγκερ, αρνείται ­ σύμφωνα με την ορθόδοξη ερμηνεία ­ την ισότητα των

Εκκλησιών. Υποστηρίζει δε, ότι μόνον η Καθολική Εκκλησία είναι η αληθινή

χριστιανική εκκλησία και οι υπόλοιπες είναι υποδεέστερες, αν όχι

παραστρατημένες. Το κείμενο προκάλεσε αγανάκτηση, και όχι μόνο στο Φανάρι.

Ορθόδοξοι κύκλοι στην Αθήνα παραδέχονται κατ’ ιδίαν ότι η Ιερά Σύνοδος δεν

θέλει την επίσκεψη του Πάπα και εκφράζουν την ελπίδα ότι το ταξίδι δεν θα

πραγματοποιηθεί. Επισημαίνουν τέλος, πως όσοι υποστηρίζουν ότι υπερασπίζονται

παρωχημένες θέσεις, αγνοούν τον συντηρητισμό της άλλης πλευράς: «Δεν είναι

τυχαίο ότι ο Ιωάννης-Παύλος ανακήρυξε άγιο τον Πίο Θ’, τον Πάπα της

αντεπανάστασης, ο οποίος καθιέρωσε το αλάθητο. Ότι έκανε το ίδιο για τον

Κροάτη καρδινάλιο Στεπάνιτς ­ τον προστάτη της Ουστάσα. Ότι επεξηγώντας τον

όρο αδελφές Εκκλησίες ο Ράτσινγκερ αναίρεσε ουσιαστικά την ερμηνεία του

Αθηναγόρα. Η Καθολική Εκκλησία είναι σήμερα πιο συντηρητική απ’ ό,τι υπήρξε

ποτέ τα τελευταία 100 χρόνια».

Ουνία, το μεγαλύτερο αγκάθι

Το σχίσμα των Εκκλησιών οφείλεται σε πολιτικούς λόγους, βασίστηκε όμως σε ένα

δογματικής φύσεως ερώτημα: Αν το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μόνον εκ του Πατρός

(ορθόδοξοι) ή και εκ του Υιού (καθολικοί). Η δογματική αντίθεση έχει ατονήσει.

Το μεγαλύτερο αγκάθι στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών λέγεται Ουνία. Οι απαρχές

της Ουνίας ανάγονται στο 1215. Επί Φραγκοκρατίας, για να ευνοήσει την επέκταση

του καθολικισμού στην Ανατολή, η Σύνοδος του Λατερανού επέτρεψε στους ιερείς

«την τήρηση ανατολικών εκκλησιαστικών εθίμων, υπό τον όρο ότι αναγνωρίζουν τον

Πάπα ως αρχηγό της Εκκλησίας και δέχονται την καθολική δογματική διδασκαλία».

Ουσιαστικά, η Ουνία εμφανίζεται μετά τη Σύνοδο της Φεράρας (1439), όπου, υπό

την πίεση της τουρκικής απειλής, οι Βυζαντινοί συναινούν στην επανένωση των

Εκκλησιών υπό την πρωτοκαθεδρία της Ρώμης. Οι ουνίτες δραστηριοποιούνται

έντονα στην Ανατολή μετά τη μεταρρύθμιση του Λουθήρου. Προσπαθούν, χωρίς

επιτυχία, να προσηλυτίσουν Έλληνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το Βατικανό επιχειρεί να ενεργοποιήσει τα

ιστορικά κατάλοιπα στην Ουκρανία, στη Μολδαβία, στη Γιουγκοσλαβία, στην

Αλβανία και στην Τσεχοσλοβακία. Τον Νοέμβριο του 1991, ο Πατριάρχης

Βαρθολομαίος προειδοποιεί ότι ο διάλογος Ορθοδοξίας και Καθολικισμού

«κινδυνεύει ίσως να ματαιωθεί εξ ολοκλήρου, λόγω της δημιουργηθείσης υπό των

ουνιτών εις την Ανατολήν και Κεντρικήν Ευρώπη απαραδέκτου καταστάσεως». Στις

τελευταίες συναντήσεις του διαλόγου η Ουνία είναι μόνιμο θέμα, το Βατικανό

αρνείται όμως να την αποκηρύξει, όπως ζητούν οι ορθόδοξοι.