H Μπεάτα είναι σήμερα 24 ετών. Στη διάρκεια της γενοκτονίας της Ρουάντα

έχασε 70 συγγενείς της. H ίδια γλίτωσε τρυπώνοντας κάτω από ένα σωρό πτώματα.

Ήταν από τους πρώτους που επισκέφθηκαν το νέο μουσείο του Κιγκάλι. Ένα μουσείο

«για να θυμούνται οι επιζήσαντες και να νιώθει ντροπή η διεθνής κοινότητα».

H γενοκτονία. Μία Ρουαντέζα επιδεικνύει ένα ανθρώπινο κρανίο που

ανακαλύφ-θηκε πρόσφατα σε έναν μαζικό τάφο στη συνοικία Νιαμιράμπο του Κιγκάλι

Σαν σήμερα πριν από δέκα χρόνια, οι εξτρεμιστές Χούτου της Ρουάντα ξεκίνησαν

μια γενοκτονία, όπου βρήκαν τον θάνατο τουλάχιστον 800.000 Τούτσι και

μετριοπαθείς Χούτου. Την αφορμή είχε δώσει, μια ημέρα νωρίτερα, η κατάρριψη

του αεροσκάφους που μετέφερε τον τότε πρόεδρο της Ρουάντα, Τζουβενάλ

Χαμπιαριμάνα. Μία νέα έρευνα της γαλλικής κυβέρνησης που διέρρευσε στον Τύπο

υποστηρίζει πως το αεροσκάφος καταρρίφθηκε από τους αντάρτες Τούτσι, που

αποτελούν σήμερα την κυβέρνηση της χώρας. Ο πρόεδρος της Ρουάντα, Πολ Καγκάμε,

διέψευσε τον ισχυρισμό ως μια γελοία προσπάθεια της Γαλλίας να καλύψει την

τότε μυστική συνεργασία της με τους εξτρεμιστές Χούτου. Το μόνο βέβαιο είναι

πως το χάος που επακολούθησε δεν ήταν ένας «συνηθισμένος για την Αφρική

πόλεμος μεταξύ φυλών», όπως τον σκιαγραφούσαν οι δυτικές κυβερνήσεις. Ήταν ένα

καλοεκτελεσμένο πολιτικό σχέδιο εξόντωσης της μειονότητας των Τούτσι καθώς και

των Χούτου που αντιτίθονταν στο καθεστώς. Οι σφαγές συνεχίστηκαν για 100

ημέρες, ώσπου ανέλαβαν τον έλεγχο οι Τούτσι. H Δύση είχε παραμείνει αδρανής,

αρνούμενη να βοηθήσει ακόμα και τη μικρή ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ που

βρισκόταν τότε στη Ρουάντα.

«H γενοκτονία της Ρουάντα θα μπορούσε να είχε σταματήσει», δήλωσε χθες στο

Κιγκάλι, την πρωτεύουσα της Ρουάντα, ο Καναδός στρατηγός Ρομέο Νταλέρ, που

ήταν τότε επικεφαλής των κυανόκρανων. «H διεθνής κοινότητα δεν έδινε δεκάρα

για τους Ρουαντέζους διότι η Ρουάντα δεν είχε στρατηγική σημασία. Καμία χώρα

δεν δικαιούται σήμερα να νίπτει τας χείρας της από το αίμα, ζητώντας απλώς

συγγνώμη». Οκτώ αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, και πολλοί περισσότεροι

