Τα λιγότερο φιλικά απ’ όλα τα στοιχειά «του σπιτιού» είναι οι αράπηδες (με

την εξαίρεση, ίσως, του μικρού αραπάκου που «κρατάει» τα πηγάδια)

«Παραπάνω από την εκκλησιά του Αγίου Ευστρατίου, κολλητά στον τοίχο του

σπιτιού του Μαζαγκά είναι ένα πηγάδι που κόβει το δρόμο. Είναι στενό και όχι

πολύ βαθύ, μέσα όμως έχει σπηλιές και καμάρες. Απ’ αυτό, σχεδόν κάθε νύχτα τα

μεσάνυχτα, βγαίνει ένας άνθρωπος καβάλα σε ένα άγριο άλογο και τρέχει γρήγορα

και με κρότο πολύ στους δρόμους γύρω, και ύστερα γυρίζει και πέφτει πάλι μέσα.

Αυτόν τον καβαλάρη τον λέγουν Βένια. Όποιος πιει από το νερό αυτού του

πηγαδιού τρελαίνεται. Και γι’ αυτό, όταν θέλουν να ειπούν σε κανένα πως έχασε

το νου του, τον ρωτούν. “Έπιες από το πηγάδι του Βένια;”».

Σε κανέναν ταξιδιωτικό οδηγό για την όμορφη Χίο δεν θα διαβάσετε για το πηγάδι

του Βένια. Ο σκοτεινός καβαλάρης έχει αρκετό καιρό να φανεί, ίσως γιατί τον

ενοχλεί η μουσική από το κοντινό μπαράκι. Θα ακούσετε όμως ακόμη και σήμερα τη

λέξη «βένιας» από τα χείλη των ντόπιων, όταν θέλουν να μιλήσουν για κάποιον

τρελό, ενώ όλο και κάποιος παππούς στο καφενείο θα ορκίζεται ότι ένας ξάδερφος

του πατέρα του είχε δει τον καβαλάρη ολοζώντανο μπροστά του. Και αν αυτός ο

παππούς δεν υπάρχει στη Χίο, θα υπάρχει στη Νάξο. Και αν όχι στη Νάξο,

πιθανότατα κάπου στην Κορινθία. Ή στη Ζάκυνθο. Ή στα Γιάννενα.

Όποια ελληνική πέτρα και αν σηκώσουμε, θα μάθουμε και μια ιστορία για το

στοιχειό που κρύβει. Ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων ή ζώων, που το χυμένο αίμα τις

είχε καθηλώσει σε έναν τόπο, τα στοιχειά είναι προικισμένα με όλες τις

υπερφυσικές δυνάμεις των ψυχών, μπορούν να αλλάζουν μορφή κατά βούληση και

βλάπτουν ή ευεργετούν τους ανθρώπους. Στοιχειώνουν λίμνες, ποτάμια, φυσικούς

σχηματισμούς όπως βράχους, τρύπες, σπηλιές, δημόσιους χώρους όπως βρύσες και

πηγάδια, καθώς και κάθε επέμβαση του ανθρώπου πάνω στη γη, είτε αυτή είναι

κάποιο γεφύρι, ένας δρόμος ή ένα κτίσμα.

Η αντίληψη ότι η φύση κατοικείται από φιλικές ή εχθρικές δυνάμεις

ανάγεται στους αρχαίους χρόνους. «Είναι δείγμα μιας πρώιμης “οικολογικής”

συμπεριφοράς των ανθρώπων», εξηγεί η λαογράφος Μαριάνθη Καπλάνογλου. «Οι καλές

σχέσεις με τα στοιχειά σήμαιναν γι’ αυτούς αρμονική συμβίωση με τη φύση». Με

μια ολόκληρη σειρά εθίμων που τελούνται μέσα στη φύση και σε σχέση μ’ αυτή, ο

άνθρωπος επιδιώκει μια καλή σοδειά, μια γόνιμη χρονιά. Χαρακτηριστικά

παραδείγματα είναι ότι το στοιχειό της βρύσης δοκίμαζε πάντα πρώτο το σιτάρι

της νέας σοδειάς, ενώ το στοιχειό του σπιτιού ζητούσε πάντα κανάτες γεμάτες με

νερό σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, ψωμί και σταφίδες σύμφωνα με άλλες – μία

συνήθεια της οποίας τα κατάλοιπα είναι εμφανή και σήμερα, στο πρώτο κομμάτι

της πρωτοχρονιάτικης πίτας, αυτό «του σπιτιού».

