Ένα μεγάλο πιθάρι βρέθηκε στη γωνιά του δωματίου, στην ίδια θέση που το είχαν

τοποθετήσει πριν 35 αιώνες, στο Κουκονήσι της Λήμνου

Μέχρι πριν από δέκα χρόνια, τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι κάτω από τα σταροχώραφα

και τα βοσκοτόπια στο Κουκονήσι, το νησάκι που βρίσκεται στον μυχό του κόλπου

του Μούδρου, στο μεγαλύτερο και ασφαλέστερο βαθύ φυσικό λιμάνι του

Βορειοανατολικού Αιγαίου, ήταν θαμμένος ένας μεγάλος προϊστορικός οικισμός που

σωζόταν σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης και ήταν σύγχρονος με την Τροία.

Τα ευρήματα της ανασκαφής – που άρχισε ο Λήμνιος αρχαιολόγος Χρήστος Μπουλώτης

σε συνεργασία με την Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων – δείχνουν

ότι μεταξύ της Τροίας και της Πολιόχνης της Λήμνου, της πρώτης πόλης της

Ευρώπης, ήταν θαμμένη μια πόλη με συνεχή κατοίκηση επί 2.000 χρόνια. Και

φέρνουν σε απόσταση οπτικής επαφής τα ίχνη της εγκατάστασης και της παρουσίας

των πρωταγωνιστών του Τρωικού Πολέμου των Ελλήνων από την Αργολίδα και άλλα

μέρη της Πελοποννήσου, από τη Θεσσαλία, τη Στερεά, αλλά και από τα νησιά και

την Κρήτη. Μια λίθινη άγκυρα πλοίου, που ανακαλύφθηκε φέτος, επισφραγίζει το

γεγονός ότι «το Κουκονήσι υπήρξε επί δύο χιλιετίες ένα ανθηρό λιμάνι στο

σταυροδρόμι του θαλάσσιου δρόμου που οδηγούσε από Βορρά προς Νότον και από την

Ανατολή στη Δύση». Έτσι συνοψίζει ο Χρήστος Μπουλώτης τη σημασία της θέσης, εν

όψει της ομιλίας που θα δώσει στην Αρχαιολογική Εταιρεία για τα ανασκαφικά

δεδομένα μιας δεκαετίας.

Σήμερα, η συστηματική ανασκαφή έχει φθάσει σε βάθος οκτώ μέτρων. Γνωρίζουμε

την καθαρότατη στρωματογραφία της, που στις άλλες πόλεις της ίδιας περιόδου

είναι δυσδιάκριτη. Ξέρουμε ότι η πόλη χτίστηκε και καταστράφηκε πολλές φορές

από σεισμό. Όμως οι τοίχοι των σπιτιών της σώζονται σε εντυπωσιακά μεγάλο

ύψος. Έχουν έρθει στο φως ο πολεοδομικός ιστός της, κάθετοι δρόμοι, σύστημα

αποχέτευσης και κτιριακά συγκροτήματα.

Ο αρχαιολόγος Χρήστος Μπουλώτης με ένα προϊστορικό κύπελλο με μεγάλες λαβές,

το οποίο αποτελεί ασφαλές δείγμα της σχέσης των κατοίκων του Κουκονησίου της

Λήμνου με την αντικρυνή Τροία, 4.000 χρόνια πριν

Έχουμε στοιχεία για το πλήθος των αιγοπροβάτων που κατανάλωναν, αλλά και εκατό

σφονδύλια για το γνέσιμο του μαλλιού. Έχουμε πλήθος μεγάλων αποθηκευτικών

πιθαριών, ειδώλια ζώων αλλά λατρευτικά μυκηναϊκά ειδωλια τύπου Φ και Ψ που

μιλούν για τις θρησκευτικές τους συνήθειες. Έχουμε πλούσια και ποικίλη εντόπια

κεραμική συχνά στα τρωικά πρότυπα κι ακόμα περισσότερη μυκηναϊκή κεραμική, που

κατακλύζει το νησί ακριβώς στον 13ο και 12ο αιώνα την εποχή της Αργοναυτικής

Εκστρατείας και του Τρωικού Πολέμου.

Ποια είναι η σημασία αυτής της ανασκαφής;

«Αφ’ ενός ρίχνει φως σε μια εποχή που διακρίνεται για τη ρευστότητα που

υφίσταται στα συστήματα χρονολόγησης, αφ’ ετέρου γίνεται πρόδηλη η ποσοτική

και ποιοτική σχέση αυτού του πολιτισμού με την ηπειρωτική Ελλάδα και τον νότιο

αιγαιακό χώρο. Εδώ γίνεται αισθητή η παρουσία των Μυκηναίων στη Λήμνο, με

αποκορύφωμα τον 13ο, 12ο αι. π.X. τη θρυλούμενη εποχή των τρωικών πολέμων.

Μέσα από το Κουκονήσι θα φανεί πως η Τροία είναι περισσότερο μια αιγαιακή πόλη

στο μεταίχμιο και όχι μια πόλη της Ανατολίας».

Μύθος και πραγματικότητα

«Ο Μύθος αντανακλά την πραγματικότητα», επισημαίνει ο αρχαιολόγος Χρήστος

Μπουλώτης. «Μιλάει για επιγαμίες και εμπορικές σχέσεις. Οι Αργοναύτες

πηγαίνοντας για την Κολχίδα για να φέρουν τον χρυσό ξεκίνησαν από τον Βόλο. Ο

πρώτος σταθμός σ’ αυτό το ταξίδι είναι η Λήμνος. Εξ ου και ο μύθος του Ιάσονα

με τη βασίλισσα της Λήμνου Υψιπύλη, που άφησε πίσω του έναν γιο, τον βασιλιά

Εύηνο, όπως και λίγο αργότερα ο μύθος του βασιλιά Θόαντα που έδινε πρόβατα

στους Έλληνες που πολιορκούσαν την Τροία με αντάλλαγμα τον χαλκό».