Ο Αλέκος Αλεξανδράκης ήταν χαρισματικός άνθρωπος, που κατά τον Μιχάλη

Κακογιάννη, σκηνοθέτη του στην αιώνια «Στέλλα» (εδώ με την αξέχαστη Μελίνα),

ξεχώριζε για την «ευγένεια σε εμφάνιση και ήθος»

Έζησε τη ζωή του ώς το τέλος και χορτασμένος, χωρίς απωθημένα· το ευγενικό

αγόρι του ελληνικού σινεμά, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ο ωραίος ως Έλλην ζεν

πρεμιέ επί τρεις δεκαετίες, ταξιδεύει από χθες για τη «Συνοικία το όνειρο»…

«Δεν μετανιώνω για τίποτα στη ζωή μου· ούτε για κάποιες κακές ταινίες που

γύρισα, γιατί σε πολλές από αυτές γνώρισα πολλούς σπουδαίους συναδέλφους.

Αλλά, περισσότερο από όλα, ήθελα να γίνω σκηνοθέτης του κινηματογράφου», είχε

πει στα «NEA», στη Χάλκη, με αφορμή τη συμμετοχή του στην ταινία του Βασίλη

Ντούρου «Το φως που σβήνει» – 2000 – η οποία ήταν και η τελευταία

κινηματογραφική εμφάνισή του.

Έχοντας παίξει σε περισσότερες από 100 ταινίες, είχε την «ατυχία» να ανδρωθεί

στα «πέτρινα χρόνια» της ελληνικής κοινωνίας – δεκαετίες ’50 και ’60… Τότε

που απλώς και μόνον οι «ανοικτές» και προοδευτικές ιδέες ήταν παράπτωμα και

για τον ίδιο απετέλεσαν τροχοπέδη στην εκπλήρωση των ονείρων του…


Με τον Μάνο Κατράκη στη «Συνοικία το όνειρο» (1961), την οποία και

σκηνοθέτησε. H ταινία, που «έκοψε» 74.427 εισιτήρια, θεωρείται από τις

σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού νεορεαλισμού

«H “Συνοικία το όνειρο” λογοκρίθηκε και ένας αστυνομικός διευθυντής, που

σταμάτησε την προβολή της, μας είχε πει: “Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε;

Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι.

Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα”. Ευτυχώς που διαμαρτυρήθηκε η Ελένη Βλάχου κι

επετράπη τελικά η προβολή της ταινίας, έστω και πετσοκομμένης», μας είχε πει.

Κι όλα αυτά για μια ταινία-σταθμό στην ιστορία του εγχώριου κινηματογράφου –

1961 -, την οποία σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Αλέκος Αλεξανδράκης με συνεργάτες

πρώτου διαμετρήματος, καθώς το σενάριο το είχαν γράψει ο ποιητής Τάσος

Λειβαδίτης και ο συγγραφέας Κώστας Κοτζιάς και η μουσική ήταν του Μίκη

Θεοδωράκη (έναν χρόνο πριν, ο Αλεξανδράκης είχε συν-σκηνοθετήσει με τον

Αριστείδη Καρύδη-Φουκς την ταινία «Θρίαμβος», πάλι με τους ίδιους

σεναριογράφους)…

«Προσπαθήσαμε τον επόμενο χρόνο με τον Κοτζιά και τον Λειβαδίτη να πείσουμε

τον Φίνο να χρηματοδοτήσει μια νέα ταινία μας, αλλά πού! “Τρελαθήκατε;”, μας

είπε, “θα μας κλείσουν όλους μέσα αν γυρίσουμε τέτοια ταινία”! Γι’ αυτό και

στη συνέχεια απογοητεύτηκα, δεν κοιτούσα ούτε καν τα σενάρια, ενδιαφερόμουν να

βγάλω χρήματα και να τα ρίξω στο θέατρο», θυμόταν…


Ως «Ιππόλυτος», στην τεράστια επιτυχία τού 1954 στην Επίδαυρο. «Από τότε με

στοιχειώνει εκείνη η εντυπωσιακή είσοδος στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου.

Ένας δαιμόνιος, αγγελικής όμως καταγωγής έφηβος», είναι η μαρτυρία του Κώστα Γεωργουσόπουλου

Κι όμως, επειδή ο Αλέκος Αλεξανδράκης δεν ήταν μόνο ωραίος αλλά και καλός

ηθοποιός, ελάχιστες υπήρξαν οι ταινίες στις οποίες ήταν «κακός». Αντίθετα,

κατόρθωσε επί 55 χρόνια – πρώτη εμφάνισή του το ’49 στην ταινία «Δύο κόσμοι» –

να σταθεί στην πρώτη γραμμή του εγχώριου star system και να πραγματοποιήσει

ερμηνείες που μέχρι και σήμερα αντέχουν. Στις ταινίες: «Οι ουρανοί είναι δικοί

μας», «Ο βαφτιστικός» (διασκευή της οπερέτας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη),

«Αγνή του λιμανιού», «Στέλλα», «Το νησί των γενναίων», «Συνοικία το όνειρο»,

«Ραντεβού στη Κέρκυρα», «Δεσποινίς διευθυντής», «Δάκρυα για την Ηλέκτρα», «Μια

τρελή, τρελή οικογένεια», «H κόμισσα της Κέρκυρας», «Αγοροκόριτσο»,

«Επιστροφή», «Οι εχθροί», «Ίλιγγος», «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», «Τα παιδιά

της Χελιδόνας» κ.ά. Αλλά και στην τηλεόραση η παρουσία του ήταν σημαδιακή στον

«Παράξενο ταξιδιώτη» και τον «Γιούγκερμαν» μέχρι την «Αίθουσα του θρόνου»…

«Με τριγυρίζουν οι επιθυμίες για κοινωνική δικαιοσύνη»

Λιτοδίαιτος, λιγομίλητος, ο κύριος Αλέκος είχε ένα τρόπο να αφαιρεί σοφά τα

περιττά. Φλυαρίες, κακογουστιές, κουτσομπολιά, μικροπρέπειες, μικροπολιτικές,

ίντριγκες. Ένας πρίγκιπας που κράτησε χαμηλούς τόνους στη ζωή του, που δεν

καμώθηκε τον σοφό, τον ταλαντούχο. Ίσως γιατί ήταν ένας πανέξυπνος άντρας, που

τιμούσε τις αλήθειες του. «Με τριγυρίζουν πάντα οι επιθυμίες για κοινωνική

δικαιοσύνη. Συχνά αγανακτώ με πολλά και ελπίζω να μην εξαφανισθεί από τους

ανθρώπους η πολιτική κριτική σκέψη. Όμως η ζωή αλλάζει. Δεν είναι όπως ήταν

στην εποχή μου κι εγώ δεν είμαι αυτός που ήμουν».