Ένα ακόμη δείγμα αυτής της «οικολογικής» συμπεριφοράς είναι το γεγονός ότι τα

έπιπλα και τα ρούχα είναι διακοσμημένα κυρίως με παραστάσεις από τη φύση. Οι

πόρτες, οι κασέλες, τα περισσότερα ξύλινα αντικείμενα καθημερινής χρήσης είναι

διακοσμημένα με πουλιά, ζώα, φυτά, οτιδήποτε συσχετίζει τον άνθρωπο με τη φύση

και είναι σύμβολο γονιμότητας και αφθονίας. Αυτή τη γονιμότητα της φύσης

ήθελαν οι άνθρωποι να μεταφέρουν και στα σπίτια τους.

«Θυμωμένα» ποτάμια, «ανήσυχα» γεφύρια

Για το γεφύρι της Άρτας (τέλη 16ου αι.) που «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ

γκρεμιζόταν», ο θρύλος θέλει τον πρωτομάστορα να «στοιχειώνει» στα θεμέλια του

γεφυριού την αγαπημένη του γυναίκα, προκειμένου αυτό να στεριώσει

Της Άρτας είναι το πιο γνωστό και πολυτραγουδισμένο. Όχι όμως και το μοναδικό.

Οι παραδόσεις θέλουν στοιχειωμένα γεφύρια στη Γορτυνία, τον Τίρναβο και αλλού.

Το «γιοφύρι της Τσυράς», που περνούσε πάνω από τον ποταμό Λάδωνα, δεν μπορούσε

να σταθεί με τίποτε, καθώς, όπως διαβάζουμε σε αφήγηση του 1888, «τα κακά

ποτάμια εγκρεμίζανε τα γιοφύρια και στις Τσυράς το ποτάμι ποτές δεν εστέριωνε

γιοφύρι». Οι μάστοροι «επιάσανε και καρφώσανε έναν αράπη και μια γυναίκα, και

από τότενες και στερνά εστέριωσε το γιοφύρι». Αξίζει να σημειωθεί ότι παράδοση

από την Αρτοτίνα της Δωρίδας θέλει έναν αράπη να χτίζεται και στο γεφύρι της

Άρτας, μαζί με τη γυναίκα του πρωτομάστορα, αλλά η παραλλαγή του δημοτικού

τραγουδιού της ίδιας περιοχής δεν τον μνημονεύει.

Πάντως, αντίθετα, με το γεφύρι της Άρτας, «το γεφύρι το μονοκάμαρο της

Σαλαμπριάς» δεν λέει να ησυχάσει. Σε παράδοση του Τιρνάβου, που καταγράφηκε το

1901 και αναφέρεται στη γέφυρα του Πηνειού, το γεφύρι χαλούσε κάθε νύχτα. Οι

χτίστες έχτισαν μέσα του πρόβατα, έχτισαν κι ένα φτωχό παιδί, αλλά το κακό δεν

διορθωνόταν. Όσπου έκαναν το ίδιο και με την πρώτη μαστορίνα. «Κι εκείνη το

καταράστηκε να τρέμει όπως έτρεμε η καρδιά της, και να κλαίν’ όσοι περνάν. Και

τώρα το γιοφύρι γέρνει πότε δεξιά, πότε αριστερά, κι όσοι ξένοι περνούν

κλαίν’, γιατί προτού να περάσουν τους βρίσκει πάντα κάποια άξαφνη συμφορά».

Βέβαια, τα γεφύρια στα παλιά τα χρόνια δεν χτίζονταν πάντα με τις

τελειότερες προδιαγραφές. Δεν ήταν λίγα τα λάθη που γίνονταν στην κατασκευή,

με αποτέλεσμα το γεφύρι να καταρρέει στη μέση της δουλειάς. Σίγουρα, το

στοιχειό του ποταμού είναι πιο εύκολο να χρεωθεί το «ατύχημα», απ’ ό,τι ο

μάστορας… Το γεφύρι ήταν για τον άνθρωπο μια προσπάθεια να υποτάξει τη φύση,

δαμάζοντας το ποτάμι που περνούσε από κάτω. Τα στοιχειά, που πάντα μεσολαβούν

ανάμεσα σ’ εμάς και τη φύση, ίσως να μην είναι ευχαριστημένα από κάτι τέτοιο

και να ζητήσουν αντάλλαγμα. Εξ ου και η «λύση» της ανθρωποθυσίας…

Στα σπίτια

Το «φίδι του σπιτιού» είναι ένα από τα πιο ακίνδυνα στοιχειά. Τα λιγότερο

φιλικά απ’ όλα είναι οι αράπηδες (με την εξαίρεση, ίσως, του μικρού αραπάκου

που «κρατάει» τα πηγάδια).

