«Τέλος εποχής» για την ΕΥΠ. Η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών μεταμορφώνεται
πλήρως με το νομοσχέδιο που έδωσε χθες στον Κώστα Σημίτη ο υπουργός Δημόσιας
Τάξης Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, κατά την πρωινή τους συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου.
|
Πρωί-πρωί συναντήθηκαν Σημίτης και Χρυσοχοΐδης. Μία ώρα αργότερα, τίποτε δεν ήταν πια το ίδιο στην ΕΥΠ
|
Το νομοσχέδιο είναι προϊόν πεντάμηνης προετοιμασίας και εντάσσεται στο
ευρύτερο σχέδιο εκσυγχρονισμού των υπηρεσιών του υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν μάλιστα ότι η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία «δεν
έχει καμία σχέση με τις καλοκαιρινές εξελίξεις στην τρομοκρατία και την
εξάρθρωση της 17Ν». Αντιθέτως, «συνεχίζεται η δουλειά που είχε ήδη ξεκινήσει».
Στην Κατεχάκη μελέτησαν τα πρότυπα οργάνωσης των μυστικών υπηρεσιών σε Ευρώπη
και ΗΠΑ, για να καταλήξουν στη νέα δομή και τον αναπροσανατολισμό της ΕΥΠ.
Πρώτον και σημαντικότερον: οι Έλληνες κατάσκοποι «βγαίνουν από τα σκοτάδια»
και εντάσσονται στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και διαφάνειας της
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική, η ΕΥΠ υπάγεται
πλέον σε κοινοβουλευτικό έλεγχο και ο διοικητής της υποχρεούται να υποβάλλει
ετήσια έκθεση πεπραγμένων στη Βουλή των Ελλήνων.
Η ΕΥΠ αλλάζει επίσης προσανατολισμό. Πέρα από την εθνική ασφάλεια και τη
διασφάλιση ροής πληροφόρησης για όσα συμβαίνουν σε γειτονικές χώρες (Τουρκία,
Βαλκάνια), η υπηρεσία αποκτά νέα αντικείμενα. Συγκεκριμένα, η ΕΥΠ καλείται να
αντιμετωπίσει νέες «μοντέρνες» απειλές, όπως το οργανωμένο έγκλημα, η
διακίνηση ανθρώπων, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και η διακίνηση ναρκωτικών.
Πρόκειται για δραστηριότητες που απειλούν τη σύγχρονη δημοκρατία. Είναι μια
στροφή – ή μάλλον μια αναδιάταξη προτεραιοτήτων – που έχουν ήδη
πραγματοποιήσει ευρωπαϊκές και αμερικανικές υπηρεσίες. Υπενθυμίζεται, άλλωστε,
ότι οι εγκληματικές αυτές δραστηριότητες αποτελούν συχνά τρόπο πρωτογενούς
χρηματοδότησης τρομοκρατικών ή παρα-κρατικών δραστηριοτήτων.
Σημαντικές μεταβολές θα υπάρξουν και στο προσωπικό της υπηρεσίας. Φεύγουν οι
πράκτορες. Έρχονται οι αναλυτές. Σύμφωνα με τη διεθνή τάση, η ΕΥΠ δεν έχει
πλέον ανάγκη από ανθρώπινο προσωπικό επιχειρησιακού χαρακτήρα. Πηγές με γνώση
του θέματος επισημαίνουν ότι «αν υπάρχει πρόσβαση σε δορυφόρους, προηγμένα
συστήματα παρακολούθησης κινητών και σταθερών τηλεφώνων, προγράμματα που
καταγράφουν τα εισερχόμενα και τα εξερχόμενα μηνύματα στο ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο, καθώς και δυνατότητα επιτήρησης της κίνησης λογαριασμών και
πιστωτικών καρτών, δεν είναι απαραίτητοι οι θυρωροί και οι περιπτεράδες».
Πάντως, κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν με μεγάλη έμφαση ότι η στροφή της ΕΥΠ
σε ηλεκτρονικά μέσα συλλογής πληροφόρησης, σε καμία περίπτωση δεν απειλεί τους
πολίτες. Το φακέλωμα και οι παρακολουθήσεις Ελλήνων υπηκόων ανήκουν στο
παρελθόν, αφού απαγορεύονται πλέον διά νόμου. «Το νέο νομικό πλαίσιο που
ισχύει στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα αυστηρό σε θέματα τήρησης αρχείων, ενώ οι
ρυθμίσεις, με τις οποίες προστατεύονται τα προσωπικά δεδομένα, είναι
δρακόντειες». Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, έχουμε περάσει στο άλλο άκρο, καθώς
υπάρχει πληθώρα εγγυήσεων.
Η τεχνογνωσία και ο προσανατολισμός της νέας ΕΥΠ προσδιορίζουν και το είδος
των προσώπων που θα πρέπει να τη στελεχώσουν. Η υπηρεσία χρειάζεται πρόσωπα με
υψηλή επιστημονική κατάρτιση. Αντιθέτως, δεν είναι απαραίτητοι πλέον οι
αστυνομικοί που ήταν αποσπασμένοι στην ΕΥΠ. Έτσι, η Εθνική Υπηρεσία
Πληροφοριών δεν μεγαλώνει: αλλάζει προσωπικό.
