Όταν ο Κόλιν Πάουελ αποφάσισε ότι ο τρελός «πυρετός» του Ντικ Τσέινι, όπως

αποκαλούσε την εμμονή του Αμερικανού αντιπροέδρου να συνδέει την 11η

Σεπτεμβρίου με τον Σαντάμ Χουσεΐν, οδηγούσε τη χώρα σε έναν πόλεμο που δεν

χρειαζόταν να κάνει, θα έπρεπε να είχε ανοίξει την καρδιά του στον πρόεδρο και

να του είχε εκφράσει τη θέση του εναντίον του πολέμου, χρησιμοποιώντας το

«δόγμα Πάουελ» – δηλαδή, με συντριπτική ισχύ.

Βέβαια, ο πρόεδρος Μπους πιθανότατα δεν θα τον είχε ακούσει. Βρισκόταν υπό την

επήρεια των Τσέινι και Ράμσφελντ και ένιωθε ανταγωνιστικά προς τον πιο

δημοφιλή κορυφαίο διπλωμάτη του. Αλλά ο Πάουελ θα έπρεπε να είχε προσπαθήσει

να του μιλήσει. Και εάν ο πρόεδρος δεν τον άκουγε, ο υπουργός Εξωτερικών θα

έπρεπε να είχε παραιτηθεί – όχι να αφήσει τον εαυτό του να χρησιμοποιηθεί από

τον αντιπρόεδρο και το «γκεστάπο επιτελείο» των νεοσυντηρητικών του

Πενταγώνου, όπως τους χαρακτήριζε ο ίδιος ο Πάουελ, ώστε να δοθεί ένα

διπλωματικό φύλλο συκής σε ένα προαποφασισμένο πολεμικό σχέδιο και να

παρουσιαστούν ψεύτικα στοιχεία στον ΟΗΕ.

Ο Πάουελ ήξερε ότι τα λόγια του είχαν τρομερή βαρύτητα σε όλο τον κόσμο. Και

ήξερε ότι ήταν ο μόνος από όλους τους αξιωματούχους που γνώριζαν τη μυστική

βιασύνη για πόλεμο, ο οποίος είχε συμμετάσχει σε πόλεμο. Θα έπρεπε να είχε

μιλήσει στον Μπους για όλους εκείνους τους στρατιώτες που θα πολεμούσαν ή θα

πέθαιναν ή θα τραυματίζονταν για τον Ντικ Τσέινι και το τρελό ουτοπικό όνειρό

του να βομβαρδίσει τον κόσμο για να φέρει την ελευθερία, και για τον Μπους και

το όνειρό του να αφανίσει τον άθλιο ηγέτη του Ιράκ που επιβίωσε παρόλο τον

πόλεμο του πατέρα του.

Εάν ο Πάουελ είχε μιλήσει στον πρόεδρο και εκείνος δεν τον είχε ακούσει, θα

έπρεπε να είχε παραιτηθεί. Αυτό θα ήταν πολύ πιο έντιμο από το να παραπονιέται

κατ’ ιδίαν στον δημοσιογράφο Μπομ Γούντγουαρντ, ότι είχε προειδοποιήσει τον

πρόεδρο και ότι οι συνάδελφοί του είχαν εμπλακεί σε μία «τρέλα».