Σας αρέσει η περιπέτεια και η εξερεύνηση; Δεν θα θέλατε να νιώσετε λιγάκι

«Ιντιάνα Τζόουνς» ανακαλύπτοντας θησαυρούς και χαμένες πολιτείες; Δεν είναι

πραγματικά γοητευτικό να βλέπεις σε ταινίες, αλλά και σε ντοκιμαντέρ (ακόμα

καλύτερα) την απίθανη διαδικασία που οδηγεί στην ανακάλυψη; Όλα πάντως ­

τουλάχιστον στον κινηματογράφο, αλλά πολλές φορές και στην ίδια την αληθινή

ζωή που ζούμε ­ ξεκινούν από ένα παραμύθι. Στην περίπτωση μάλιστα που το

παραμύθι ύστερα από πολλές προσπάθειες και «βάσανα» βγει αληθινό, τότε

πραγματικά συμβαίνει κάτι μαγικό και τα μάτια μας λάμπουν. Και θα πρέπει να

γνωρίζετε πως η λάμψη αυτή είναι πολύ διαπεραστική.

Τα παραμύθια αρέσουν σε όλα τα παιδιά… και όποιος νομίζει πως είναι τόσο

μεγάλος ώστε να μην τον αγγίζει κανένας μύθος, τότε σίγουρα περιμένει τη

βασιλοπούλα ή το βασιλόπουλο για να τον/τη φιλήσει στη μουσούδα να πάψει να

είναι βάτραχος!

Συμφωνούμε, λοιπόν, όλοι να ξεκινήσουμε με ένα παραμύθι… Μια φορά κι έναν

καιρό, λοιπόν, στο Βόρειο Πήλιο υπήρχε ένα χωριό που το έλεγαν Μιτζέλα. Δεν

ήξερα τίποτε για τον τόπο αυτό μέχρι που ανακάλυψα ότι η σημερινή Αμαλιάπολη,

κοντά στον Παγασητικό Κόλπο, ονομαζόταν Νέα Μιτζέλα. Η παλιά πού ήταν; Άρχισα

λοιπόν που λέτε να ανακατέυω παλιά χαρτιά σε βιβλιοθήκες. Πρώτη και πιθανότατα

τελευταία μαρτυρία για το χωριό είναι αυτή του Αργύρη Φιλιππίδη, το 1815

παρακαλώ. Γράφει εκείνος στη γλώσσα του, τα μεταφέρω εγώ με τον δικό μου

τρόπο:

«Βγαίνοντας από το Πουρί σε μία ώρα και μισή βρίσκεις ένα άλλο χωριό που το

λένε Μιτζέλα. Η Μιτζέλα είναι χωρισμένη σε δύο μαχαλάδες που έχουν το ίδιο

όνομα. Το χωριό έχει πάνω από 150 σπίτια χριστιανών και είναι απλωμένο πάνω

από το Αιγαίο. Οι περισσότεροι κάτοικοι εδώ είναι ναύτες, έχουν μεγάλα καΐκια

που ταξιδεύουν στην Ανατολή. Άρχισαν να κάνουν και καράβια, πλην όμως δεν

μπορούν να ευτυχήσουν γιατί δεν έχουν λιμάνι. Ο τόπος τους δεν έχει εισοδήματα

(παραγωγή) όπως τα άλλα χωριά της Ζαγοράς. Όσοι δεν είναι ναύτες, κόβουν ξύλα

και τα πουλάνε. Λίγο μετάξι, λίγα σύκα, κρασί οπωρικά και ζούνε σαν ταλαίπωροι

μια ζωή, είναι άξιοι λύπης. Από την άλλη είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν

δοσίματα (φόρο) σε τρεις καζάδες (επαρχίες). Πληρώνουν στη Λάρισα, πληρώνουν

στη Ρέτζιανη (Μεταξοχώρι Αγιάς), πληρώνουν και στα χωριά του Βόλου. Δεν τους

φτάνουν τα δυσβάστακτα δοσίματα, είναι και οι κλέφτες που δεν τους αφήνουν να

ησυχάσουν. Επειδή το χωριό βρίσκεται στην άκρη από όλα τα άλλα και οι άνδρες

είναι ναυτικοί, βρίσκουν ευκαιρία οι κλέφτες και τους κουρσεύουν. Δύο φορές

ετούτο τον καιρό (αρχές 19ου αιώνα) έχουν κάψει οι κλέφτες τη Μιτζέλα και οι

κάτοικοί της είναι απελπισμένοι, δεν ξέρουν τι να κάμουν. Ο Θεός να φυλάξει

γιατί αν η Μιτζέλα χαλάσει και σκορπίσει, κινδυνεύει ύστερα η Ζαγορά και τα

χωριά της. Η σκάλα (λιμανάκι) της Μιτζέλας, εκεί που τραβάνε τα καΐκια τους

έξω είναι ένα τέταρτο της ώρας δρόμος από το χωριό και ονομάζεται Κολοκυθάκι.