αξιωματούχοι, θα παραστούν σήμερα στις τελετές μνήμης της γενοκτονίας της

Ρουάντα. Θα επισκεφθούν κι αυτοί πιθανότατα το μουσείο με τις φωτογραφίες

ακρωτηριασμένων και πεταμένων στα χαντάκια πτωμάτων, με τα εργαλεία

καθημερινής χρήσης που χρησιμοποιήθηκαν για τις σφαγές, με τις φωτογραφίες

δολοφονημένων παιδιών να απολαμβάνουν πριν επέλθει το χάος την καθημερινή ζωή

τους, το οποίο χτίστηκε πάνω σε τέσσερις τσιμεντένιους τάφους με εκατοντάδες

φέρετρα, σε έναν από τους λόφους του Κιγκάλι. Μπορεί να επισκεφθούν και

μερικές από τις χιλιάδες γυναίκες που είχαν βιαστεί τότε μαζικά και

αργοπεθαίνουν σήμερα από το AIDS, να τους δώσουν μερικές ακόμα υποσχέσεις για

βοήθεια και φτηνότερα φάρμακα. «Για μας η γενοκτονία δεν έχει τελειώσει»,

ψέλλισε μία από αυτές, η 30χρονη Πετρονίλ Μουτζαβαμαρίγια, στον πρέσβη των ΗΠΑ

που την επισκέφθηκε. Σε λίγες ημέρες η Πετρονίλ θα έχει πεθάνει.

«Ένοχοι νιώθουν όσοι επέζησαν…»

Αργοπεθαίνουν αβοήθητες. H Πετρονίλ Μουτζαβαμαρίγια είναι μόνο μία από τις

χιλιάδες Ρουαντέζες που είχαν βιαστεί μαζικά από τους εξτρεμιστές Χούτου το

1994, με αποτέλεσμα να μολυνθούν από τον ιό του AIDS

Ο Ζαν Χατζφέλντ είναι δημοσιογράφος της «Liberation» και συγγραφέας δύο

βιβλίων αφιερωμένων στη γενοκτονία της Ρουάντα. Το πρώτο, «Μέσα στη γύμνια της

ζωής», κυκλοφόρησε το 2000 και αφορά τα θύματα, τους επιζήσαντες. Το δεύτερο,

«H εποχή των μαχαιριών», κυκλοφόρησε το 2003 και αφορά τους θύτες, τους

δολοφόνους.

Επί δύο χρόνια, ο Χατζφέλντ μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στο Παρίσι και το

χωριό Νιαμάτα. Μίλησε, για ώρες ατελείωτες, με κατοίκους του χωριού που είχαν

επιζήσει της γενοκτονίας, και δολοφόνους που κρατούνται σε μια κοντινή φυλακή.

Εκείνο που του έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση, λέει στο «Nouvel Observateur»,

είναι πως «τα αισθήματα ενοχής δεν βρίσκονται εκεί που τα περιμένει κανείς».

Ένοχοι νιώθουν όσοι επέζησαν, επειδή ακριβώς επέζησαν ή επειδή έζησαν όπως τα

ζώα, εξευτελίστηκαν. Αντιθέτως, οι δολοφόνοι δεν νιώθουν ενοχές. Αν

μετανιώνουν για κάτι είναι επειδή κατέστρεψαν τη ζωή τους ή, στη χειρότερη

περίπτωση, επειδή δεν «τελείωσαν τη δουλειά», δεν κατάφεραν να εξοντώσουν τους

Τούτσι. Για τον Χατζφέλντ, όμως, οι αναλογίες ανάμεσα στη γενοκτονία των

Τούτσι και τη γενοκτονία των Εβραίων δεν σταματούν εδώ.

«Κατ’ αρχάς, υπάρχει η εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας: ο Χίτλερ το 1933, ο

Χαμπιαριμάνα το 1973. Κατόπιν αυτού, υπάρχει μια ατμόσφαιρα εναντίον των

Εβραίων, και εναντίον των Τούτσι, όλο και πιο βίαιη, ένα κρεσέντο. Ακολουθεί ο

διαχωρισμός, ένα είδος απαρτχάιντ, η κατάργηση των δικαιωμάτων. Κι έπειτα, η

κήρυξη του πολέμου, ένα κλίμα φόβου, το χάος. Σε αυτές τις συνθήκες

γεννιούνται οι γενοκτονίες, και στη Γερμανία και στη Ρουάντα». Ο Χατζφέλντ

ασχολήθηκε με τους ανθρώπους, όχι με τις γεωπολιτικές επιπλοκές της

αφρικανικής τραγωδίας. «Ορισμένα πράγματα όμως», λέει, «είναι προφανή». Ένα

από αυτά είναι και η εγκληματική αδιαφορία, αν όχι συνενοχή, της διεθνούς

κοινότητας.