|
|
|
|
|
|
Δέκα τουλάχιστον λόγοι συνηγορούν υπέρ ενός Ναι στο Σχέδιο Ανάν-5. Τους 10
αυτούς λόγους θα τους διέκρινα σε τρεις κατηγορίες: (α) στα ιδιαίτερα θετικά
σημεία του ιδίου του Σχεδίου, (β) στις πολιτικές και άλλες συνέπειες στην
Κύπρο στην περίπτωση ελληνοκυπριακού Όχι και (γ) στις διεθνείς επιπτώσεις ενός
ελληνοκυπριακού ή και ελληνικού Όχι.
Τα κύρια θετικά σημεία του τελικού Σχεδίου Ανάν:
1. Επέρχεται, επιτέλους, η οριστική επανένωση της νήσου ύστερα από 30
χρόνια (για την ακρίβεια ύστερα από 40 χρόνια) με τη μορφή ενός κυρίαρχου
κράτους που ακολουθεί το γνωστό, καλά δοκιμασμένο και λειτουργικό σύστημα της
χαλαρής ομοσπονδίας που ευδοκιμεί σε εθνοτικά ανομοιογενείς δυτικές χώρες.
Μεταξύ άλλων προβλέπεται «εδώ και τώρα» επιστροφή 10% του εδάφους στους
Ελληνοκυπρίους και αυτό γίνεται με ομαλό τρόπο, χωρίς ένοπλη σύγκρουση ή
διεθνή κρίση, με άμεσο αποτέλεσμα την επιστροφή τουλάχιστον 90.000 προσφύγων
και δύο μεγάλων αστικών κέντρων (Μόρφου και Βαρόσια).
2. H παρέκκλιση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο (με το 5ο Σχέδιο) έφθασε
μόλις τα 15 χρόνια (σημειώνω ότι υπάρχουν πλείστες όσες παρεκκλίσεις του
κεκτημένου σε διάφορες χώρες της E.E., ειδικά σε ομοσπονδίες ή αυτονομίες, με
κριτήρια εθνοτικά, π.χ. Φινλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, αλλά μπορεί το διάστημα να
καταστεί συντομότερο αν οι Τουρκοκύπριοι από το 30% του κατά κεφαλήν
εισοδήματος των Ελληνοκυπρίων που είναι τώρα, φθάσουν το 85%, κάτι άλλωστε
λογικό (σε ένα κράτος που θέλει να είναι ευνομούμενο και κοινωνικά δίκαιο οι
ασθενέστεροι προστατεύονται από τους οικονομικά ισχυρότερους). Επίσης επήλθε η
άκρως επωφελής για μας παρέκκλιση από το κοινοτικό κεκτημένο, ο περιορισμός
στο 5% της εγκατάστασης Τούρκων υπηκόων στο τουρκοκυπριακό τμήμα της χώρας.
3. Με το 4ο και με το 5ο Σχέδιο οι μεταβατικές διατάξεις που τόσο
είχαν ενοχλήσει τους Ελληνοκυπρίους, από την εποχή της Προεδρίας Κληρίδη,
σμικρύνονται και βγαίνει οριστικά εκτός παιχνιδιού η πηγή της διχοτόμησης που
λέγεται Ραούφ Ντενκτάς.
4. Με το Σχέδιο 5 φεύγει επιτέλους ο μέγας εφιάλτης των Ελληνοκυπρίων,
ο τουρκικός στρατός κατοχής των 45.000 και πλέον. Οι Τούρκοι στρατιώτες
περιορίζονται σε μόλις 6.000 (στα πρώτα σχέδια Ανάν έφθαναν τους 9.999), όσοι
θα είναι άλλωστε και οι Έλληνες στρατιώτες, και θα βρίσκονται εκεί απλώς για
την ασφάλεια των πολιτών, όπως οι αστυνομικοί και όχι για λόγους
στρατιωτικούς-αμυντικούς όπως βρίσκονται τώρα.
Οι πολιτικές και άλλες συνέπειες στην Κύπρο ενός ελληνοκυπριακού Όχι:
5. Ένα Όχι οριστικοποιεί μια για πάντα τη διχοτόμηση και μάλιστα μία
διχοτόμηση τεταμένη, όχι ένα «βελούδινο διαζύγιο» που ίσως οδηγούσε και σε
επιστροφή κάποιων εδαφών στους Ελληνοκυπρίους. Θριαμβεύουν δηλαδή «ο Αττίλας
1974» και η σχολή Ετσεβίτ – Κίσινγκερ που επέμεναν ότι το Κυπριακό επιλύθηκε
το 1974. Χωρίς ένα Ναι, τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής θα παραμείνουν μόνιμα
πλέον και το νησί θα συνεχίζει να είναι το πλέον αρματωμένο και το πλέον
εύφλεκτο νησί της Μεσογείου.
