H Τζεραλντίνα Κολότι ούτε μετάνιωσε ούτε διαχώρισε τη θέση της από την
τρομοκρατία. Και τώρα, είκοσι έξι χρόνια μετά το έγκλημα, αποφάσισε να
αφηγηθεί την εμπειρία της στα παιδιά.
|
Τζεραλντίνα Κολότι: «Δεν ήμασταν πληρωμένοι φονιάδες»
|
H Σίλα είναι ένα κορίτσι 13 ετών. Μια μέρα, ένστολοι αστυνομικοί εισβάλλουν
στο σχολείο της και την παίρνουν στο Τμήμα. Την ανακρίνουν, αλλά δεν ξέρει
τίποτα. Την ώρα που ετοιμάζεται να φύγει, ακούει μια αστυνομικό να της πετάει
μια φράση που θα αλλάξει τη ζωή της: «Άντε κορίτσι μου, και μη γίνεις
τρομοκράτισσα σαν τη μάνα σου!». H Σίλα αρχίζει να ψάχνει, και ανακαλύπτει ότι
το παρελθόν της δεν είναι αυτό που νόμιζε, η μητέρα της ήταν πράγματι
τρομοκράτισσα, έτσι τουλάχιστον την αποκαλούσε η «άλλη πλευρά». H διευθύντρια
του σχολείου της θέτει το θέμα ως εξής: «Πρέπει να ξεκινήσουμε από το 1968.
Γίνονταν τόσες διαδηλώσεις, πολλοί μιλούσαν για επανάσταση. Ύστερα έγινε η
σφαγή της πιάτσα Φοντάνα. Για να το πούμε με δύο λόγια, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες
ήταν μια ένοπλη οργάνωση που ιδρύθηκε το 1970. Στην αρχή, τα μέλη της
παρουσιάζονταν ως οι Ρομπέν των Δασών της εργατικής τάξης, αλλά στη συνέχεια
άρχισαν να σκοτώνουν, πάντα “στο όνομα του κομμουνισμού και των εργατών”, κι
έκαναν τόσο κακό… Για μένα, τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών δεν ήταν
επαναστάτες. Ακόμη κι αν είχαν ιδανικά, αυτό δεν δικαιολογεί τις πράξεις
τους».
H Σίλα δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο. Πρωταγωνιστεί σε ένα βιβλίο που λέγεται «Το
μυστικό» και κυκλοφορεί σήμερα στην Ιταλία από τις εκδόσεις Mondadori.
Συγγραφέας είναι μια πρώην τρομοκράτισσα και νυν συνεργάτις της εφημερίδας
Μανιφέστο, η 47χρονη Τζεραλντίνα Κολότι, που συνελήφθη το 1987 και
καταδικάστηκε σε κάθειρξη 27 ετών για τη δολοφονία του στρατηγού Λίτσο
Τζορτζέρι. Το βιβλίο κατά ένα μέρος είναι μυθιστόρημα και κατά ένα άλλο μέρος
διηγείται την ιστορία της τρομοκρατίας στην Ιταλία. Διακρίνεται όμως από μια
πρωτοτυπία: όπως γράφει στο οπισθόφυλλο, απευθύνεται σε παιδιά (αρκεί να έχουν
συμπληρώσει τα 11 χρόνια τους), σε ανθρώπους που δεν πιστεύουν στον κακό λύκο,
ή κι αν τον πιστεύουν διασχίζουν το δάσος για να τον δουν με τα μάτια τους, σε
ανθρώπους που θέλουν να γνωρίσουν το παρελθόν για να καταλάβουν το παρόν.
«Δεν θέλω να διδάξω τίποτα σε κανέναν», λέει η Τζεραλντίνα Κολότι, που κάθε
βράδυ μετά τη δουλειά επιστρέφει στη φυλακή. «Προσπάθησα να διηγηθώ, με τη
βοήθεια της λογοτεχνίας, αυτά που στην πραγματική μου ζωή καλούμαι συχνά να
εξηγήσω στα ανίψια μου ή στα παιδιά των φίλων μου, που γνωρίζουν το παρόν μου
αλλά όχι και το παρελθόν μου. Ήθελα να κάνω γνωστό ότι δεν ήμασταν πληρωμένοι
φονιάδες, ότι ακόμη και πίσω από εσφαλμένες πράξεις υπήρχαν ιδέες, ότι είχαμε
αμφιβολίες πριν και μετά, χωρίς να κρύψω ούτε να αφαιρέσω τίποτα από τον πόνο
που προκαλέσαμε στους άλλους»…