H εκρηκτική επέκταση της καταναλωτικής πίστης τα τελευταία δύο χρόνια (π.χ.

προγράμματα άτοκων δόσεων, αγορά αυτοκινήτου με πρώτη δόση ύστερα από ένα ή

δύο χρόνια), με αποκορύφωμα την απελευθέρωσή της πέρυσι το καλοκαίρι, οδήγησε

πολλούς καταναλωτές στην υπερχρέωση. Σύμφωνα με στοιχεία τραπεζών, στα

καταναλωτικά δάνεια οι καθυστερούμενες δόσεις για πάνω από τρεις μήνες

υπολογίζονται σήμερα γύρω στο 7,5% – 8% των υπολοίπων των δανείων, ποσοστό που

έχει αυξηθεί σε σχέση με αυτό του 2002. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου

700 – 750 εκατ. ευρώ. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2002 ήταν γύρω στο 6,5% και οι

καθυστερούμενες δόσεις για πάνω από τρεις μήνες ανέρχονταν σε περίπου 600

εκατ. ευρώ.

Προφανώς, τα στοιχεία αυτά έπαιξαν ρόλο στην επισήμανση του διοικητή της

Τραπέζης της Ελλάδος κ. N. Γκαργκάνα, τη Δευτέρα, ότι χρειάζεται προσοχή εκ

μέρους των νοικοκυριών, γιατί υπάρχει κίνδυνος υπερχρέωσης.

Οι ρυθμοί χορήγησης δανείων αναμένεται να διατηρηθούν περίπου στα ίδια υψηλά

επίπεδα με το 2003. Συνολικά το 2003 τα δάνεια αυξήθηκαν κατά 17%. Τα δάνεια

προς τα νοικοκυριά αναμένεται να αυξηθούν το 2004 μεταξύ 20% και 25%, έναντι

27,6% το 2003. Προβλέπεται ότι θα χορηγηθούν φέτος νέα καταναλωτικά δάνεια

ύψους 3 δισ. ευρώ.

Δυσβάστακτες οφειλές

Σημαντικός, λένε οι ειδικοί, υπήρξε και ο ρόλος του Χρηματιστηρίου, καθώς

πολλοί πήραν δάνειο την περίοδο της χρηματιστηριακής «μέθης» του 2000, χωρίς

να εξετάσουν αν οι πραγματικές οικονομικές τους δυνατότητες ανταποκρίνονταν

στις δόσεις αποπληρωμής.

Μία άλλη παράμετρος που οδήγησε στην κατάσταση αυτή είναι και η έλλειψη κοινής

βάσης δεδομένων (διαμορφώνεται τώρα με τη Λευκή Λίστα, η οποία αναμένεται να

ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια) από τις τράπεζες, ώστε να ελέγχουν πόσα δάνεια έχει

πάρει κάθε πελάτης. Διότι πολλοί καταναλωτές αγόραζαν αυτοκίνητα και λοιπές

συσκευές με άτοκες δόσεις, έπαιρναν στεγαστικό, ζητούσαν καταναλωτικά από δύο

ή τρεις τράπεζες και χρησιμοποιούσαν την πιστωτική τους κάρτα. Πρόκειται για

οφειλές που κάποια στιγμή γίνονται δυσβάστακτες για τον οικογενειακό

προϋπολογισμό.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αποτελεί ένδειξη της υπερχρέωσης ορισμένων

δανειοληπτών, είναι το εξής: Σήμερα, το μέσο ποσό εκταμίευσης καταναλωτικού

δανείου είναι περίπου 10.000 ευρώ, έναντι 4.000 – 5.000 ευρώ πριν από την

απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης. Για τους 50.000 δανειολήπτες που

αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην έγκαιρη πληρωμή της δόσης, το μέσο δάνειο

υπολογίζεται σε 15.000 ευρώ ανά πελάτη και το μέσο χρέος που απομένει να

πληρωθεί γύρω στα 7.000 ευρώ.

Πιο αυστηρά κριτήρια

H αύξηση των καθυστερήσεων στις πληρωμές των δόσεων στα καταναλωτικά δάνεια

προκαλεί πονοκέφαλο στα επιτελεία των τραπεζών, τα οποία λαμβάνουν μέτρα για

τον περιορισμό των φαινομένων αυτών. Ήδη τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια

εμφανίστηκαν το φθινόπωρο του 2003, λίγους μήνες μετά την άρση των ορίων και

των δεσμεύσεων στην καταναλωτική πίστη, όταν οι τράπεζες αποφάσισαν να

εφαρμόσουν πιο αυστηρά κριτήρια στη χορήγηση δανείων (μεγαλύτερος έλεγχος

φερεγγυότητας και μικρότερα ποσά). Επίσης αποφασίστηκε να ενισχυθεί η

τροφοδότηση με στοιχεία της Λευκής Λίστας, ώστε να γίνεται διασταύρωση

στοιχείων, καθώς και η αύξηση των προβλέψεων περίπου κατά 38% για κάλυψη

πιθανών επισφαλειών. Ήδη η Λευκή Λίστα του Τειρεσία περιλαμβάνει στοιχεία για

περισσότερους από 350.000 δανειολήπτες.

ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

2.458 αιτήσεις κατασχέσεων για αυτοκίνητα που δεν αποπληρώθηκαν

Ένας μεγάλος αριθμός δανειοληπτών, που καθυστερούν πάνω από τρεις μήνες να

ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, έχουν πάρει δάνειο από τράπεζες και

εταιρείες χρηματοδότησης για αγορά αυτοκινήτου.

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία από το Ειρηνοδικείο Αθηνών και το Μονομελές

Πρωτοδικείο Αθηνών, σύμφωνα με τα οποία τα «φέσια» που προέρχονται από δάνεια

αυτοκινήτου σημείωσαν έξαρση κατά το 2003. Από την τράπεζα νομικών πληροφοριών

του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας προκύπτει ότι πέρυσι εκδικάστηκαν από τα δύο

αυτά δικαστήρια 2.458 υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων κατά δανειοληπτών από

εταιρείες χρηματοδότησης για αγορά αυτοκινήτου, έναντι 2.200 το 2002 (αύξηση

12%).

H αυξητική αυτή τάση συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό και κατά το πρώτο δίμηνο

του 2004, αφού στα δύο αυτά δικαστήρια εκδικάστηκαν 428 αιτήσεις από εταιρείες

χρηματοδότησης αυτοκινήτων, έναντι 380 το ίδιο διάστημα του 2003 (αύξηση

12,6%).

Μικρού κυβισμού

Στελέχη εταιρειών χρηματοδότησης αναφέρουν πως το 95% των υποθέσεων αυτών

αφορά δάνεια για την αγορά αυτοκινήτου που δόθηκαν με μηδέν προκαταβολή κατά

την περίοδο 2000 – 2001, με διάρκεια αποπληρωμής τα 6 χρόνια (72 μήνες). Στις

περιπτώσεις αυτές είτε δεν έχει καταβληθεί καμία δόση από τον δανειολήπτη είτε

καταβλήθηκε κάποιος μικρός αριθμός δόσεων στην αρχή, χωρίς να υπάρξει

συνέχεια. Τα ίδια στελέχη επισημαίνουν πως πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για

δάνεια που αφορούν αυτοκίνητα αξίας 10.000 – 12.000 ευρώ, μικρού κυβισμού

(1.000 – 1.400 κ.εκ.) και ότι οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες είναι χαμηλού

εισοδήματος.

Επισημαίνεται πως από το 2000 μέχρι και το πρώτο δίμηνο του 2004 έχουν

εκδικαστεί από τα δύο δικαστήρια συνολικά 6.800 υποθέσεις, ακολουθώντας

αυξητική πορεία χρόνο με τον χρόνο. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από μόλις 444

αιτήσεις που είχαν κατατεθεί το 2000, ο αριθμός αυτός ανέβηκε σε 1.270 το 2001

(αύξηση 186%) και έφτασε στις 2.200 το 2002 (αύξηση 73%) και στις 2.458 το

2003.

H κατακόρυφη αύξηση που παρουσιάζουν οι υποθέσεις αυτές χρόνο με τον χρόνο

εξηγείται – σύμφωνα με στελέχη της αγοράς – από τις προσφορές, μέσω ελκυστικών

χρηματοδοτικών πακέτων, στις οποίες έχουν επιδοθεί τα τελευταία χρόνια οι

αντιπροσωπείες αυτοκινήτων.

Υπερεκτίμηση δυνατοτήτων

Κάποιοι, μάλιστα, εκφράζουν φόβους ότι τα ποσοστά αυτά θα αυξηθούν περαιτέρω,

όταν προς το τέλος του 2004 φανεί σε ποιο βαθμό εξυπηρετούν τα δάνειά τους οι

χιλιάδες καταναλωτές που αγόρασαν αυτοκίνητα αμέσως μετά τη μείωση του φόρου

τον περασμένο Σεπτέμβριο – οπότε και ο ανταγωνισμός των εταιρειών, στον τομέα

των χρηματοδοτικών πακέτων, εντάθηκε κατακόρυφα.

Πάντως, ο αριθμός των δανείων για αγορά αυτοκινήτου που είναι σε καθυστέρηση

άνω των τριών μηνών εκτιμάται ότι είναι αρκετά μεγαλύτερος από 6.800, αφού η

αγορά για την πλειονότητα των επιβατικών αυτοκινήτων γίνεται με απευθείας

δανειοδότηση μέσω τραπεζών, από τις οποίες όμως δεν υπάρχουν διαθέσιμα

στοιχεία.

Τα ίδια στελέχη αναφέρουν ότι στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για

καταναλωτές που υπερεκτίμησαν τις οικονομικές τους δυνατότητε.