Φιλοξενήθηκε στο σπίτι του επί μήνες για να μάθει πώς έσωζε τα βιβλία από

την πυρά. Και τώρα είναι εκείνος που θέλει το δικό της βιβλίο στην πυρά.

Σύγκρουση πολιτισμών;

Στην Καμπούλ: Αφγανοί μαθητές παρακολουθούν μαθήματα στις κατεστραμμένες τάξεις

Εκείνος λέγεται Σαχ Μοχάμαντ Ραϊς, αλλά όλοι τον ξέρουν ως τον «βιβλιοπώλη της

Καμπούλ», από το ομώνυμο βιβλίο της Νορβηγίδας δημοσιογράφου Ασνε Σέιερσταντ

που κυκλοφορεί ήδη σε 23 χώρες και έχει γίνει το μπεστ-σέλερ της χρονιάς. Ο

άνθρωπος αυτός έχει (τουλάχιστον) ένα καλό και πολλά κακά. Το καλό είναι ότι

αγαπά τα βιβλία: χάρις σε αυτή την αγάπη, κατάφερε να σώσει 10.000 βιβλία από

την καταστροφική μανία των Ταλιμπάν. Τα κακά είναι αυτά που χαρακτηρίζουν τους

περισσότερους άνδρες στον αραβικό κόσμο: περιφρονεί τις γυναίκες του,

συμπεριφέρεται στην αδελφή του σαν να είναι σκλάβα, αναγκάζει τον 12χρονο γιο

του να πουλάει γλυκά στο δρόμο αντί να πηγαίνει στο σχολείο. Επιπλέον,

επιμένει να κλείσουν στη φυλακή ένα φτωχό μαραγκό που του έκλεψε μερικές

καρτ-ποστάλ, αν και γνωρίζει ότι τα παιδιά του θα πεθάνουν από την πείνα.

Εκείνη είναι νέα, ωραία και διάσημη. Την περασμένη άνοιξη κάλυψε τον πόλεμο

στο Ιράκ. Ένα χρόνο νωρίτερα, είχε βρεθεί στο Αφγανιστάν: αφού κάλυψε την

πτώση των Ταλιμπάν, συμφώνησε με τον Ραϊς να μείνει μερικούς μήνες στο σπίτι

του και στη συνέχεια να γράψει την ιστορία του, που θα ήταν και η ιστορία μιας

οικογένειας στη διάρκεια ενός εμφυλίου πολέμου. Το βιβλίο είχε απροσδόκητη

επιτυχία: μόνο στη Σκανδιναβία έχει πουλήσει 500.000 αντίτυπα, ενώ συνοδεύεται

από διθυραμβικές κριτικές σε όποια χώρα κυκλοφορεί. Το πρόβλημα είναι ότι δεν

άρεσε στον βιβλιοπώλη. Δεν του άρεσε (βέβαια) ούτε το δικό του πορτρέτο ούτε η

περιγραφή της αφγανικής κοινωνίας, με τους υποχρεωτικούς γάμους και τις άγριες

σωματικές τιμωρίες. «Το βιβλίο προσβάλλει την αφγανική κουλτούρα, το ισλάμ και

την οικογένειά μου», καταγγέλλει. Προσέλαβε λοιπόν ένα γνωστό Νορβηγό δικηγόρο

(που κατά σύμπτωση υπερασπίζεται κι ένα πρώην στέλεχος μιας ιρακινής

εξτρεμιστικής οργάνωσης) και πήγε ο ίδιος στο Όσλο απαιτώντας να καταστραφούν

όλα τα βιβλία και να ζητήσει η συγγραφέας δημοσίως συγγνώμη.

H 33χρονη Ασνε διαρρηγνύει τα (ακριβά) ιμάτιά της. «Έγραψα ό,τι είδα», λέει

στην Ομπζέρβερ. «Ο τύπος είναι ψεύτης, εδώ μιλάμε για την απόλυτη

σύγκρουση πολιτισμών». Εκτός από τον βιβλιοπώλη, τα ‘χει και με μερικούς

συμπατριώτες της. Τον ανθρωπολόγο και ειδικό για τη Μέση Ανατολή Ούνι Βίκαν,

για παράδειγμα, που αμφισβητεί την αυθεντικότητα ενός μεγάλου μέρους του

βιβλίου και θεωρεί πως η συγγραφέας προσέβαλε τις γυναίκες του Αφγανιστάν

αποκαλύπτοντας τα μυστικά τους. H δίκη αναμένεται με ενδιαφέρον – αν και είναι

ήδη γνωστό ποιος θα δικαιωθεί, η δυτική δημοκρατία δεν ανέχεται απαγορεύσεις

βιβλίων, πολύ περισσότερο μάλιστα… πυρπολήσεις. H ιστορία αυτή βγάζει όμως

μια θλίψη, ένα έλλειμμα σεβασμού, μια τραγική αδυναμία επικοινωνίας. Είχε

δίκιο λοιπόν ο Χάντινγκτον;