Εδώ κάθεται όλο τον καιρό ένας τελώνης από τον Βόλο και κοιτάει τη σκάλα…».

Τοιχία και ερείπια στην Παλιά Μιτζέλα

Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Με 150 σπίτια το χωριό της Μιτζέλας ήταν

διπλάσιο από το Πουρί και φυσιολογικά εκείνη την εποχή θα πρέπει να είχε πάνω

από 800 κατοίκους. Ποιος θα μπορούσε να υπομείνει την εξαθλίωση και να

βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πυρός στο Βόρειο Πήλιο; Τι σόι ήταν αυτοί οι

κάτοικοι της Μιτζέλας; Ανένταχτοι; Δυστυχισμένοι υπόδουλοι ή σκληροτράχηλοι

πειρατές; Η φαντασία μου είχε ήδη αρχίσει να φτιάχνει σωρό σενάρια. Επόμενη

πηγή πληροφόρησης η «βίβλος» του Γ. Κορδάτου «Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και

Αγιάς».

Στα παλαιότερα χρόνια γράφονταν και προφέρονταν Μουντζέλες. Το τοπωνύμιο είναι

βλάχικο. Στα βλάχικα Μούντζι (από το λατινικό montanus) θα πει βουνό, δάσος,

άρα Μουντζέλες είναι μικρά δασόβουνα. Πραγματικά το χωριό αυτό είναι δάσος και

όλο ράχες. Για το όνομα Μουντζέλες υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες και μία από τις

πιο παλιές είναι η επιγραφή του 1687 στο παλιό μοναστήρι της Τσαγκαράδας. Στα

χρόνια της τουρκοκρατίας δεν φαίνεται να γινόταν σπουδαία καλλιέργεια. Ο τόπος

είναι όλο ράχες και χαράδρες, κατάλληλος πιο πολύ για κτηνοτροφία και

δενδροκαλλιέργεια. Μόνο στα χαμηλώματα έχει καλλιεργήσιμο μέρος. Έχει όμως και

δύο όρμους, ο ένας λέγεται Λιμνιώνας και ο άλλος Κολοκυθάκι που αράζουν καΐκια

και πλεούμενα. Στην ακρογιαλιά βρέθηκαν σύνεργα και υλικά από ναυπηγείο και το

μέρος λέγεται Ταρσανάς. Οι Μουντζελιώτες ήταν ξακουστοί ναυτικοί, είχαν πολλά

καΐκια και μερικά καράβια. Επειδή στα 1821 πολέμησαν τους Τούρκους, το χωριό

τους κάηκε και δεν έμεινε ούτε ένα σπίτι. Ύστερα έγινε ιδιοκτησία ενός αγά κι

αυτός το πούλησε ως τσιφλίκι στους Σαμσαρέλλους. Από τότε έως τα σήμερα είναι

ακατοίκητο.

Περισσότερα ερωτήματα προέκυψαν. Πώς χάθηκε η Μιτζέλα; Υπάρχουν ακόμα ίχνη

εκείνου του παλιού οικισμού; Πώς γίνεται να φθάσω μέχρι εκεί; Γιατί με τόση

λύσσα έκαψαν οι Τούρκοι ένα χωριό δυστυχισμένων; Είναι ο τόπος τόσο περίεργος

όσο περιγράφει ο Κορδάτος;

Κατ’ ευθείαν τηλέφωνο στον φίλο μου τον Μήτσο που μένει στην Ανακασιά του

Βόλου: «Τζομπάν’ πότε θα πάμε στις Μουντζέλες;». «Άλλη δουλειά δεν έχετε εσείς

οι Αθηναίοι δημοσιογράφοι; Τώρα την έμαθες και τη Μιτζέλα και θέλεις ρεπορτάζ

αγροντάβανε;». Εντάξει συνεννοηθήκαμε με τον Μήτσο. Ανέβηκα στο Nissan Terrano

και ξεκίνησα για τον Βόλο. Την επομένη ημέρα το πρωί κουβαλώντας φωτογραφικές

μηχανές και τρίποδα, αφού ο καιρός ήτανε χάλια, ξεκινήσαμε για να βρούμε τα

ίχνη του χωριού. Προγραμματίσαμε να κάνουμε ένα μεγάλο κύκλο και από τον Άγιο

Ονούφριο του Δήμου Ιωλκού ανηφορίσαμε προς Κουκουράβα (τον μικρό οικισμό κάτω

από τη Μακρινίτσα). Πριν από το χωριό κάναμε στροφή αριστερά προς τις πηγές

της Καλιακούδας και αρχίσαμε να προχωρούμε στο ξεροβούνι του Σαρακηνού. Ο

χωματόδρομος με τη φυτευτή πέτρα δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου τύχει,

