H Αγαύη (Λυδία Φωτοπούλου) στους ώμους του Διόνυσου (Λάζαρος Γεωργακόπουλος)

Με τη σχεδόν πρωτόγονη απλότητα δεν τα πήγαινε ποτέ καλά το ελληνικό θέατρο. Ο

Σωτήρης Χατζάκης πάντως σκηνοθετώντας τις «Βάκχες» προσπάθησε με τους

συνεργάτες του να κάνει φανερή την πρωτογενή απλότητα αυτού του σκοτεινού,

μυστηριακού έργου. Ανασύροντας, με τρόπο έντεχνο και δραστικό, αρχέγονους

ήχους της φύσης, δημιουργώντας ένα τελετουργικό στυλιζάρισμα σωματικής γλώσσας

και καθοδηγώντας τους υποκριτές στην εκφραστική καθαρότητα του λόγου έκανε μια

δύσκολη αρχή. Δεν είναι λίγο. Αντίθετα, η παράσταση είχε ύφος και ήθος, παρά

τις αυτάρεσκες επαναλήψεις, τις ενδυματολογικές φλυαρίες και τις αδύναμες

απλοποιήσεις του χορού.

Το πεδίο, ανοιχτό και προκλητικό. Στο επιφανειακά ήσυχο, λευκό τοπίο

του Γιώργου Πάτσα, με τους διάσπαρτους θύρσους καρφωμένους στην ορχήστρα και

τις μοντέρνες, διάφανες γούρνες νερού – σκηνικό υποβλητικό, αριστοτεχνικά

φωτισμένο από τον Λευτέρη Παυλόπουλο – οι ήχοι των κρουστών και οι φωνητικοί

αυτοσχεδιασμοί της Σαβίνας Γιαννάτου ενεργοποιούσαν ακατάπαυστα ένα αίσθημα

κινδύνου.

Ανάμεσα στη γραμμική έναρξη, με όλο τον θίασο μετωπικά στο κοίλο και στο

μπεκετικό φινάλε ενός αισθητικού no man’s land, η ανθρώπινη περιπέτεια

οδηγήθηκε τελετουργικά στο αναπότρεπτο του τραγικού μύθου, αναδεικνύοντας

ακέραιη την ποίηση του Ευριπίδη, όπως την ανάστησε η μετάφραση του K. X. Μύρη.

Κακά τα ψέματα, μόνο κέρδος έχουν οι παραστάσεις που σέβονται τον λόγο και

κάνουν την κατανόηση αυτών των κειμένων απολαυστική. Πόσο μάλλον που στη

σύγχρονη αντίληψη η παρακολούθηση της τραγωδίας των «Βακχών» είναι ένα

σκοτεινό αίνιγμα, το οποίο συνήθως αφήνει αδιάφορο το ευρύ κοινό.

Το ότι το κοίλον παρακολουθούσε και τις δύο μέρες με ενδιαφέρον το τραγικό

έργο με τον παράξενο μύθο είναι στα συν της παράστασης, που μπορεί να μην

άνοιξε νέους σκηνικούς δρόμους, αλλά δεν κατέφυγε στις σειρήνες της πρόκλησης

και δεν επιστράτευσε αστέρες της αγοράς θεάματος για να κάνει μπούγιο.

Ηθοποιοί με μέθοδο και σοβαρή θητεία στο θέατρο έπαιξαν τους δύσκολους ρόλους

θεών και ανθρώπων.

Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, αινιγματικός, όμορφος και απειλητικός, ερμήνευσε τον

Διόνυσο, ο οποίος έρχεται στη Θήβα για να τιμωρήσει αυτούς που αρνιούνται τη

θεϊκή φύση του.

Ο Ιερώνυμος Καλετσάνος, ηθοποιός με προσωπικότητα και σκηνική παρουσία,

ερμήνευσε τον Πενθέα, τον αμφισβητία του θεού, ο οποίος τον πείθει να φορέσει

γυναικεία ρούχα, για να κατοπτεύσει τις μαινάδες που βακχεύουν στον Κιθαιρώνα.

Ο αγέρωχος ηγέτης, μεταμορφωμένος, σε θηλυκόμορφο πλάσμα, οδηγείται σφάγιο

στην οδό του μαρτυρίου, που σηματοδοτείται από έναν κόκκινο κύκλο στο βάθος

του λογείου.

Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, στον πρώτο δραματικό ρόλο του, έπαιξε τον κρίσιμο

Αγγελιαφόρο B’, περιγράφοντας με ανθρώπινη συντριβή την κατασπάραξη του Πενθέα

από την ίδια του τη μάνα και τις αδελφές της.

Αγαύη, η Λυδία Φωτοπούλου. Ηθοποιός του μέτρου και του πάθους, κρατώντας θύρσο

με παλουκωμένο το κεφάλι του Πενθέα, πέρασε ερμηνευτικά από τον οίστρο της

μαινάδας στο άδειασμα της μάνας, η οποία αναγνωρίζει στο βακχικό τρόπαιό της

το παιδί της. Το γδαρμένο κεφάλι του κυλάει στη μήτρα που το γέννησε, για να

πέσει στη σκάφη με τα κατασπαραγμένα μέλη που ο προπάτοράς του Κάδμος (Θέμις

Πάνου) έχει σύρει στη σκηνή.

Όταν το αποτρόπαιο, θεϊκό σχέδιο ολοκληρωθεί και ο Διόνυσος θα προτρέπει ψυχρά

τους ανθρώπους να μην καταφρονούν το θείο, το σώμα της ύβρεως φορτωμένο σε ένα

καροτσάκι οικοδομής θα μεταφερθεί έξω από την ορχήστρα, ενώ οι φιγούρες της

Αγαύης και του Κάδμου θα σέρνονται σε κρανίου τόπο.

H απουσία και οι απουσίες

Με ζεστό και ρυθμικό χειροκρότημα επιβράβευσαν οι περίπου 5.000 θεατές της

Παρασκευής την πρεμιέρα του Εθνικού Θεάτρου στην Επίδαυρο, που δόθηκε υπό την

σκιά μιας εκκωφαντικής απουσίας. Ο Νίκος Κούρκουλος απουσίασε πρώτη φορά μέσα

στη δεκαετία της διεύθυνσης του θεάτρου. H απουσία του, επιβεβλημένη εξαιτίας

των ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται αυτή την περίοδο στο Λονδίνο,

είχε ως αποτέλεσμα και την απουσία ομάδας διασημοτήτων, οι οποίοι φροντίζουν

να τον ακολουθούν, δίνοντας (και παίρνοντας) λάμψη, αλλά και κοσμικό

χαρακτήρα, στις πρεμιέρες του Εθνικού.