«Αμφότερες οι προοπτικές ενέχουν κινδύνους. Αν περιμένουμε, η απειλή θα

μεγαλώσει. Αν χτυπήσουμε, η απειλή μπορεί να χρησιμοποιηθεί». Η έκθεση του

Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS) τροφοδότησε μεν με νέα

στοιχεία τη συζήτηση γύρω από το Ιράκ, δεν προσέφερε ωστόσο σαφή υποστήριξη

ούτε στα «γεράκια» ούτε στα… λιγότερο «γεράκια».

Στην έκθεσή του, η οποία συντάχθηκε με τη βοήθεια ειδικών που είχαν

συμμετάσχει στις επιθεωρήσεις του ΟΗΕ και επιστημόνων από τη Διεθνή Υπηρεσία

Ατομικής Ενέργειας, το βρετανικό αυτό think-tank υποστήριξε πως το Ιράκ μπορεί

να κατασκευάσει σύντομα, μέσα σε έναν χρόνο, πυρηνική βόμβα (να τοποθετήσει

μια πυρηνική κεφαλή σε έναν πύραυλο ικανό να πλήξει τη Σαουδική Αραβία, το

Κουβέιτ, το Ισραήλ, την Τουρκία, την Ιορδανία και το Ιράν) αν εισάγει σχάσιμο

υλικό. Αλλά θα χρειαστεί αρκετά χρόνια για να κατασκευάσει μόνο του επαρκές

σχάσιμο υλικό. Έχει, επίσης, τη δυνατότητα να επαναλάβει την παραγωγή

βιολογικών και χημικών όπλων ανά πάσα στιγμή. Αλλά το οπλοστάσιο των όπλων

μαζικής καταστροφής του έχει γίνει φτωχότερο μετά τον Πόλεμο του Κόλπου, το

1991. Και το πιθανότερο είναι ότι η Βαγδάτη δεν έχει τα απαιτούμενα μέσα ώστε

να χρησιμοποιήσει τα χημικά και βιολογικά όπλα που της απομένουν με

«αποτελεσματικό» τρόπο, προκαλώντας μαζικούς θανάτους. Όσο για τους 650

βαλλιστικούς πυραύλους που φέρεται να διαθέτει, μπορεί να είναι σημαντικοί ως

όπλο εκφοβισμού, αλλά δεν είναι τόσο σημαντικοί στη μάχη, καθώς το μεγαλύτερο

μέρος της γόμωσής τους καταστρέφεται κατά την πρόσκρουση.

Το καθήκον

Στην έκθεσή του, βέβαια, το IISS επεσήμανε πως η διεθνής κοινότητα έχει

«επιτακτικό καθήκον» να επιλύσει το «άνευ προηγουμένου πρόβλημα» που

δημιουργεί το ιρακινό καθεστώς και το οπλοστάσιό του. Όμως απέφυγε διπλωματικά

να πάρει θέση είτε υπέρ της προληπτικής επίθεσης, που υποστηρίζουν οι ΗΠΑ και

η Βρετανία, είτε υπέρ της εξάντλησης της διπλωματικής οδού και της άσκησης

πιέσεων για την επιστροφή των επιθεωρητών του ΟΗΕ, που υποστηρίζουν οι

περισσότερες άλλες χώρες.

Ο διευθυντής του IISS Τζον Τσίπμαν εμφανίστηκε πιο «κινδυνολογικός»: «Η

απόκτηση από το Ιράκ ενός οπλοστασίου με όπλα μαζικής καταστροφής», δήλωσε,

«είναι στην πραγματικότητα ο βασικός σκοπός του καθεστώτος, διότι θυσιάζει

όλους τους στόχους του στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική για να πετύχει

αυτόν τον στόχο. Μπορεί οι κυρώσεις που του επιβλήθηκαν να το σταμάτησαν ή να

το καθυστέρησαν, δεν εξάλειψαν όμως την επιθυμία του να αποκτήσει πυρηνικά,

χημικά και βιολογικά όπλα. Αργά ή γρήγορα, οι σκοποί του ιρακινού καθεστώτος

θα εκπληρωθούν».

Ημερομηνία-κλειδί για το ζήτημα του Ιράκ προβλέπεται να είναι η ερχόμενη

Πέμπτη, όταν ο Τζορτζ Μπους θα παρουσιάσει στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τα

επιχειρήματά του εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν. Στο μεταξύ, ο Αμερικανός

πρόεδρος προσπαθεί εναγωνίως να κερδίσει συμμάχους. Χθες, επικοινώνησε για τον

σκοπό αυτό (μεταξύ άλλων) με τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν και με τον

πρωθυπουργό της Δανίας Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, ενώ συναντήθηκε και με τον

Καναδό πρωθυπουργό Ζαν Κρετιέν, ο οποίος έχει επανειλημμένα εκφράσει δημοσίως

την αντίθεσή του σε κάθε αμερικανική στρατιωτική ενέργεια εναντίον του Ιράκ.

Ο Ράσμουσεν, η χώρα του οποίου ασκεί την προεδρία της Ε.Ε., δήλωσε ότι η

Ευρώπη θα υποστηρίξει τα «μέτρα πίεσης» που θα αποφασίσει ο ΟΗΕ αν η Βαγδάτη

αρνηθεί την επιστροφή των επιθεωρητών. Ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ πρότεινε να

δώσει το Συμβούλιο Ασφαλείας στη Βαγδάτη προθεσμία τριών εβδομάδων για να

δεχθεί, άνευ όρων, τους επιθεωρητές – και αν αυτή δεν συμμορφωθεί, να λάβει

μια δεύτερη απόφαση που θα δίνει το «πράσινο φως» για τη χρήση στρατιωτικής

βίας. Εναντίον της ανάληψης δράσης χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ τάχθηκε χθες και

το Βατικανό. Ο Γερμανός καγκελάριος, πάντως, ξεκαθάρισε (ακόμη μία φορά) πως η

Γερμανία δεν πρόκειται να «σταθεί προσοχή» και να ακολουθήσει τις ΗΠΑ σε

πόλεμο.

Οι επιθέσεις

Αμερικανικά και βρετανικά αεροσκάφη έπληξαν χθες το Ιράκ, και συγκεκριμένα μία

στρατιωτική εγκατάσταση νοτιοανατολικά της Βαγδάτης, για τρίτη φορά την

τελευταία εβδομάδα – ήταν ένα ακόμη σημάδι των προθέσεων των δύο χωρών. Ακόμη

και στους κόλπους τους, ωστόσο, συναντά κανείς αρκετούς διαφωνούντες. Ένα

παράδειγμα: ο απεσταλμένος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, Άντονι Ζίνι. Ο οποίος

ζήτησε χθες προσοχή και σύνεση στο θέμα του Ιράκ, υπογραμμίζοντας πως

ενδεχόμενη στρατιωτική επέμβαση θα είχε ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για την περιοχή.