αλλά απτόητοι πήραμε τον δρόμο για Ξηράκια (την άλλη πηγή ύδρευσης του Βόλου,

κοντά στην πηγή της Λαγωνίκας) και προσεγγίσαμε την τοποθεσία Λαντοβίτο στα

λεγόμενα Καρβουναρέικα. Αναφέρω στη σειρά αυτές τις τοποθεσίες, γιατί θα

χρειαζόταν να επισυνάψω ένα τεράστιο σχεδιάγραμμα εάν θα θέλατε να

ακολουθήσετε πιστά την διαδρομή αυτή. Από το Λαντοβίτο πέσαμε στον μεγάλο

δρόμο που έρχεται από την Άνω Κερασιά και το μοναστήρι του Φλαμουρίου. (Αυτήν

τη διαδρομή θα ήταν εύκολο να ακολουθήσετε: Γλαφυρά-Κερασιά Άνω Κερασιά και

συνέχεια προς Πουρί). Από τον κεντρικό αυτό δρόμο κάναμε μια μικρή παράκαμψη

προς τον υπέροχο μικρό ναό του Προφήτη Ηλία και συνεχίσαμε ακολουθώντας τον

κατηφορικό κεντρικό χωματόδρομο προς τη θάλασσα. Η παραλία του Οβρυού κάτω από

το Πουρί είναι από τις άγνωστες και πλέον όμορφες σε ολόκληρο το Πήλιο και τα

ερείπια του ναού του Αγίου Νικολάου άναψαν τη συζήτηση για την Παλιά Μιτζέλα,

στην οποία φυσικά ανήκε!

Συνολικά η Παλιά Μιτζέλα είχε 19 εκκλησίες (άλλοι λένε 24) και αυτό φανερώνει

τη βαθιά πίστη των κατοίκων της στον Θεό και την ελπίδα που έτρεφαν. Σύμφωνα

με τον Γ. Κορδάτο, οι γεροντότεροι Πουριανοί διηγούνται πως το χωριό αυτό ήταν

πολύ-πολύ παλιό. Μια παράδοση αναφέρει ότι εκείνο το πρώτο χωριό κάηκε τον

καιρό της φραγκοκρατίας (1204-1260). Κάτι τέτοιο δεν είναι διόλου απίθανο,

γιατί στην γύρω περιοχή, εκτός των ορίων της Παλιάς Μιτζέλας, βρίσκουν ίχνη

οικισμού, εκκλησιές, πολλά κεραμίδια, παλιά πιθάρια και ερείπια μύλων. Αν

υπήρχε οικισμός και στην ελληνιστική ή ρωμαϊκή περίοδο, τότε ίσως αυτή να ήταν

η πόλη της Κασθαναίας. Ο Γ. Κορδάτος εξηγεί πάντως πως υπήρχε ένας καρδινάλιος

με το όνομα Πελάγιος που καταπίεσε πολύ τους ορθόδοξους της Θεσσαλομαγνησίας

να ασπαστούν το παπικό δόγμα. Οι Μουντζέλες αντιστάθηκαν και… κάηκαν!

