Μαζεύονται αδιάβαστα στο τραπεζάκι τα αστυνομικά διηγήματα που προορίζονταν

για το καλοκαίρι. Τα ένθετα εφημερίδων και περιοδικών θα περιμένουν, η

17Νοέμβρη είναι το ανάγνωσμα τώρα, και μπήκαμε στον δεύτερο μήνα. Σε αυτά τα

μπανάλ πρόσωπα που «μας απογοήτευσαν» αναγνωρίζουμε κλισέ που έχουμε

χρησιμοποιήσει, τρόπους σκέψης που μας είναι γνωστοί. Αυτοί οι συνηθισμένοι

τύποι μάς προσφέρουν άυπνα μεσημέρια. Η απολογία του Σάββα Ξηρού καταγράφει

γεγονότα που θυμόμαστε, άλλοτε ζωντανά κι άλλοτε λιγότερο, τον φόνο

Μπακογιάννη, ληστείες τραπεζών, τι είχαμε τότε σκεφτεί, τι είχαμε πει στους

γύρω μας, ποιος είχε θυμώσει, ποιος είχε αδιαφορήσει, ποιος είχε λυπηθεί,

ποιος είχε ικανοποιηθεί και ποιος είχε νιώσει αδύναμος ως πολίτης κράτους που

ήθελε να λέγεται πολιτισμένο, αλλά δεν τα έβγαζε πέρα με τον πρωτογονισμό. Κι

ίσως ο καθένας από μας, τους πολίτες, να είχε νιώσει λίγο από όλα αυτά και

μερικά ακόμα, όπως ένα στοιχείο γοητείας ενίοτε για τον πρωτογονισμό αυτό.

Κάποιον θαυμασμό ελπίζει πάντα να προκαλέσει η βία – έτσι ξεκινά. Ιδίως η βία

αυτού του είδους, που τη θεωρούν «πολιτική» αυτοί που την ασκούν. Περιμένει να

συγκινήσει, να αποκτήσει οπαδούς, να δημιουργήσει το δικό της καθεστώς. Πόσο

νιώθαμε την απειλή, πόσο μας αφορούσε η ασφάλεια των τραπεζών, των βουλευτών,

των εφοπλιστών, των αστυνομικών, των ξένων αξιωματούχων – χωρίς ταυτότητα

αυτοί, η ιδιότητά τους αρκούσε για να τους εξασφαλίσει θάνατο – πόσο

αρνούμασταν να ενδιαφερθούμε, αφού δεν ήμασταν εφοπλιστές, βουλευτές,

τράπεζες, αστυνομικοί, ξένοι αξιωματούχοι. Η απαρίθμηση των στόχων από τον

Ξηρό, με χρονολογική σειρά, εκθέτει τη δική του δράση και υπενθυμίζει τη δική

μας αμηχανία. Σκληρή αυτογνωσία καλοκαιριάτικα.