Ρεκόρ αλκοτέστ κάνει τις τελευταίες ημέρες η Τροχαία, λόγω των γιορτών, και
αρκετοί οδηγοί προσπαθούν να… ξεγελάσουν τον μετρητή πίνοντας νερό και καφέ
ή τρώγοντας σοκολάτες και καραμέλες. Ωστόσο, ματαιοπονούν, διότι το αλκοόλ
διαλύεται μόνον στα λίπη, ενώ η απορρόφησή του εξαρτάται από πάρα πολλούς
παράγοντες.
|
|
«H απορρόφηση του αλκοόλ αρχίζει από τη στιγμή που μπαίνει στο στομάχι»,
εξηγεί ο κ. Μάριος Μαρσέλος, καθηγητής Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. «Την απορρόφηση μπορεί να επιβραδύνουν έως έναν βαθμό
μόνο τα πλούσια σε λίπη τρόφιμα, όπως οι μπριζόλες, οι ξηροί καρποί, το γάλα ή
ακόμα και το λάδι, επειδή η αιθυλική αλκοόλη, όπως επιστημονικά λέγεται το
αλκοόλ, είναι λιποδιαλυτή. Ωστόσο, ο οργανισμός μπορεί να μεταβολίζει το
αλκοόλ με συγκεκριμένο ρυθμό, ενώ η απορρόφησή του εξαρτάται και από πολλούς
άλλους παράγοντες».
Τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι ο οργανισμός του μέσου ανθρώπου (ύψος 1,70
μέτρα και βάρος 70 κιλά) μπορεί να μεταβολίζει επτά γραμμάρια αλκοόλ την ώρα.
Τα γραμμάρια αυτά αντιστοιχούν στο μισό ενός ποτού του μπαρ – λ.χ. στα 15 από
τα 30 ml ενός ουίσκι ή άλλου δυνατού ποτού.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ένας άνθρωπος πιο κοντός και πιο αδύνατος μπορεί
να μεταβολίζει μικρότερη ποσότητα αλκοόλ ανά ώρα, ενώ ένας πιο ψηλός και πιο
παχύς περισσότερη.
H ψυχολογική κατάσταση
Ωστόσο, δεν είναι μόνο τα λίπη, το ύψος και το βάρος που επηρεάζουν την
απορρόφηση του αλκοόλ. «Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης παράγοντες όπως η
ψυχολογική κατάσταση, η κούραση, το αν έχει γίνει λήψη φαρμάκων (λ.χ.
ηρεμιστικών), η ηλικία, καθώς και το φύλο», λέει ο κ. Μαρσέλος. «Οι
ηλικιωμένοι είναι πιο ευαίσθητοι στις επιδράσεις του αλκοόλ, ενώ οι γυναίκες
έχουν βραδύτερο μεταβολισμό, συνεπώς το αλκοόλ αυξάνεται πιο εύκολα στο αίμα
τους».
Σύμφωνα με τους αρμόδιους φορείς, ένας οδηγός I.X. δεν μπορεί να οδηγήσει με
ασφάλεια όταν τα επίπεδα αλκοόλ στην αναπνοή του φτάνουν ή ξεπερνούν το 0,25
mg ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα, γι’ αυτό και επιβάλλονται πρόστιμα. H ποσότητα
αυτή «αντιστοιχεί σε δύο ποτήρια ουίσκι, των 30 ml το καθένα, ή σε δύο
ποτηράκια κρασί, των 100 ml το καθένα, ή σε δύο μπουκάλια μπίρα των 400 ή των
500 ml», εξηγεί ο κ. Μαρσέλος. «Οι ποσότητες αυτές, όμως, αφορούν τον μέσο
άνθρωπο και αλλάζουν ανάλογα με τους προαναφερθέντες παράγοντες».
Συνεπώς, όσοι δεν θέλουν να έχουν προβλήματα στην οδήγηση και να υποστούν τις
συνέπειες του νόμου, πρέπει να πίνουν με αργό ρυθμό, με γεμάτο στομάχι (όχι
με… μαρουλοσαλάτα, αλλά με τροφή πλούσια σε λίπη), το πολύ δύο ποτά και να
πιάνουν το τιμόνι στα χέρια τους αφού περάσει μία ή καλύτερα δύο ώρες από την
τελευταία γουλιά!