Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Νεάπολης. Μαλακοπή.

H Μαλακοπή (τουρκ. Melegubu ή Melegob) βρίσκεται 75 χλμ. ΝΔ της Καισάρειας, 27

χλμ. N-NA της Νεάπολης, πάνω στο δρόμο Νίγδη – Μαλακοπή – Νεάπολη. Οι κάτοικοί

της τη στιγμή της Ανταλλαγής ήταν Έλληνες ελληνόφωνοι (220 οικογένειες – 765

άτομα) και Τούρκοι (800 άτομα περίπου). H Μαλακοπή ήταν μουδουρλίκι και

υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι της Νεάπολης, στο μουτεσαριφλίκι της Νίγδης και στο

βαλελίκι του Ικονίου. Εκκλησιαστικά ανήκε στη Μητρόπολη Ικονίου. Είχε σχέσεις

και συναλλαγές με ελληνικούς και τουρκικούς οικισμούς.



Αχ, πού μας αφήνετε και φεύγετε;

(Μαρτυρία Αναστασίας Αντύπα – Αποσπάσματα)

Μαλακοπή. Εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου

Μικρασιατικών Σπουδών-αδημοσίευτη φωτογραφία)

Εσύ ν’ ακούεις πώς ήρταμε απ’ την Μαλακοπιά. Πριν να φύγουμεστι απ’ την

Μαλακοπιά ήρταν Τούρκοι απ’ το Κοζάνη και μας έβγαλαν απ’ τα σπίτια μας με το

ζόρ’. Το 1924 ήτανε. Δυο τρεις οικογένειες σ’ ένα σπίτι κάτσαμιστι ένα δυο

μήνες· ξένο σπίτι, χώρας σπίτι.

Και ερχούτσαντε εκεί οι Τούρκοι και χτυπούσανε την πόρτα για να μας βγάλουν κι

απ’ εκεί να κάτσουνε πάλι Τούρκοι.

Αλλά είχαμε καλά Τούρκοι στην Μαλακοπιά και μας έρχουντανε κάθε ζαπάχνα* «να

μη ανοίξετε το θύρα και να χωθούνε μέσα». Δεν άνοιγαμε θύρα· χτύπαναν Τούρκοι

Κοζάνης το θύρα, και δεν άνοιγαμε ‘μεις για να μας βγάλουνε. Κάθε ζαπάχνα αυτό

ήτανε. H πεθερά μου κάθε ζαπάχνα χτύπανε την πόρτα και έλεγε το Τούρκοι

Κοζάνης: «Όντας έχτισα αυτό το σπίτι, κοντά μου ήταστε κι ήρτετε πήρετε το

σπίτι μ’ απ’ τα χέρια μας και κάθεστε εσείς;». Κάθε ζαπάχνα αυτό ήτανε όντας

πήρανε σπίτι μας. Ύστερις άνοιξαν οι Τούρκοι Κοζάνης την πόρτα και πήραν την

πεθερά μου μέσα και έδειρανε. Φοβήθηκεν και άλλη φορά δεν πήεν. Οι Τούρκοι

έλεγαν, όντας ήρτανε απ’ το Κοζάνη: «Κι εμείς άφησαμε σπίτια και χωράφια· να

πάτε εκεί να τα πάρετε ‘σεις».

Στη Μαλακοπιά είχαμε καλά Τούρκοι και μας υποστήριζανε.

Ήτανε ήλιος και δεν ξεκίνησαμε απ’ την Μαλακοπιά. Κάτσαμε δυο τρεις μήνες και

πάγωσεν λίγο η μέρα και ύστερις βγήκαμε στράτα.

Κάθε οικογένεια πιάσαμε απ’ ένα αραπά και βγήκαμε στράτα.

Όντας έφυγαμε ήρταν Τούρκοι μας και μας χοτζακλάτιζαν** κι έλεγαν: «Αχ, πού

μας αφήνετε και φεύγετε;». Είχαμε καλά Τούρκοι.

Πού έφυγαμ’ την ημέρα πήγαμε με τα αραπάδια στη Νίγδη και μια βραδιά

κοιμήθηκαμε εκεί. Και την άλλη μέρα ζαπάχνα έφυγαμε και πήαμε στο Ουλούκισλα·

και άμα είδαμε εκεί τα τρένα μαύρα μαύρα φοβήθηκαμε και έκλαιγαμε. «Πού να μας

πάνε τα τρένα;» έκλαιγαμε.

Τρία νύχτες έμειναμε στο Ουλούκισλα. Στα χάνια έμειναμε.