Ο Ν. Γ. Πολίτης στις «Παραδόσεις» του, ως βασική αιτία για την υιοθέτηση του

«αράπη-στοιχειού», από τον ελληνικό λαό, παραθέτει τον φόβο και το μίσος,

«άτινα ενέπνεον εις τους Έλληνας οι Αιθίοπες, συνταυτιζόμενοι προς τους

άσπονδους εχθρούς του ελληνικού έθνους, τους Σαρακηνούς, και ύστερον

απεχθέστεροι γενόμενοι, διότι υπηρέτουν ως δήμιοι και βασανισταί τους

Τούρκους».

Εξίσου σημαντικός λόγος ήταν η παλιά πρακτική της θυσίας ενός μαύρου δούλου,

προκειμένου να στεριώσει ένα σπίτι ή ένας θησαυρός, που έφτασε στη χώρα από

πειρατές και ξένους λαούς

Οι φύλακες των πηγαδιών

Βρέξιμο και προσφορά κομματιού πίτας στο στοιχειό της βρύσης του χωριού

(Μικρό Σούλι Σερρών, 1963, φωτ. Γ.Ν. Αικατερινίδης)

Οι δημόσιες βρύσες και τα πηγάδια εξασφάλιζαν από τα αρχαία χρόνια την

υδροδότηση της κοινότητας και για τον λόγο αυτό κατείχαν κυρίαρχη θέση στη ζωή

της. Η εξάρτηση των ανθρώπων από τη βρύση και το πηγάδι γέννησε αμέτρητες

παραδόσεις, καθώς η ιδέα ότι θα μπορούσαν να στερέψουν τους γέμιζε με φόβο.

Έτσι προέκυψαν τα στοιχειά που φυλάνε το νερό και το δίνουν ή όχι, ανάλογα με

τις διαθέσεις τους. Με τελετουργίες και προσφορές οι ντόπιοι εξασφαλίζουν το

τόσο απαραίτητο γι’ αυτούς νερό.

Οι παραδόσεις θέλουν τα μεγάλα πηγάδια – «και μάλιστα τα μεγάλα πο ‘χουν μέσα

σπηλιές» – να έχουν το στοιχειό τους. Στη Νάξο, το 1898, μιλούσαν για δύο

πηγάδια, το Κρηνί και το Καραβά, όπου τα στοιχειά παρουσιάζονταν με

διαφορετικές κάθε φορά μορφές ζώων. Στη Μύκονο του 18ου αιώνα χαιρέτιζαν τρεις

φορές το τελώνιο του πηγαδιού πριν τραβήξουν νερό. Στο Γυμνοβούνι, στην

περιοχή Πελλήνη της Κορινθίας, το άφθονο και κρύο νερό που τρέχει από τη βρύση

Γκούρα κάθε δειλινό λιγοστεύει, γιατί «αυτή την ώρα το στοιχειό της βρύσης

βάνει το πόδι του μπροστά στην τρούπα και φράζει το νερό». Στην Άμφισσα, την

παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πήγαιναν νύχτα στην πηγή για να αποθέσουν ρόδια,

γλυκά κι ένα αδειανό σταμνί, προσφορά στις Μοίρες που λούζονταν εκεί. Στην

Κάλυμνο άναβαν καντήλι στο στοιχειό της βρύσης. Στα χωριά των Σερρών

προσφέρουν ψωμί από το πρώτο σιτάρι της χρονιάς στη βρύση του χωριού, ενώ το

«κέρασμα της βρύσης» επιβιώνει και στο Πήλιο.

Και… οικονομικά συμφέροντα

Προσφορά γάλακτος στην ποιμενική γιορτή του Αγίου Γεωργίου (Ασή Γωνιά Χανίων,

1964, φωτ. Γ.Ν. Αικατερινίδης)

«Οι παραδόσεις δεν χάνονται, παρά αναπαράγονται, αλλάζουν και παίρνουν κάτι

από την κάθε εποχή», επισημαίνει η κ. Καπλάνογλου. «Προσαρμόζονται στις

τοπικές ανάγκες και στις αντίστοιχες ιστορικές συνθήκες. Άλλωστε, μελετώντας

ιστορίες για στοιχειωμένους τόπους, μπορούμε στις περισσότερες περιπτώσεις να

εντοπίσουμε ξεκάθαρα τις κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις τους».

