H απάντηση βρίσκεται στη συμπεριφορά των αερίων και τη διαλυτότητά τους στο

νερό. Οι περισσότερες μπίρες είναι αδύναμα διαλύματα από σάκχαρα, αέρια,

οργανικά οξέα και άλλα περίπλοκα μείγματα και αλκοόλ.

Το αέριο που δίνει στα αναβράζοντα ποτά το χαρακτηριστικό «σφύριγμα» είναι το

διοξείδιο του άνθρακα. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι η διαλυτότητα του

διοξειδίου του άνθρακα σχετίζεται με τη θερμοκρασία του διαλυτικού στο οποίο

διαλύεται – στην προκειμένη περίπτωση, της μπίρας. Περισσότερο αέριο μπορεί να

διαλυθεί στην κρύα μπίρα, παρά στη ζεστή.

Όταν η μπίρα σερβίρεται, περιέχει μια συγκεκριμένη ποσότητα διαλυμένου

διοξειδίου του άνθρακα, αλλά όσο το ποτό θερμαίνεται η ικανότητά του να

διατηρήσει το διοξείδιο μειώνεται. Το αέριο τότε απελευθερώνεται στην

ατμόσφαιρα μέσα από τις φυσαλίδες που βλέπουμε στο ποτήρι και στη συνέχεια το

ποτό χάνει τον αφρό του και γίνεται ομοιόμορφο. Επίσης η μπίρα μυρίζει

διαφορετικά, λόγω άλλων ασταθών μειγμάτων της βύνης που εξατμίζονται

γρηγορότερα.