«Το Κυπριακό δεν πουλάει και η μοναδική περίπτωση να βρεθεί στην πρώτη σελίδα

είναι εάν πρόκειται να λυθεί» έλεγαν οι παλαιοί διευθυντές των εφημερίδων –

για τα κανάλια δεν το συζητούμε. Εάν, όμως θωρήσουμε ότι η ρήση έχει κάποια

βάση, είναι προφανές ότι το Κυπριακό βαίνει προς λύση ή μη λύση – αλλιώς δεν

θα το βλέπαμε επί σειράν ημερών στα πρωτοσέλιδα.

Αυτή είναι η πρώτη, μάλλον οφθαλμοφανής, εξήγηση. Υπάρχει, ωστόσο, και μια

άλλη εξήγηση για την ανάδειξη του Κυπριακού και των τρεχουσών διαδικασιών του

σε μείζονα θέματα – ότι εξ αφορμής του η ελληνική πολιτική σκηνή αποκαλύφθηκε

σε όλο της το μεγαλείο, με αποτέλεσμα να μπορεί κάποιος να βγάλει κάποια

στοιχειώδη συμπεράσματα για το τι μέλλει γενέσθαι από τούδε και στο εξής.

Χωρίς θέση

Το ενδιαφέρον, όπως είναι φυσικό, εντοπίζεται στην κυβέρνηση, την εικόνα της

και την πολιτική πράξη της. Κι αρχίζοντας από τη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών,

συνεχίζοντας στη Λουκέρνη και καταλήγοντας στην εβδομάδα της Αθήνας που

ακολούθησε, ένα είναι το ασφαλές συμπέρασμα: ότι δεν θέλει, ενδεχομένως δεν

μπορεί, και πάντως δεν έχει πρόθεση να πάρει θέση επί του μείζονος ζητήματος

της εξωτερικής πολιτικής της χώρας – επί του εθνικού θέματος ως είθισται να

λέγεται.

Αυτή η στάση βαθιάς ύπνωσης δημιουργεί πολλαπλά ερωτήματα όσον αφορά τα

κίνητρά της – εάν υπάρχουν και δεν είναι κομμάτι μιας συνολικής πολιτικής

αντιμετώπισης του τύπου laissez faire. Μια εξήγηση θα μπορούσε να είναι ότι η

N.Δ. ανελθούσα στην εξουσία δεν είχε κατά νου τίποτε άλλο παρά αυτό: το άλμα

από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Μια άλλη εξήγηση θα ήταν η «φοβική»

αντιμετώπιση των πάντων, που οδηγεί μοιραία μια κυβέρνηση στο να ακολουθεί τα

γεγονότα, να αφήνει να την παρασύρει το ρεύμα, με τα θετικά και τα αρνητικά

του, αρνούμενη το δόγμα των τελευταίων ετών πως κερδισμένος είναι αυτός που

έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων και όχι ο θεατής των τεκταινομένων – ένα

δόγμα, εξάλλου, που μπορεί να έχει εφαρμογή και σε τομείς πολύ πέραν της

πολιτικής.

Τα «γραμμάτια»

Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή, που περιορίζεται στον χώρο της εξωτερικής

πολιτικής. Ότι, δηλαδή, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να μείνει θεατής των

εξελίξεων στο Κυπριακό, αφήνοντας τους Κύπριους αδελφούς να αποφασίσουν τα

βέλτιστα ή μη βέλτιστα, διότι αυτό που την απασχολεί είναι αμιγώς οι

ελληνοτουρκικές σχέσεις, ξεκομμένες και ανεξάρτητα από την πορεία της «πληγής»

– εξάλλου η ένταξη της Λευκωσίας στην Ένωση «εξοφλεί» τα γραμμάτια της Ελλάδας

προς τους Κύπριους αδελφούς.

Φυσικά, η προσέγγιση που λέει ότι είναι ανάγκη να ενισχυθούν οι δεσμοί Άγκυρας

– Αθήνας δεν έχει τίποτε το λανθασμένο αφ’ εαυτού – αρκεί να μην παραγνωρίζει

άλλα στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής, η οποία στις σύγχρονες συνθήκες δεν

είναι πλέον χωρισμένη σε «κουτάκια», αλλά έχει μια καθαρή διαπλοκή των

διαφόρων κεφαλαίων.

Και με την E.E. τι γίνεται;

Προκύπτει έτσι αβίαστα το ερώτημα: και με την Ευρωπαϊκή Ένωση τι γίνεται;

Σειρά Ευρωπαϊκών Συμβουλίων – περιλαμβανομένου του τελευταίου, στις Βρυξέλλες

– έχουν εκφράσει την προτίμησή τους στην ένταξη μιας επανενωμένης Κύπρου την

1η Μαΐου. Κι αυτό, υποτίθεται, καλύπτει και την Ελλάδα, δεδομένου ότι οι

αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής είναι ομόφωνες. Ποια θα είναι, λοιπόν, η θέση

της Κύπρου στην Ένωση, εάν με δική της ευθύνη έχει ψηφίσει «όχι» στην

επανένωση και τη λύση του Κυπριακού; Και ποια θα είναι η θέση της Ελλάδας, που

έδωσε τον νυν υπέρ πάντων αγώνα για την είσοδο της Κύπρου;