Ο Άγιος Νικόλαος στην παραλία του Οβρυού

Τόσο πολλή όρεξη να δω από κοντά σωρούς από χορταριασμένα ερείπια δεν είχα

ποτέ άλλοτε! Από τον Οβρυό ανηφορίσαμε για Πουρί και περάσαμε την πρώτη

δεξιόστροφη φουρκέτα του χωματόδρομου. Στην επόμενη που είναι αριστερόστροφη

και έχει μερικές χαρακτηριστικές καστανιές, σταματήσαμε. Σ’ αυτό το σημείο

συναντάμε το μονοπάτι για την Παλιά Μιτζέλα. Η περιπατητική αυτή διαδρομή

είναι κομμάτι του μονοπατιού Ο2 (παρακλάδι του γνωστότερου Ε4) που από τον

Όλυμπο φθάνει στο Κεραμίδι, συνεχίζει για Βένετο και τελειώνει στο Πουρί. Δεν

είναι σηματοδοτημένο το μονοπάτι, αλλά είναι ευδιάκριτο, ακόμα και αν δεν

έχετε έμπειρο μάτι. Αυτή η παλιά στράτα φθάνει πρώτα στο ρέμα της Λαγωνίκας

και ένα τεράστιο μονότοξο πέτρινο γεφύρι σε κάνει να μείνεις με το στόμα

ανοιχτό. Το γεφύρι του Διακουμή λένε πως το έφτιαξαν Ζουπανιώτες μάστοροι (από

τον σημερινό Πεντάλοφο της Κοζάνης δηλαδή) και δένει με πλαστικότητα αλλά και

στιβαρότητα τις δύο όχθες της ονομαστής ρεματιάς.

Μετά το γεφύρι το μονοπάτι ανηφορίζει για λίγο και στο πρώτο πλάτωμα που

συναντάς χρειάζεται να κοιτάς προσεκτικά τριγύρω. Κομμάτια από πεζούλες και

λιγοστά όρθια πέτρινα τοιχία αρχίζουν να εμφανίζονται. Το κέντρο της Παλιάς

Μιτζέλας είναι κοντά.

Οι μοναδικοί τοίχοι που ξεχωρίζουν είναι αυτοί της εκκλησιάς της Παναγιάς,

ακριβώς στο κέντρο του χωριού. Μονάχα η κόγχη του ιερού διατηρείται κάπως και

μπορείς να μετρήσει τις διαστάσεις της 18 μέτρα μήκος και 11 πλάτος…αρκετά

μεγάλη. Λίγο πιο πάνω μια μακρόστενη ομαλή έκταση ήταν το «Παζαράκι», δηλαδή ο

χώρος της λαϊκής αγοράς που συγκεντρώνονταν όλοι και αντήλλασσαν προϊόντα.

Λίγο πιο ψηλά, κοντά στη ρεματιά που ακούγεται, υπάρχουν ερείπια από

νερόμυλους. Τίποτε όρθιο δεν έχει μείνει στην Παλιά Μιτζέλα. Σωροί από πέτρες

καλυμμένοι από πυκνή βλάστηση. Θέλει μεγάλη φαντασία για να δεις ολόκληρο το

χωριό. Και όμως, η ανακάλυψη των χορταριασμένων πετρών σε γεμίζει χαρά.

Αν καταφέρει κανείς να γυρίσει τον χρόνο πίσω θα δει στα 1828 να αποβιβάζονται

Έλληνες επαναστάτες στη Μιτζέλα και να ενώνονται με τους κατοίκους της. Οι

Τούρκοι είχαν πληροφορίες ότι το χωριό ήταν κρησφύγετο επαναστατών, ενώ τα

πλοία των ναυτικών του χωριού είχαν μπει για τα καλά στον απελευθερωτικό

αγώνα. Η απόφαση πάρθηκε εύκολα. Η Μιτζέλα έπρεπε να σβήσει από τον χάρτη και

έτσι έγινε. Το χωριό κάηκε ολοσχερώς, πολλοί σκοτώθηκαν, άλλοι διέφυγαν. Στα

1834 οι χωρίς ιδιαίτερη πατρίδα Μιτζελιώτες έχτισαν τη Νέα Μιτζέλα στην άκρη

του Παγασητικού και τη μετονόμασαν σε Αμαλιάπολη, χάρη στη βασίλισσα Αμαλία

που έχτισε μια έπαυλη πάνω από το χωριό. Έτσι ακόμα και το όνομα χάθηκε.

Μας είχαν πιάσει τα γέλια με τον Μήτσο, γιατί καταναλώναμε φωτογραφικά φιλμς

σε σωρούς από πέτρες λες και το βάρος τους άξιζε σε χρυσάφι. Τίποτε όμως δεν

μετράει εμπρός στην άδολη χαρά της ανακάλυψης ενός τόπου και την επαναφορά του

ονόματός του σε ισχύ. Λίγο πριν το δάσος καταπιεί την Παλιά Μιτζέλα, εμείς τη

θυμηθήκαμε και απαθανατίσαμε ό,τι έχει απομείνει.

«Μη μου πεις πως θα γράψεις κομμάτι για τις Μουντζέλες», ρωτάει γελώντας ο

Μήτσος. Την απάντησή μου φαίνεται πως την έδωσα!