Μια Υπηρεσία με… αμαρτωλό παρελθόν
Το νομοσχέδιο επικυρώνει μια κατάσταση που ίσχυε de facto από το 1998 και την
κρίση Οτζαλάν. Η εμπιστοσύνη της κυβέρνησης Σημίτη στην ΕΥΠ κλονίστηκε
ανεπανόρθωτα μετά την εμπλοκή της στην υπόθεση του Κούρδου ηγέτη του ΡΚΚ. Δεν
ήταν μόνο η έλλειψη αποτελεσματικότητας και το πρωτοφανές φιάσκο στην Κένυα,
το οποίο απείλησε ακόμη και τη συνοχή της κυβέρνησης. Πηγές με γνώση του
θέματος επισημαίνουν ότι η διακριτική «νεκροψία» της υπόθεσης Οτζαλάν ανέδειξε
«υπόγειες διαδρομές» που επιβεβαίωσαν τους χειρότερους φόβους της κυβέρνησης.
Έκτοτε, η διοίκηση της ΕΥΠ ανετέθη σε πρόσωπο επιλογής του Μεγάρου Μαξίμου,
τον διπλωμάτη Παύλο Αποστολίδη. Ωστόσο, η Υπηρεσία παρέμεινε πολιτικά και
επιχειρησιακά στο περιθώριο. Ο ρόλος της στην εξάρθρωση της τρομοκρατίας ήταν
πολύ περιορισμένος και επικεντρώθηκε κυρίως στην ανταλλαγή στοιχείων με
«αδελφές» υπηρεσίες του εξωτερικού. Περισσότερο δηλαδή μια υπόθεση
γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης, παρά επιχειρησιακής δράσης. Την επιχειρησιακή
δράση την ανέλαβε η Αντιτρομοκρατική, υπό την υψηλή εποπτεία του αρχηγού της
ΕΛ.ΑΣ. Φώτη Νασιάκου και του εισαγγελέα Γιάννη Διώτη.
Υπερβάσεις εξουσίας. Αυτή η κατανομή ρόλων επικυρώνεται τώρα ουσιαστικά
και με νόμο, αφού «ξεδοντιάζεται» η ΕΥΠ και μετατρέπεται σε υπηρεσία
επιστημονικού προσωπικού. Δεν είναι μόνο η ανάγκη εκσυγχρονισμού της Υπηρεσίας
και προσαρμογής της στα διεθνώς ισχύοντα. Η κυβέρνηση είχε γνώση αρκετών
περιπτώσεων όπου είχε γίνει υπέρβαση εξουσίας «από διάφορα συστήματα» εντός
της ΕΥΠ. Όπως είναι γνωστό, οι μυστικές υπηρεσίες έχουν τεράστιες δυνατότητες
και ορισμένα στελέχη τους υποκύπτουν στον πειρασμό της κατάχρησης ή της
αξιοποίησής του για ίδιον όφελος.
Πηγές με γνώση του θέματος επικαλούνται περίπτωση χρήσης μυστικών κονδυλίων
για χρηματοδότηση «πληροφοριοδοτών» για τον εντοπισμό των «αγνοουμένων» της
κυπριακής τραγωδίας του 1974. Κυβερνητική έρευνα απέδειξε ότι τα χρήματα τα
μοιράζονταν οι «πληροφοριοδότες» με τους πράκτορες που τους είχαν
«στρατολογήσει». Είναι μια από τις πολλές αμαρτίες στις οποίες έχει κατά
καιρούς εμπλακεί το ανθρώπινο δυναμικό της ΕΥΠ.
Την κυβέρνηση την ανησυχούσαν επίσης τα «κουρδικά» και τα «σερβικά» της
Υπηρεσίας – δηλαδή οι πολύ στενές σχέσεις που έχουν αναπτύξει στελέχη της
Υπηρεσίας με πρόσωπα από αυτούς τους χώρους, ως αποτέλεσμα της κατά καιρούς
επιχειρησιακής εμπλοκής τους σε αυτούς. Η εξωτερική πολιτική άλλαξε αλλά οι
σχέσεις παρέμειναν. Πρόβλημα είναι επίσης οι ανθρώπινες διαρροές πληροφοριών
από την Υπηρεσία, αλλά και η πολύ κακή της εικόνα, που τη συνδέει με τις
χειρότερες φάσεις και στιγμές της ελληνικής μεταπολεμικής Ιστορίας.
Εκκαθαρίσεις. Από την άποψη αυτή, δεν είναι καθόλου τυχαία η
αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να θέσει πλήρως την ΕΥΠ υπό το πλαίσιο
νομιμότητας της δημοκρατίας, με διάκριση εξουσιών και έλεγχο του εκτελεστικού
τομέα από τη Βουλή. Εκτιμάται επίσης ότι η αλλαγή προσανατολισμού και τρόπου
λειτουργίας θα οδηγήσει και σε ευρεία εκκαθάριση του ανθρώπινου δυναμικού της
ΕΥΠ, από τη βάση ως τα υψηλά κλιμάκια.