Ύστερις κάτσαμ’ στο τρένο και πήαμιστι στη Μερσίνα. Εκεί είδαμε τα παπόρια και

τρόμαξαμε και με τα παπόρια…

Κάτσαμε δεκαπέντε μέρες στη Μερσίνα. Εκεί ήτανε κάτι άγρια Τούρκοι και

έτρεχανε κατόπιψά μας και μας τσιμπούσανε και μας ρίχνανε πέτρες. Πολύ άγρια

Τούρκοι ήτανε και φοβήθηκαμε.

Στη Μερσίνα κάτσαμε δεκαπέντε μέρες μέσα στα τσαντούρια.

Παίνεαμε*** να ψωνίσομε και τα άγρια Τούρκοι μας κρούηγαν****.

Ύστερις μας πήραν στα παπόρια και μας πήανε στου Άι-Γιωργιού τα τσαντούρια,

στον Πειραιά.

Μας πήαν στα λουτρά και τα τσόλα***** μας, τα ρούχα μας, τα χάσεψανε******

στην καραντίνα. Και μαλλιά έκοψανε.

Κάτσαμε καμιά είκοσι μέρες στου Άι-Γιωργιού τα τσαντούρια.

Εμείς, όντα έφγαμε απ’ τη Μαλακοπιά, άντροι δεν είχαμε κοντά μας. Το άντροι

μας ήτανε στην Πόλ’. Πέντε χρόνια ξενιτιά έκανε στην Πόλ’.

Εκεί στου Άι-Γιωργιού τα τσαντούρια ήρτεν άντρας μου απ’ την Πόλ’ και δεν το

άφησανε νάρθ’ κοντά μας να το διούμε. Κι έφυεν και έκατσεν στην Πειραία μοναχή

του.

Στου Άι-Γιωργιού τα τσαντούρια κάτσαμιστι δεκακτώ μέρες. Κι από ‘κει σήκωσάν

μας και μας έφεραν στο Χαρμάνκοϊ, στη Σαλονίκη. Τρεις μήνες κάτσαμε στο

Χαρμάνκοϊ. Στο Χαρμάνκοϊ μας έδωσαν μικρές παράγκες και καθίσαμεστε. Ύστερις

ήρτεν απ’ την Πειραιά κι άντρας μου. Δουλειά δεν είχε. Έκανε ένα πάγκο και

καβούρτανε μπακαλιάρο για να βγάλ’ το ψωμί μας.

Ύστερις μας πήανε στου Όμπαρ στα Γιαννιτσά. Πόσα σπίτια ήταμεστε δεν το

μπελεντίζω********.

Στου Όμπαρ, όντας μας πήανε, ήταμεστε καμιά εικοσπέντε τριάντα σπίτια

Μαλακοπίτικα. Ήτανε κι άλλ’, δεν το ξέρω αμά από πού.

Στου Όμπαρ είχανε μπόλικα νερά και θέρμη, περιτό*******. Περιτό να διεις. Ούλα

μας ήταμεστε αστενάρα. Μέρα παράμερα μας πιάνιν ο σουτμά*********, το θέρμη

που λένε.

Εκεί στου ‘Ομπαρ κάτσαμε ένα χρόνο. Αλλά τα μισά μας μαλακοπίτ’ πέθαναν απ’ το

θέρμη. Κι εγώ είχα ένα αγόρι και πέθανε απ’ το σουτμά κι αυτό. Στο Ασάρμπεη,

ένα χωριό κοντά στου Όμπαρ, ήτανε ένας γιατρός και το τσιγούρταναμε**********

και μας τράνανε***********. Κανένα δύο χαπάκια μας έδινε ο γιατρός και ύστερις

πάλι μας έρχουτανε το θέρμη.

Ύστερις ήρταμε στο Σαλονίκη. Δεν μπόρειαμε να κάτσουμε στο Όμπαρ απ’ το

σουτμά. Και δουλειά δεν είχε.

Εδώ μας έβαλανε στρατιωτικά θαλάματα και κάτσαμε μέσα στα θαλάματα τρία

χρόνια.

Ύστερις τα χαλάσανε τα θαλάματα και μας έβαλανε στα τσαντούρια ίσαμ’ να τα

κάνουνε σπίτια. Πέντε έξ μήνες στα τσαντούρια κάτσαμε. Και ύστερις μας έδωσε

Πρόνοια αυτά τα σπίτια και κάθομαστε.

* Πρωί πρωί, ** αγκάλιαζαν, *** πηγαίναμε, **** χτυπούσαν, ***** ρούχα,

****** ζεματίσανε, ******* δεν θυμάμαι , ******** πυρετό,********* ελονοσία,

********** φωνάζαμε, *********** κοίταζε.

16. 4. 1956