Πιάνω στα χέρια μου το πιο πρόσφατο τεύχος του «Economist»: «Δουλεύετε μέχρι
μεγάλη ηλικία και κάντε παιδιά. Μόνο έτσι θα λυθεί το συνταξιοδοτικό πρόβλημα
της Ευρώπης». Στο εξώφυλλο, κάτω απ’ αυτόν τον τίτλο, μια πολύ νεαρή γυναίκα,
με έντρομο ύφος.
Πρέπει λοιπόν εμείς να δουλεύουμε μέχρι τα πολύ βαθιά γεράματά μας και να
κάνουμε και τουλάχιστον δύο τρία παιδιά. Και λέω «εμείς», γιατί η επιταγή
απευθύνεται σε όσους βρίσκονται ακόμα σε παραγωγική ηλικία – από εργασιακής
αλλά και αναπαραγωγικής απόψεως. Και κυρίως στις γυναίκες. Πρέπει να κάνουμε
λοιπόν παιδιά, συντρόφισσες. Θέλουμε σε γάμο, συμβίωση, ή και μόνες μας, δεν
υπάρχει πρόβλημα. Αρκεί να γεννάμε και να δουλεύουμε. Για το καλό της Ευρώπης.
Κοιτάω την κοπέλα του εξωφύλλου του «Economist». Θα μπορούσε να λέγεται Μαρία
– όλες οι γυναίκες εξάλλου έχουν τα στοιχεία της καρτερικής μάνας και της
αμαρτωλής να παλεύουν μέσα τους. Και τη φαντάζομαι δέκα χρόνια αργότερα. Έχει
μία απαιτητική, καλή, σταθερή και σίγουρη – προπαντός αυτό, γιατί είναι ολοένα
και σπανιότερο στις μέρες μας – δουλειά. Έχει έναν σύζυγο – καλός κι αυτός –
και δύο παιδιά – καλά κι αυτά. Ντυμένη κομψά, έχει διατηρήσει και τη σιλουέτα
της. Είναι η τέλεια Ευρωπαία. Στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού της και
ανεπαίσθητα αισθάνεται ένα ρεύμα ψυχρού αέρα να τη διαπερνά. Κάποια πράγματα
στη ζωή συμβαίνουν απροσδόκητα. Ένα λεπτό περνάει, ή χρόνια, και μετά η ζωή
απαντάει. Δεν υπάρχει κανένας ήχος, τίποτα. Θα τολμήσει ποτέ κανείς να σπάσει
αυτήν τη σιωπή; H Μαρία κάθεται ακίνητη, με τα πάντα από πίσω της και την
αιωνιότητα μπροστά στα μάτια της. Θα ήταν όλα τόσο εύκολα εάν η αιωνιότητα δεν
βρισκόταν μπροστά στα μάτια της.