Κάθε χωριό είχε τους δικούς του χαμούς
Δυτικά παράλια. Δικελί
(Μαρτυρία Νότας Διαμαντή – αποσπάσματα)
|
Το Δικελί είναι παραλιακή κωμόπολη με 7.000 κατοίκους (πριν το 1922) από τους οποίους 4.000 Έλληνες και 3.000 Τούρκοι. Βρίσκεται 26 χλμ. Δ – ΝΔ της Περγάμου και πάνω στο δρόμο Αϊβαλί – Σμύρνη. Οι Έλληνες κάτοικοι είναι νεότεροι έποικοι από τη Λέσβο αλλά και από την Πέργαμο και Αϊβαλί. Διαθέτει λιμάνι, απ’ όπου εξάγονταν τα προϊόντα της κοιλάδας του Καΐκου.
|
Το Δικελί είχε λιμάνι μεγάλο κι άραζαν καράβια λογής λογής. Έτσι, σαν
μαθεύτηκε πως ο ελληνικός στρατός οπισθοχωρεί και κατεβαίνουν οι Τούρκοι, η
πρώτη σκέψη του κόσμου ήταν να φύγει όπως όπως και από όπου να ‘ναι. Από τα
χωριά της Πέργαμος, και τα πιο μακρινά, ας πούμε το Σόμα, το Κιουπεϊλί,
περπατούσαν, άλλοι απάνω στα ζώα, στα κάρα, και φτάναν στην παραλία του Δικελί
χωρίς τίποτα, μ’ ένα τόσο δα μπογάκι. Το ίδιο και από τα χωριά του Αϊβαλί· η
Μακαρονία σφάχτηκε πέρα για πέρα. Το κάθε χωριό είχε το δικό του δράμα, τους
δικούς του χαμούς, και το κάθε σπίτι το δικό του. Κάποιος έμεινε, κάποιος
χάθηκε, κάποιος πέθανε χωρίς φροντίδα.
Εμείς είχαμε τα δικά μας. H μάνα μου πήγε να σώσει το δήμαρχό μας, τον
Τζώρτζη. Ως έμπιστη υπηρετούσε στο ξενοδοχείο του στην παραλία. Τον κυνηγούσαν
οι Τούρκοι οι ντόπιοι, γιατί τον είχαν άχτι, πριν ακόμη φύγει ο ελληνικός
στρατός.
Έκατσε λοιπόν στη θάλασσα στη σκάλα που είχαμε για τους επισήμους, άπλωσε τα
φουστάνια της και τον σκέπασε. Ωστόσο μαζεύτηκε κόσμος και φορτώματα· ο
Τζώρτζης έπεσε μπρούμυτα, του ρίξαν από πάνω του τσουβάλια και με τρόπο –
τρόπο τον μπαρκάρανε. Κάποιος όμως πρόδωσε και πιάσαν οι Τούρκοι τη μάνα μου.
Αυτή διαμαρτυρήθηκε και φώναζε πως καμία ανάγκη δεν είχε το δήμαρχο και πως
δεν της ήταν «της γούνας της μανίκι». Πέρασε κι αυτό και σε λίγες μέρες
μάζευαν τους άντρες από δεκατριών χρονών κι απάνω. Τι να τους κάνουν; Να τους
σκοτώσουν; Να τους σύρουν στο εσωτερικό να τους εξοντώσουν, να τους βάλουν
στην πέτρα; Ένας Θεός ήξερε. Είχα ένα αδερφάκι ως τόσο – δα, το παραμορφώσαμε,
του βάλαμε ένα μαντίλι στο κεφάλι, όπως φορούσαν τα Τουρκάκια, και το κρύβαμε
μέσα σε μια αποθήκη, ίσαμε την ώρα που μπαρκάραμε. Δεν μπήκαμε στο ίδιο
καράρβι που μπάρκαρε ο δήμαρχος. Ένας θείος μου ήρθε στο Δικελί με φορτωμένο
καΐκι, μας πήρε και μας πήγε στη Μυτιλήνη.
|
Μαζικά εκτοπισμένοι Έλληνες σε πορεία τους στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)
|
H γιαγιά μου ήτανε πάνω από ενεντήντα χρονών και σπάνια έβγαινε από το σπίτι,
ούτε και της δίναμε πολύ λογαριασμό για το τι γίνεται, να μην πικραίνεται. Το
βράδυ – βράδυ, που βγήκαμε για να μπαρκάρουμε στου θείου μου το καΐκι, που
ήταν αραγμένο πιο πέρα από τον Καναρά, περπατούσε στην ακροθαλασσιά απάνω στα
αμέτρητα πτώματα κι αλλού σκόνταφτε απάνω στα κόκαλα κι αλλού βουλούσε στο
αίμα και μας έλεγε: «Τι δρόμος είναι αυτός, που με φέρατε; Όλο βράχια. Πότε
έβρεξε και γίνηκε τόση λάσπη». Και μοναχά το πρωί σαν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα
είδε πως οι κάλτσες της και οι γόβες της ήταν μέσα στο αίμα.
Πού να ξέρει τι σφαγή έγινε από τους Τσέτες στην παραλία, τι άδικο αίμα
χύθηκε! Εκεί, όπως καρτερούσαν οι κακόμοιροι από τα διάφορα χωριά δεν ήταν
συμφορά που να μην την πάθουν· παίρναν κορίτσια, ξεγύμνωναν από παράδες, από
ρούχα, τους άφηναν με την ψυχή στο στόμα, νηστικούς και διψασμένους. Όλη τους
η μανία για ό,τι πάθαν από τον ελληνικό στρατό σ’ αυτούς τους άτυχους έπεσε.
Άσε τους Γάλλους! Ντρέπομαι που το λέω. Κάμποσα παλικάρια, για να γλυτώσουν
την αιχμαλωσία, κολυμπούσαν ίσαμε τα καράβια τους κι αυτοί αντί να τους
προστατέψουν, καθώς πιάνονταν για να σωθούν, τους κόβαν τα χέρια. Τέτοια θηρία
είναι.
Στη Μυτιλήνη όταν πήγαμε, είχε πέσει – είναι η αλήθεια – πολύς κόσμος· μας
βάλαν στην αρχή μέσα στο δημόσιο κήπο, στο άλσος. Όταν χειμώνιασε μας
στοίβιασαν μέσα στο σινεμά κι άλλους στα σχολεία. Καιρό κάναν εξαιτίας μας να
λειτουργήσουν τα σχολεία τους. Μας δίναν ένα μικρό επίδομα.
Άλλοι πήγαν μεροκάματο, άλλες παραδούλευαν σε πλούσια σπίτια και σε μαγαζιά,
κάναν νταντέλες, κάλτσες και ζούσαν. Οι άρρωστοι ζητιάνευαν και τα κακόμοιρα
παιδάκια!
Εμείς σώσαμε το αδερφάκι μου, μα το χάσαμε είκοσι έξι χρονώ παλικάρι στη
Μυτιλήνη. Πολύ κακοπαθήσαμε, αυτή ήταν η μοίρα μας.