6. Οι Τούρκοι έποικοι, αντί στην πλειονότητά τους να φύγουν από την
Κύπρο (φεύγουν περισσότερο από μισοί), θα εποικήσουν μαζικά τη Βόρεια Κύπρο
καθιστώντας την περιοχή αυτή καθαρά τουρκική, ένα δεύτερο τουρκικό κράτος,
στην ουσία επαρχία της Τουρκίας.
7. Οι Ελληνοκύπριοι απορριπτικοί, που ίσως τινάξουν στον αέρα αυτήν τη
μεγάλη ευκαιρία επίλυσης-επανένωσης, θα βρεθούν και εκείνοι προ δυσαρέστων
εκπλήξεων: με την οριστική διχοτόμηση μεγάλος αριθμός Τουρκοκυπρίων θα
πολιτογραφηθεί ως Κύπριος και πολίτης της Ε.Ε. κάτι που δεν μπορεί να το
αρνηθεί η κυπριακή πολιτεία. Και ιδού η ειρωνεία της τύχης: θα βρεθεί σε λίγο
η μισή Κύπρος να έχει πάλι ποσοστό 18% εθνοτικά Τουρκοκυπρίων, που σημαίνει
ότι θα τεθεί πάλι θέμα ίσης συμμετοχής τους ως συστατικής κοινότητας και όχι
μειονότητας, όπως θέλουν οι εθνικιστές και οι άλλοι απορριπτικοί. Και τώρα τα
περιθώρια των Ελληνοκυπρίων να κάνουν αυτά που έκαναν εις βάρος των
Τουρκοκυπρίων κατά την περίοδο 1964-1974 είναι βέβαια αδιανόητα, εννοείται και
λόγω Ε.Ε.
Οι διεθνείς επιπτώσεις ενός ελληνοκυπριακού και ελληνικού Όχι:
8. Σε περίπτωση τελικής άρνησης ένας ικανός αριθμός κρατών, και όχι
μόνο μουσουλμανικών αλλά και δυτικών στη συνέχεια, θα αναγνωρίσει την
τουρκοκυπριακή περιοχή ως ανεξάρτητο κράτος που βέβαια, στη συνέχεια, θα γίνει
και μέλος του ΟΗΕ (δεν υπάρχει βέτο εδώ παρά μόνο των μονίμων μελών τους
Συμβουλίου Ασφαλείας). Περιττεύει βέβαια να πούμε τι θα σήμαινε αυτό για το
παρόν και το μέλλον της εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας και της
Ελλάδας.
9. Αν εισέλθει η μισή Κύπρος στην E.E. και αυτό γίνει με υπαιτιότητα
των Ελληνοκυπρίων (όπως φαίνεται τώρα), τότε οι πρώτες δεκαετίες της
Δημοκρατίας της Κύπρου στην «ενωμένη Ευρώπη» θα είναι πραγματικός εφιάλτης,
μια και στην περίπτωση αυτή δεν θα χαίρει εκτίμησης και κύρους στον χώρο που
θέλει να ανήκει, κάτι απαραίτητο για ένα κράτος, ειδικά τόσο μικρό που μόλις
μπαίνει στην καρδιά της Ευρώπης. H δε κυβέρνηση Καραμανλή προβλέπεται «να τα
βρει μπαστούνια» στους κόλπους της E.E. αν δεν φανεί σαφώς θετική μέχρι το
δημοψήφισμα.
10. Διεθνώς θα θεωρηθεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελλάδα άφησαν
να χαθεί η τελευταία ιστορική ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακού και, επιπλέον,
ότι με τη στάση τους δεν συνέβαλαν στην ειρήνη και την ασφάλεια στην ιδιαίτερα
ευαίσθητη αυτή περιοχή του κόσμου. Το προφανές αποτέλεσμα θα είναι να
διαταραχθούν αισθητά οι σχέσεις τους με αρκετά κράτη και μάλιστα με κράτη που
«μετράνε» στο διεθνές στερέωμα (με τις ΗΠΑ αλλά και με ευρωπαϊκά κράτη), με
την ίδια την E.E., με τον ΟΗΕ (Συμβούλιο Ασφαλείας, Γενικός Γραμματέας) και,
χωρίς άλλο, με την Τουρκία. Μπορεί να έχουμε επιστροφή στον ελληνοτουρκικό
ψυχρό πόλεμο της περιόδου 1974 – αρχές1999 που έβλαπτε την Ελλάδα πολλαπλώς.
Και το βέβαιο είναι ότι ουδείς διεθνής παράγοντας θα ασχοληθεί ξανά με το
Κυπριακό και την επίλυσή του.
Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο
Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου «Το Κυπριακό: Σύγκρουση και
επίλυση» (2002)