Δεν είναι τυχαίο ότι τα στοιχειά συχνά χρησιμοποιούνταν σε θέματα ιδιοκτησίας

της γης. Πολλά ποτάμια δεν ήταν απλά στοιχειωμένα, αλλά «τύχαινε» να αποτελούν

φυσικά σύνορα δύο περιοχών. Το ίδιο ισχύει για δάση, χωράφια ή βράχους. Και

στα σύνορα αυτά, τα στοιχειά της κάθε περιοχής, που τη φυλούσαν και την

προστάτευαν, έβγαιναν τις νύχτες και έδιναν μάχες μεταξύ τους. Επίσης, ένας

οικισμός μέσα στο δάσος θα ήταν πολύ πιο ασφαλής αν τα δέντρα που τον

περιέβαλλαν ήταν στοιχειωμένα και δεν επιτρεπόταν να κοπούν ή να καούν, από

τον φόβο του στοιχειού. Όπως και ένα σπίτι στο οποίο «φανερωνότανε ένας αράπης

και ακουγότανε μια αντάρα σαν να τραβούσαν την άγκυρα του καϊκιού», όπως

γράφτηκε το 1888 για μία ιδιοκτησία στο Κιάτο της Κορινθίας, ήταν εγγυημένο

ότι θα κρατούσε μακριά τους «περίεργους».

Δρακοσπηλιές, δρακόσπιτα, δρακόλιμνες

Η πρόσοψη του δρακόσπιτου της Όχης, που ανακαλύφθηκε το 1797 (από το

φωτογραφικό λεύκωμα του Βασίλη Καλαλούγκα «Στα σέντια των δράκων»)

Οι δράκοι είναι μια κατηγορία στοιχειών που δεν έχουν αποκτήσει ξεκάθαρο

πρόσωπο και εμφάνιση μέσα από τις παραδόσεις. Δεν είναι σαφές, αν ο κόσμος

φαντάζεται τους δράκους σαν μεγάλο φίδι, σαν ανθρωπόμορφο γίγαντα ή σαν θηρίο.

Η ασάφεια, που παρατηρείται και σε άλλες διηγήσεις περί δρακόντων, όχι μόνο

ελληνικές, προέρχεται από την κοινή παράσταση των δρακόντων-πελώριων φιδιών,

που μεταμορφώνονταν σε ανθρώπους και κρατούσαν κυρίως την ανθρώπινη μορφή.

Συνήθως γίνεται λόγος για ανθρωπόμορφα όντα, υπεραιωνόβια, πανύψηλα και με

υπερφυσικές δυνάμεις, που ζούσαν στη Γη πολύ πριν από τους ανθρώπους –

αντίθετα με άλλα στοιχειά που ήταν ψυχές πεθαμένων. Στην Άνδρο, την εποχή της

Τουρκοκρατίας, έλεγαν ότι «πρώτα ήταν στο νησί οι δράκοι, ύστερα οι Έλληνες,

κατόπι ήταν οι Βενετσάνοι και τελευταίοι οι Τούρκοι».

Οι δράκοι ζούσαν σε σπηλιές, που οι ντόπιοι ονόμασαν Δρακοσπηλιές, Δρακότρυπες

ή Δρακόλακκους. Συριανή παράδοση κάνει λόγο για έναν Δρακόλακκο «στα

ριζοβούνια του Βοριά, στα δυτικά παράλια του νησιού, αντίκρυ στο χωριό

Γαλισά». Στην Κεφαλονιά μαθαίνουμε για μια δρακοσπηλιά «σκαμμένη στο βράχο,

κοντά στα χαλάσματα της αρχαίας Κράνης. Αυτή την έσκαψε με τα χέρια του ο

ίδιος ο δράκος που κατοικούσε εκεί, και άλλοτε μάλιστα εφαίνονταν και οι

νυχιές του πάνω από την τρούπα που έμπαιναν». Εκτός από τα ονόματα αυτά

εντοπίζονται και άλλα πολλά, που προήλθαν επίσης από παραδόσεις για δράκοντες,

όπως Δρακοβούνι, Δρακοκκλησιά, Δρακόλιμνη, Δρακονέρα, Δρακονήσι, Δρακόπετρες,

Δρακοπλύματα, Δρακούντα, Δρακόσπιτα κ.ά.

Τα διασημότερα Δρακόσπιτα βρίσκονται στα βουνά της νότιας Εύβοιας.