Οι μη έχοντες εμπειρία των κοινοτικών κανόνων και του φέρεσθαι στην Ένωση,

απαντούν ελαφρά τη καρδία «έλα μωρέ, τίποτε δεν πρόκειται να γίνει, αφού πάντα

θα έχουμε το όπλο του βέτο». Και οι μεν Κύπριοι – μεταξύ των οποίων ο Πρόεδρος

Παπαδόπουλος – δικαιούνται να έχουν μια τέτοια αντιμετώπιση, ελλείψει

εμπειρίας. H Ελλάδα, ωστόσο, που είναι μέλος της «λέσχης της Ευρώπης» από το

1981, γνωρίζει πού ακριβώς μπορεί να οδηγήσει ο δονκιχωτισμός στον χώρο των

Βρυξελλών. Επιπλέον, η Ελλάδα είδε κι έπαθε, επί των ετών Σημίτη, να ξεπεράσει

το στίγμα του «μαύρου προβάτου» – με αποτέλεσμα να πετύχει όχι μόνον την

ένταξη της Κύπρου, αλλά και την ένταξη στην ΟΝΕ και στον «σκληρό πυρήνα» της

Ευρώπης.

Επιστροφή στο παρελθόν;

Είναι, λοιπόν, ορατός ο κίνδυνος επιστροφής σε καταστάσεις του παρελθόντος –

κυρίως όταν το θέμα που θα κυριαρχήσει τους επόμενους μήνες είναι τι μέλλει

γενέσθαι με την Τουρκία, η οποία αναμένει μια απάντηση τον Δεκέμβριο, για το

εάν θα αρχίσει ή όχι ενταξιακές διαπραγματεύσεις. H Κομισιόν, ήδη, διά του κ.

Φερχόιγκεν έχει ξεκαθαρίσει πως στην περίπτωση του «όχι» εκ μέρους των

Ελληνοκυπρίων, θα φροντίσει για την άρση των οικονομικών περιορισμών εις βάρος

του ψευδοκράτους. Και σε πρώτη φάση μπορεί να μην υπάρχουν αναγνωρίσεις ως

κανονικού κράτους, θα υπάρξει όμως απευθείας – και όχι μέσω Λευκωσίας –

χρηματοδότηση των κατεχομένων και εγκαθίδρυση μιας μορφής επίσημων σχέσεων.

Προοπτική που δεν θα ενθουσιάσει ιδιαίτερα τον κ. Παπαδόπουλο και τους

εμφορούμενους από τις αντιλήψεις του για το μέλλον.

Μέσα σε όλα αυτά υπήρξε αναμφιβόλως ένα θετικό στοιχείο για την πολιτική ζωή

στην Ελλάδα – το ότι το ΠΑΣΟΚ, έπειτα από περίοδο ύπνωσης και αμηχανίας, όχι

απλώς πήρε θέση για το Κυπριακό, αλλά εμφανίστηκε να ανταποκρίνεται στον ρόλο

του ως αντιπολίτευση.

Εάν η ταχύτητα και η γενναιότητα που επεδείχθησαν από τη Χαριλάου Τρικούπη στο

ζήτημα του Κυπριακού έχει και συνέχεια και το ΠΑΣΟΚ αποκτήσει αντανακλαστικά

και σε άλλα θέματα – όπως για παράδειγμα στο θέμα της οικονομίας (για το οποίο

εξέδωσε ανακοίνωση με 48 ώρες καθυστέρηση) – μπορεί κανείς δικαίως να προσδοκά

ότι η κυβέρνηση μεν θα ακολουθεί τακτική ύπνωσης και παρακολούθησης των

γεγονότων, αλλά θα υπάρχει μια αξιωματική αντιπολίτευση που θα ανταποκρίνεται

στον θεσμικό της ρόλο. Too good to be true; Ενδεχομένως…

ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές

Όταν ορκίστηκε η νέα κυβέρνηση, η μισή Αθήνα κατάλαβε ότι από τους «φρέσκους»,

ο πλέον δυσαρεστημένος ήταν ο υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Βαληνάκης, ο

οποίος, σύμφωνα με τους διαδρόμους της Ρηγίλλης, αρνήθηκε την άκρως τιμητική

πρόταση που του είχε κάνει ο κ. Καραμανλής να είναι νέος επίτροπος της Ελλάδας

στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως ο κ. Βαληνάκης, κατ’ αρχάς, δεν έγινε αναπληρωτής

υπουργός – όπως περίμενε – παρ’ ότι και ο Τάσος Γιαννίτσης και όλοι οι

προκάτοχοί του που χειρίζονταν τα ευρωπαϊκά θέματα είχαν αυτό το καθεστώς,

αλλά απλός υφυπουργός, σε ίση μοίρα με τον κ. Στυλιανίδη και τον κ.

Σκανδαλάκη. Τα… παράπονα, όμως, του υφυπουργού έσπευσε να κατασιγάσει ο

ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών Πέτρος Μολυβιάτης. Με μια απλή μέθοδο: τού…

φόρτωσε όλα τα ταξίδια. Ο (ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές) κ. Βαληνάκης πήγε στην

Κύπρο, ο κ. Βαληνάκης πηγαίνει στο Συμβούλιο Υπουργών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων

και, κυρίως, ο κ. Βαληνάκης θα πάει στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών,

στην Ιρλανδία – παρ’ ότι η παράδοση θέλει μόνον τους υπουργούς να

προσέρχονται. Εν ολίγοις, διπλωμάτης και σε αυτό ο κ. Μολυβιάτης…