|
Ο Χρήστος Ζαντέρογλου, λίγο καιρό μετά τη μεταγραφή του στον Ολυμπιακό από τη Νίκη Βόλου, δίνει συνέντευξη στον αείμνηστο Δημήτρη Μαθιόπουλο (που χρημάτισε πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ) στα γραφεία της «ΟΜΑΔΑΣ», στην οδό Χρήστου Λαδά 3
|
Από τα παιδικά του χρόνια που έπαιζε ποδόσφαιρο στις γειτονιές της Νέας Ιωνίας
του Βόλου μέχρι τη στιγμή που κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ως
παίκτης του Ατρομήτου Περιστερίου, ο Χρήστος Ζαντέρογλου, μέσα και έξω από τα
γήπεδα, είχε δύο μεγάλα προσόντα: το ήθος και την αξιοπρέπεια. Αυτά που του
αναγνώριζαν όχι μόνο οι συμπαίκτες και οι φίλοι του, αλλά και οι αντίπαλοί
του, ακόμα και οι διαιτητές.
Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια αγωνίστηκε επιτυχώς στη θέση του κεντρικού
οπισθοφύλακα ο Χρήστος Ζαντέρογλου. Πρώτα (1958 – 1965) στην ομάδα της
πατρίδας του. Στην ιστορική Νίκη Βόλου, που υπήρξε κατά τη δεκαετία 1955-1965
μία από τις τρεις καλύτερες ομάδες της ελληνικής επαρχίας (Δόξα Δράμας, Ασπίς
Ξάνθης). Στη Νίκη αγωνίσθηκε για μεγάλο διάστημα μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό
του, Χαράλαμπο, καθώς και με άλλους γνωστούς ποδοσφαιριστές που ανέδειξαν την
ομάδα της Νέας Ιωνίας Μαγνησίας, μεταξύ των οποίων ήταν οι: Κοκκινάκης, Λαλάς,
Καραηλιού, Βιντζηλαίος, Ανδρέου, Καλλιοντζής, Τσιμπερίδης, καθώς και άλλα
γνωστά αστέρια του βολιώτικου ποδοσφαίρου. Ο Χρήστος Ζαντέρογλου, εκτός των
άλλων, διέθετε δύναμη, αντοχή, ταχύτητα, άλμα, κεφαλιά, ενώ χρησιμοποιούσε και
τα δύο πόδια. Μεταξύ 1959-63 είχε αγωνισθεί στην Εθνική Νέων σε διεθνή
ποδοσφαιρικά τουρνουά και οι άριστες εμφανίσεις του προκάλεσαν το ενδιαφέρον
των μεγάλων συλλόγων του κέντρου. Όταν μάλιστα η Νίκη Βόλου αγωνιζόταν στο
πρωτάθλημα A’ Εθνικής κατηγορίας από το 1961 ο Ζαντέρογλου είχε αναδειχθεί σε
έναν από τους κορυφαίους αμυντικούς παίκτες σε όλη την Ελλάδα. H AEK είχε
κάνει πρώτη τις προτάσεις προς την ομάδα του Βόλου, χωρίς αποτέλεσμα. Το 1962
ο Παναθηναϊκός παρενέβη δυναμικά για την απόκτηση του Βολιώτη ποδοσφαιριστή,
δίνοντας μεγάλα ανταλλάγματα στη Νίκη. Μάλιστα ο γνωστός – τότε – γενικός
αρχηγός του «τριφυλλιού» Αντώνης Μαντζεβελάκης είχε συναντηθεί με τον
Ζαντέρογλου στην Πορταριά, αλλά η μεταγραφή κάπου χάλασε. Τελικά τον κέρδισε ο
Ολυμπιακός το καλοκαίρι του 1965. Ο τότε προπονητής των «ερυθρολεύκων», ο
διάσημος Μάρτον Μπούκοβι, επένδυσε στο ταλέντο του Ζαντέρογλου και τον
τοποθέτησε τότε κεντρικό οπισθοφύλακα, στη θέση των αποχωρησάντων Μίμη
Στεφανάκου και Κώστα Διαμαντόπουλου. H συμμετοχή του Βολιώτη σέντερ μπακ
«έδεσε» όχι μόνο την άμυνα, αλλά ολόκληρη την ομάδα του θρύλου, που εκείνη τη
σεζόν, όπως και την επόμενη, κατέκτησε το πρωτάθλημα, ύστερα από έξι χρόνια. Ο
Χρήστος Ζαντέρογλου έγινε το αγαπημένο παιδί του Ολυμπιακού και οι χιλιάδες
φίλαθλοι τον είχαν για είδωλό τους. Στη διάρκεια της δικτατορίας, όταν το
στρατοκρατικό καθεστώς έδιωξε από την Ελλάδα τον διάσημο Μπούκοβι, ο
Ζαντέρογλου μετεγράφη στο Αιγάλεω, όπου και πάλι διακρίθηκε (1968 – 1971) για
να καταλήξει και να τερματίσει την λαμπρή πορεία του στο ελληνικό ποδόσφαιρο
στη δημοφιλή ομάδα του Ατρομήτου Περιστερίου που έπαιζε τότε στην A’ Εθνική.
Ο Ζαντέρογλου φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής 15 φορές, ενώ έχει πετύχει ένα
ρεκόρ συμμετοχών στην A’ Εθνική κατηγορία (με Νίκη, Ολυμπιακό, Αιγάλεω και
Ατρόμητο). Έπαιξε αδιάκοπα σε 168 αγώνες!