Πρόκειται για αρχαία πέτρινα κτίσματα, γύρω από τα οποία πολλοί θρύλοι και

δοξασίες έχουν δημιουργηθεί, ενώ οι επιστημονικές μελέτες ρίχνουν ελάχιστο φως

για την πραγματική τους χρήση. Άλλες κάνουν λόγο για προϊστορικούς ναούς,

άλλες για παγανιστικά μνημεία, άλλες απλά για κατοικίες λατόμων. Ο τρόπος

κατασκευής τους εντυπωσιάζει, καθώς οι πέτρες της τοιχοποιίας είναι τεράστιες

και τέλεια ταιριασμένες. Σχεδόν για κάθε δρακόσπιτο υπάρχει μια ιστορία. Στην

περίπτωση του διασημότερου, του δρακόσπιτου της Όχης, η ιστορία θυμίζει κάτι

ανάμεσα σε «Σαμψών και Δαλιδά» και «Νοσφεράτου», καθώς ο δράκος που το

κατοικούσε, αγαπούσε μια κοπέλα του χωριού και την επισκεπτόταν τα βράδια.

Εκείνη, θέλοντας να γλιτώσει, τον παγίδεψε κρατώντας τον κοντά της, μέχρι να

έρθει το μόνο πράγμα που φοβόταν και που μπορούσε να τον σκοτώσει: το σκυλί

του αδερφού της.

Η Δρακόλιμνη του Σμόλικα, σε υψόμετρο 2.300

Οι πανέμορφες Δρακόλιμνες στα βουνά της Ελλάδας είναι τα τελευταία

υπολείμματα της εποχής των παγετώνων, και από τις χαρακτηριστικότερες

κατοικίες στοιχειών. Μπορεί στα νερά τους να ζουν μικρά αμφίβια, οι τρίτωνες,

που μοιάζουν με δράκους, αλλά ακόμη και σήμερα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών

είναι σίγουροι ότι οι λίμνες είναι στοιχειωμένες. Οι δύο γειτονικές

Δρακόλιμνες της Γκαμήλας και του Σμόλικα έχουν τα στοιχειά τους, τα οποία

πολεμούσαν μεταξύ τους, το πρώτο εκτοξεύοντας πέτρες και το δεύτερο πεύκα. Η

Δρακόλιμνη του Γράμμου είχε κι αυτή το στοιχειό της, που «κρατούσε τον τόπο».

Οι κάτοικοι του χωριού Γραμμόστα ανταγωνίζονταν με τους κατοίκους της

Αετομηλίτσας για το ποιος θα έπαιρνε το στοιχειό στο χωριό του. Οι

Γραμμοστιανοί το έκλεψαν ένα βράδυ και το κράτησαν για να τους φυλάει τα

σπίτια. Η Αετομηλίτσα καταστράφηκε από κατολισθήσεις…

Στα ίχνη των δράκων

25 δρακόσπιτα σώζονται σήμερα στη Νότια Εύβοια. Μερικά από αυτά, που μπορείτε

να επισκεφθείτε:

Της Όχης: Ξεκινώντας από τους Μύλους, έξω από την Κάρυστο, περνάτε τα

χωριά Αετός και Μετόχι για να συναντήσετε τον δρόμο που οδηγεί προς το ορεινό

καταφύγιο. Το μονοπάτι αριστερά του καταφυγίου οδηγεί στο δρακόσπιτο, σε

υψόμετρο 1.400.

Στις Κούρθες: Βόρεια της Καρύστου, προς το χωριό Κάψαλα, αριστερά από

τον δημόσιο δρόμο, σε μια ρεματιά που καταλήγει στη θάλασσα, βρίσκεται ένα

μισοθαμμένο δρακόσπιτο με επιβλητική πύλη.

Το Λιμικό: Σε μικρή απόσταση από τις Κούρθες βρίσκεται το δρακόσπιτο

Λιμικό, κοντά στα Κάψαλα, δίπλα από τον δρόμο.

Στην Πάλλη Λάκα: Στη δυτική πλευρά του όρους Κλιόσι, έξω από τα Στύρα,

στην τοποθεσία «Πάλλη Λάκα», βρίσκεται ένα συγκρότημα από τρία δρακόσπιτα.

INFO

«Παραδόσεις» του Νικόλαου Πολίτη. Γράμματα, 1994. Δύο τόμοι. Τιμή: 27

ευρώ

«Στα σέντια των δράκων» του Βασίλη Κακαλούγκα. Τζαφέρης, 1998. 36,62

ευρώ

«Έντεχνος λαϊκός λόγος» του Μιχάλη Μερακλή. Καρδαμίτσα, 1990. 18,20

ευρώ

«Παραμύθι και αφήγηση στην Ελλάδα» της Μαριάνθης Καπλάνογλου. Πατάκης,

2002. 35 ευρώ