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Αν και οι αποστάσεις που έχετε να καλύψετε δεν είναι μεγάλες, ο δρόμος είναι

δύσκολος και η διαδρομή που περιγράφουμε τώρα τον χειμώνα δεν περνάει εύκολα

από τα χιόνια και τις λάσπες. Με ένα απλό αυτοκίνητο δεν θα τα καταφέρετε για

τούτο και προτιμήστε τον εύκολο δρόμο μέσω Κερασιάς. Οι χιλιομετρικές

αποστάσεις που καλύψαμε έχουν περίπου ως εξής: Α Ονούφριος ­ Διασταύρωση για

πηγές Καλιακούδας=3 χλμ. Διασταύρωση για πηγές Καλιακούδας – Διασταύρωση για

Ξηράκια=14 χλμ. Διασταύρωση για Ξηράκια – Διασταύρωση δρόμου Κερασιάς –

Πουρίου=21 χλμ. Διασταύρωση δρόμου Κερασιάς – Πουρί – Παραλία Οβρυού=16 χλμ.

Παραλία Οβρυού – Πουρί=11 χλμ.

Αν ακολουθήσετε τον δρόμο από Κερασιά καλό θα είναι να γνωρίζετε ότι από τον

Βόλο έως τη Μονή Φλαμουρίου η συνολική απόσταση είναι 30 χιλιόμετρα (τα 14 σε

βατό εύκολο χωματόδρομο), συν 1 ώρα περπάτημα για να πάτε και να γυρίσετε στο

μοναστήρι. Από εκεί και πέρα για να φθάσετε στο Πουρί δώστε προσοχή στις

καιρικές συνθήκες που θα έχουν πολλά να πουν για την κατάσταση του δρόμου. Τα

30 επιπλέον χωμάτινα χιλιόμετρα βέβαια θα καλύψουν με άνεση όσοι έχουν

αυτοκίνητο «ψηλό» ­ προαιρετικά με κίνηση στους 4 τροχούς. Στο Πουρί μπορείτε

πανεύκολα να φθάσετε μέσω Ζαγοράς (άσφαλτος) και η συνολική απόστασή του από

τον Βόλο είναι 53 χιλιόμετρα. Από εκεί κατηφορίζετε προς Οβρυό και βρίσκετε τη

φουρκέτα με τις χαρακτηριστικές καστανιές που θα πάρετε το μονοπάτι για Παλιά

Μιτζέλα. Εδώ θα πρέπει να συμπληρώσω ότι σημαντική πηγή πληροφοριών για τη

Μιτζέλα ­ πέρα από αυτές που αναφέρονται στο κείμενο ­ ήταν το βιβλίο του

Νίκου Διαμαντάκου «Το Πουρί, το πολύδροσο χωριό του Πηλίου».

ΔΙΑΜΟΝΗ

Μπορείτε να μείνετε τόσο στο Πουρί ­ στο καλυτερο μπαλκόνι του Πηλίου στο

Αιγαίο, αλλά και τη Ζαγορά. Αν θέλετε να είστε δίπλα στη θάλασσα, κατεβείτε

στο Χορευτό. Όσοι θέλουν πόλη, ο Βόλος είναι κοντά. Τα παρακάτω αναφέρονται

ενδεικτικά:

Πανόραμα (Πουρί) 0426 – 23168

Αρχοντικό Κων/νίδη (Ζαγορά) 0426 – 23391

Αρχοντικό Πρίγκου (Ζαγορά) 0426 – 23627

Μαρία Βλάχου (Ζαγορά) 0426 – 22153

Μαυρουδάκης (Ζαγορά) 0426 – 22731

Παπαϊωάννου (Χορευτό) 0426 – 22606

ΦΑΓΗΤΟ

Την τελευταία φορά που πέρασα από το Πουρί χάρηκα γιατί το καφενείο στην

πλατεία ήταν όχι μονάχα ανοιχτό, αλλά γεμάτο με κόσμο και σέρβιρε και φαγητό.

Πραγματικά ό,τι φάγαμε ήταν εξαιρετικό και αξίζουν συγχαρητήρια σ’ αυτούς που

το λειτουργούν, ενώ είναι απολύτως σίγουρο ότι θα ανταμειφθούν δεόντως αν

συνεχίσουν έτσι. Σερβίροντας δηλαδή νόστιμο, καλό φαγητό. Περισσότερες

επιλογές για φαγητό υπάρχουν στη Ζαγορά και σταθερή «αξία» αποτελεί η ταβέρνα

του Πέτρου στο πάνω μέρος της πλατείας.

ΧΡΗΣΙΜΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ

(Κωδικός Ζαγοράς 0426)

Τουριστικό γραφείο πληροφοριών Δήμου 22988

Αστυνομία 22529

Κέντρο Υγείας 22222

Δήμος 22520

Νοσοκομείο Βόλου 0421-27531