|
|
|
|
Κάποιοι το χαρακτήρισαν «έκτρωμα». Άλλοι άρχισαν να… νοσταλγούν τη
Ζυρίχη, όπως ο κ. Γιάννης Βαρβιτσιώτης. Γεγονός είναι ότι η λειτουργικότητα
του σχεδίου Ανάν βρέθηκε στο επίκεντρο της κριτικής όσων το απορρίπτουν αλλά
και όσων το αποδέχονται ως βάση διαπραγμάτευσης. «Ο τρόπος λειτουργίας της
κυβέρνησης είναι εξαιρετικά περίπλοκος και αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία»,
ήταν η πιο συνηθισμένη αντίρρηση.
Μπορεί να λειτουργήσει το σχέδιο Ανάν; «ΤΑ ΝΕΑ» ζήτησαν τη γνώμη του
συνταγματολόγου κ. Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος αξίζει να σημειωθεί ότι συνέταξε
πρόσφατα γνωμοδότηση επί των συνταγματικών ρυθμίσεων του σχεδίου για
λογαριασμό πολιτικού κόμματος της Κύπρου.
Ο κ. Αλιβιζάτος δεν τρέφει αυταπάτες: Προϋπόθεση για να λειτουργήσει το
Σύνταγμα, μας είπε, είναι να θέλουν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι να ζήσουν
μαζί. Αν δεν υπάρχει αυτή η βούληση, περιττεύει κάθε συζήτηση.
Όμως ο κ. Αλιβιζάτος δεν πιστεύει ότι το σχέδιο Ανάν είναι ένα «τερατούργημα»
που θα αποδειχτεί προβληματικό στην πράξη. Θεωρεί ότι η πρωτοτυπία ήταν
αναγκαία, αφού το πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει δεν είχε προηγούμενο.
Εκτιμά λοιπόν ότι οι συντάκτες του σχεδίου έχουν καταλάβει πόσο εύθραυστη και
προβληματική θα είναι η συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αν δεν
διαρραγεί η μονολιθικότητα των δύο κοινοτήτων. Αυτό είναι κομβικό σημείο, αφού
όσο οι δύο κοινότητες λειτουργούν πολιτικά ως μπλοκ, η μεταξύ τους
αντιπαλότητα θα διαιωνίζεται:
Η φιλοσοφία των συνταγματικών ρυθμίσεων λοιπόν είναι να ενισχύσουν τις
φυγόκεντρες τάσεις μέσα στα δύο μπλοκ και να διευκολύνουν τη δημιουργία
συμμαχιών που θα υπερβαίνουν τα όριά τους. Και σύμφωνα με τον κ. Αλιβιζάτο, το
σχέδιο Ανάν ακολουθεί αυτόν τον στόχο με συνέπεια.
Αυτό φαίνεται στις διατάξεις που αφορούν τη λήψη αποφάσεων τόσο στο εξαμελές
προεδρικό συμβούλιο όσο και στη γερουσία. Εκ πρώτης όψεως, διασφαλίζεται σε
κάθε κοινότητα το δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) όπως έκανε και το Σύνταγμα του
1960 (Συμφωνίες Ζυρίχης, Λονδίνου). Στη Ζυρίχη βέτο στις αποφάσεις μπορούσαν
να θέσουν ο Ελληνοκύπριος πρόεδρος και ο Τουρκοκύπριος αντιπρόεδρος. Σύμφωνα
με το σχέδιο Ανάν, για να υπάρξει πλειοψηφία στο προεδρικό συμβούλιο, είναι
απαραίτητο να εγκρίνει την απόφαση ένας τουλάχιστον εκπρόσωπος κάθε συστατικού
κράτους. Αυτό σημαίνει ότι αν οι δύο εκπρόσωποι της τουρκοκυπριακής πλευράς
καταψηφίσουν ή απέχουν από την ψηφοφορία, δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση. Αυτό
το βέτο των Τουρκοκυπρίων είναι όμως πιο εκτεταμένο, αφού αφορά όλες τις
αποφάσεις του προεδρικού συμβουλίου και δεν περιορίζεται στην εξωτερική
πολιτική, την άμυνα και την ασφάλεια, όπως προέβλεπε η Ζυρίχη.
Όμως, επισημαίνει ο κ. Αλιβιζάτος, το βέτο του σχεδίου Ανάν είναι πολύ πιο
χαλαρό από εκείνο της Ζυρίχης, επειδή προϋποθέτει τη συμφωνία περισσότερων
ατόμων: Είναι πολύ πιο εύκολο να πειστεί ο ένας από τους εκπροσώπους της άλλης
κοινότητας, παρά ο μοναδικός εκπρόσωπός της. Και εδώ δεν θα πρέπει να
παραγνωρίζει κανείς το ότι οι εκπρόσωποι των κοινοτήτων στο προεδρικό
συμβούλιο θα εκλέγονται με διαφορετικά ψηφοδέλτια. Η νομιμοποίησή τους δεν θα
είναι μόνο εθνοτική, όπως συνέβαινε στη Ζυρίχη, αλλά και πολιτική-ιδεολογική.
Το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στη γερουσία, όπου για να
υπάρχει πλειοψηφία είναι απαραίτητη η θετική ψήφος τού ενός τετάρτου εκ των
παρόντων και ψηφιζόντων κάθε συστατικού κράτους. Και σε αυτήν την περίπτωση
όμως το βέτο προϋποθέτει τη συνεννόηση περισσοτέρων γερουσιαστών μιας εκ των
δύο κοινοτήτων αναμεταξύ τους, κάνοντας τη ζωή δύσκολη στα εξτρεμιστικά
στοιχεία κάθε πλευράς. Αυτή η συνεννόηση γίνεται γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη
στις περιπτώσεις εκείνες όπου το σύνταγμα προβλέπει αποφάσεις με ειδική
πλειοψηφία, για την οποία απαιτούνται τα 2/5 των γερουσιαστών κάθε συστατικού
κράτους. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται να συμφωνήσουν οι 15 από τους 24
γερουσιαστές κάθε συστατικού κράτους για να εμποδίσουν τη λήψη αποφάσεων, και
όπως επισημαίνει ο κ. Αλιβιζάτος εδώ οι συντάκτες του σχεδίου ποντάρουν – για
να παρακάμψουν το βέτο – στις φυσιολογικές πολιτικές διαφορές που υπάρχουν
μέσα σε κάθε κοινότητα.