Ιστορίες φρίκης που εκτυλίχθηκαν στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, σε μια

γωνιά της γης όπου η ειρήνη έχει αποδειχθεί μύθος…

Λόγω της παρουσίας των ξένων εδώ, οι νομαδικές ημέρες των Πυγμαίων αποτελούν

πια παρελθόν. Ο Αμουζάτι (αριστερά, στο κέντρο, και κάτω, ανάμεσα σε άλλους

πρόσφυγες το 2002) δεν ζητά όπλα. Θέλει καινούργια παπούτσια, μπλούζες και σορτς

Ο Αμουζάτι Νζόλι, ο πιο διάσημος Πυγμαίος του κόσμου, κάθεται σε έναν βράχο

και σταυρώνει τα μικροκαμωμένα του χέρια. Παρά τη ζέστη, φορά μια μάλλινη

εφαρμοστή στρατιωτική κουκούλα. Είμαστε στο χωριό του, το Λουέμπα – μια

ανοιχτή περιοχή στο δάσος Ιτούρι, συνολικής έκτασης 30.000 τετραγωνικών

χιλιομέτρων. Αρνείται να μας πει την ιστορία του, εκτός κι αν πληρωθεί.

Καλάσνικοφ. H μαρτυρία του – και η αίσθηση που είχε προκαλέσει –

συνέβαλε στην κινητοποίηση της διεθνούς κοινότητας. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του

ΟΗΕ καταδίκασε τους «κανίβαλους αντάρτες» και έστειλε ειρηνευτική δύναμη. Στο

μεγαλύτερο μέρος της χώρας, η ανήσυχη ειρήνη είναι σε μεγάλο βαθμό μύθος. Αυτή

η γωνιά της βορειοανατολικής Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (ΛΔΚ) δεν είχε

λειτουργική κυβέρνηση από τότε που το Κονγκό κέρδισε την ανεξαρτησία του το

1960. Ο νόμος «γράφεται» μόνο με τα Καλάσνικοφ. Το φθινόπωρο του 2002, δύο

ομάδες ανταρτών ξεκίνησαν μια εκστρατεία λεηλασιών, βιασμών και δολοφονιών στο

δάσος Ιτούρι. Στο πέρασμά τους, έκαιγαν τα πάντα. Στην εκστρατεία συμμετείχαν

ακόμα και παιδιά. Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, οι Πυγμαίοι εγκατέλειψαν

το δάσος. Μόλις πρόσφατα επέστρεψαν εδώ ο Αμουζάτι και η παρέα του. Τον ρωτώ

να μου πει για εκείνη τη μέρα που σφαγιάστηκε η οικογένειά του. «Τους έκοβαν,

όπως έκοβαν το κρέας», μου λέει. Την ώρα που τα σώματα της μητέρας του

Μουτάντι, της αδερφής του Σάλαμ, του αδελφού του Μανγκμπούλου και του 5χρονου

ανιψιού του Ζιπόα διαμελίζονταν από τους αντάρτες, ο Αμουζάτι…

παρακολουθούσε. Για τους Πυγμαίους, που καταλαμβάνουν τη χαμηλότερη βαθμίδα

στην κοινωνική ιεραρχία της ΛΔΚ, ο Αμουζάτι είναι πλέον ήρωας. Χάρη στη φήμη

του, συνάντησε μέχρι και τον πρόεδρο Τζόζεφ Καμπίλα. Λάτρεψε την Κινσάσα, την

πρωτεύουσα (οι άνθρωποι, λέει, είναι πιο πολλοί από τα δέντρα) και ερωτεύτηκε

κάποιες ιερόδουλες.

Πώς όμως βγήκε η ιστορία του στο φως; Ο Αμουζάτι μού απαντά ότι γι’ αυτό

ευθύνεται ένας καθολικός Αρχιεπίσκοπος, ο Σικούλι Παλούκου. Συναντώ τον

Αρχιεπίσκοπο στην πόλη Μουτέμπο. «Οι άνδρες του Μπέμπα έκοβαν δάχτυλα και

αυτιά. Ήταν κάτι το φυσιολογικό. Όταν όμως άρχισαν να τα δίνουν ως γεύμα στους

κρατουμένους, αυτό ήταν κάτι καινούργιο… Μια νέα λέξη άρχισε να κυκλοφορεί: κανιβαλισμός».


O OHE. Τότε ήταν που ο ΟΗΕ έστειλε μια ομάδα να ερευνήσει το θέμα. Οι

αντάρτες αποσύρθηκαν, ο πόλεμος φάνηκε να σταματάει. Όχι όμως για πολύ. Στον

Βορρά, γύρω από την πόλη Μπούνια, οι κατηγορίες για κανιβαλισμό προστέθηκαν

στη μακρά λίστα με τις κτηνωδίες που βαρύνουν τις δύο αντίπαλες εθνότητες:

τους Χέμα και τους Λέντου. Ο μεταξύ τους πόλεμος ανάγεται στις φυλετικές

αντιπαλότητες που δημιουργήθηκαν από τους Βέλγους αποικιοκράτες. Όταν αυτοί

εγκατέλειψαν την περιοχή, κατά τη δεκαετία του 1960, οι (150.000 σήμερα) Χέμα,

εγκαταστάθηκαν στις φυτείες τους. Όμως η γη ανήκε ιστορικά στους Λέντου, ο

πληθυσμός των οποίων αγγίζει τις 750.000. Το πετρέλαιο που ανακαλύφθηκε

πρόσφατα όξυνε τον πόλεμο, που την τελευταία πενταετία άφησε 50.000 νεκρούς

στο Ιτούρι.



«Σήμερα θα σου κόψουμε το χέρι»

H Σαντάλ Τσέσι, 24 ετών, μου αφηγείται τη δική της εμπειρία. Τον Αύγουστο του

2002 ξύπνησε από τις κλαγγές των όπλων και είδε τους αντάρτες να μπαίνουν στο

σπίτι της: «Σήμερα θα σου κόψουμε το χέρι για να μην μπορείς να ετοιμάσεις

μάντρο (παραδοσιακή μπίρα), μου είπαν. Μου έκοψαν το χέρι, το μαγείρεψαν και

το έφαγαν, μαζί με το ρύζι μας…». H μητέρα της, Ελίζα Ντζάντα, ζούσε με την

αδελφή της Ζορζέτ και τα τέσσερα παιδιά της. Όλοι τους, αποκαλύπτει η Ελίζα,

θανατώθηκαν φρικιαστικά: «Πήραν τη Ζορζέτ και τα παιδιά και τα μαγείρεψαν».

Επιβεβαίωση. Οι μαρτυρίες για κανιβαλισμούς επιβεβαιώνονται και από την

πρόεδρο της Ειδικής Συνέλευσης του Ιτούρι, Πετρονίλ Βαγουέκα: «Κανείς δεν

μπορεί να το αρνηθεί. Και οι δύο πλευρές αλληλοσκοτώθηκαν, αλληλοφαγώθηκαν».

Όμως, τόσο η Ελίζα όσο και η Σαντάλ θέλουν να ξεχάσουν το παρελθόν. Μάνα και

κόρη υποστηρίζουν ότι δεν θέλουν να πάρουν εκδίκηση. «Ο Θεός λέει ότι αν

κάποιος κάνει κάτι κακό σ’ εσένα, πρέπει να τον συγχωρήσεις», επιμένει η

Σαντάλ. Όμως η ιδέα της συγχώρεσης και της πραγματικότητας είναι δύο

διαφορετικά πράγματα…