|
Για την τηλεόραση οι εργένηδες είναι τουλάχιστον ημισαλταρισμένοι και ασυνάρτητοι
|
Μοναχικός; Προβληματικός. Ημισαλταρισμένος και τραγικά ανασφαλής. Είναι το
κλισέ της εποχής που αποθεώνει το «εγώ», της εποχής της δυσανεξίας του άλλου,
της εποχής τού «Κανείς δεν λέει σ’ αγαπώ» και των «Singles».
Σίριαλ και τα δύο (Mega) που πραγματεύονται τη δυσκολία της «συνάντησης» των
ανθρώπων, την αδυναμία να βγουν από τον εαυτό τους για να γνωρίσουν την
περιπέτεια του ταξιδιού στον κόσμο του άλλου. Στην πραγματικότητα, αποτυπώνουν
ένα από τα κορυφαία προβλήματα των καιρών μας, προσεγγίζοντάς το όμως με τα
κλισέ άλλων εποχών, εκείνων που έβλεπαν τους μοναχικούς ως «ελαττωματικούς».
Στο ένα («Κανείς δεν λέει σ’ αγαπώ»), το ζευγάρι των πρωταγωνιστών
αισθάνεται ερωτική έλξη, πλην όμως την αρνείται κρύβοντας το συναίσθημα πίσω
από την επιθετική συμπεριφορά του ενός προς τον άλλον. Προτιμά σχέσεις με
τρίτα πρόσωπα που φουντώνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, αλλά προσφέρουν και
την ασφάλεια ότι θα τελειώσουν. Υποτίθεται ότι πρόκειται για το παμπάλαιο
παιχνίδι μεταξύ αρσενικού και θηλυκού προτού το δεύτερο παραδοθεί άνευ όρων.
Ωστόσο, οι χαρακτήρες παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά των παλιμπαιδιζόντων
εργένηδων των μεγαλουπόλεων. Εκείνη προσκολλημένη στην πατρική φιγούρα και
ανώριμη, εκείνος μπούλης που δεν μπορεί να χειριστεί την ελάχιστη ένταση.
Στους «Singles», οι πρωταγωνιστές έχουν ο καθένας – υποτίθεται – και
διαφορετική κοινωνική προέλευση, πλην όλοι συναντιούνται στο γεγονός ότι είναι
μονόχνοτοι, φοβισμένοι, υστερικοί και προβληματικοί λόγω οικογενειακών
βιωμάτων – εδώ υπεισέρχεται και η ψυχαναλυτική ερμηνευτική της εργένικης
επιλογής, που είναι πολύ της μόδας.
Ο ένας κουβαλάει μια περίεργη οικογενειακή ιστορία και ζει στη σκιά ενός
αυταρχικού πατρός με αποτέλεσμα να είναι ανασφαλής και δειλός. Ο άλλος μισεί
την ιδέα του γάμου, πλην όμως εμπλέκεται σε ερωτικές ιστορίες που του «βγάζουν
το εργένικο λάδι» καθ’ ότι ομορφόπαιδο. H μία κόρη αυταρχικής μητρός
ονειρεύεται τον «κύριο τέλειο» και δεν την πτοεί ο αποτυχημένος αρραβώνας, η
ετέρα των κοριτσιών είναι υστερική γεροντοκόρη από επιλογή – μισεί τους άνδρες
– και η τρίτη νεαρή είναι ένα είδος χαζοχαρούμενου σεξουαλικού βαμπίρ που
αναζητεί σύντροφο μπερδεύοντας το σεξ με το συναίσθημα, όπως την έπαθε μια
κατηγορία γυναικών που «είδε» τη σεξουαλική απελευθέρωση με τα μάτια εκείνων
των αρσενικών που «βολεύτηκαν» από αυτήν.
Οι «νεοεργένηδες» είναι είδος που αναπτύχθηκε στις σύγχρονες
μεγαλουπόλεις της απομόνωσης και της αγχωτικής ζωής. Εργάζονται σε μοντέρνα
επαγγέλματα, έχουν σπίτια σε καλές γειτονιές, κοινωνικό κύκλο, αλλά
δυσκολεύονται στις σχέσεις, κυρίως γιατί δεν υποχωρούν από τις συνήθειές τους.
Φοβούνται την ανατροπή, το συναίσθημα, τη διάρκεια, φοβούνται την ευθύνη «της
επόμενης ημέρας». H εύκολη ερμηνεία είναι ότι κατά βάθος αυτά επιθυμούν
διακαώς. Ωστόσο, θεωρούν εαυτόν «νομάδα» με την έννοια της σύγχρονης μεγάλης
αγοράς, δηλαδή, χωρίς δεσμεύσεις, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να μετακινηθεί σε
άλλη δουλειά, σε άλλη μεγαλούπολη, σε άλλη γειτονιά, στο εξωτερικό.
Πάντα κλεισμένοι στον φοβισμένο εαυτό τους, τον κουβαλούν παντού
πανομοιότυπο, γλιστρώντας στην επιφάνεια της ζωής, επιδεικνύοντας
κοσμοπολίτικο προφίλ με τους κανόνες των περιοδικών της μόδας, «ανεκτικοί»
στις σεξουαλικές διαφορετικότητες, πολίτικλι κορέκτ, αλλά με απόλυτη δυσανεξία
στον έρωτα και την πολύ προσωπική σχέση.
Σαν αντιγραφή αδιάβαστου μαθητή
Δυστυχώς και οι δύο σειρές, αν και αποτυπώνουν τον χαρακτήρα του σύγχρονου
παλίμπαιδα ενηλίκου, αφήνουν τους χαρακτήρες ανολοκλήρωτους, φιγούρες εντέλει
ασυνάρτητες. Στους «Singles» (σενάριο: Γιώργος Φειδάς, σκηνοθεσία: Παναγιώτης
Κράβας), η διαρκής αίσθηση του ζάπινγκ από τη μια ιστορία στην άλλη και οι
σύντομες, έντονες κορυφώσεις μοιάζουν με συρραφή διαφημιστικών σποτ.
Αποσπασματικό στην εξέλιξή του, πηγαινοέρχεται σε στιγμιότυπα της ζωής των
εργένηδων, προσπαθώντας να ξετυλίξει τις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά
επιλέγει τα κλισέ συμπεριφοράς, αντί να δώσει τις διαστάσεις κάθε χαρακτήρα
στον χρόνο και τον τόπο. Για παράδειγμα στο «Sex and the city», μία σύγχρονη
σειρά-σχόλιο, η ατμόσφαιρα της πόλης και του τρόπου ζωής ήταν παντού και πάνω
σε αυτήν αναδεικνύονταν οι χαρακτήρες. Στα δύο εγχώρια σύγχρονα σίριαλ, το
«σύγχρονο» είναι τα εσωτερικά ντεκόρ και οι μοντέρνες γωνιές της πόλης, το
υπόλοιπο είναι μια σαπουνοπερικής παράδοσης κλειστοφοβικό σύστημα ρόλων. Όλα
μία επιφάνεια, μία συρραφή στοιχείων υποτίθεται σύγχρονης ζωής με γλάσο
διαφημιστικής αισθητικής, που μένουν αδικαιολόγητα, σαν αντιγραφή σε
διαγώνισμα από αδιάβαστο μαθητή, που προσέχει την καλλιγραφία μπας και πείσει
ότι ξέρει τι γράφει.