O Βαγγέλης – Γιώργος Βουλτσάτης (αριστερά) από το «Της αγάπης μαχαιριά» και ο

Τρελαντώνης – Χάρης Γρηγορόπουλος (δεξιά) από το «Καφέ της Χαράς»

Κρεμανταλάς, ντυμένος με ρούχα παράταιρα, όπως είναι τα δανεικά, με

χαρακτηριστικά μάλλον αστεία, μύτη κάπως σουβλερή, ύφος που ό,τι και να λέει

παραμένει ίδιο, απαγγέλλει σαν να διαβάζει στιχάκι από παλιό ημερολόγιο

τοίχου: «Βραδιά λαμπρή η αποψινή, διπλοί οι αρραβώνες / να ζήσουν οι

μελλόνυμφοι πολλούς λαμπρούς χειμώνες / πολλούς να δούνε Μάηδες ν’ ανθίζουν τα

λουλούδια / Πάντα με γέλια και χαρά και εύθυμα τραγούδια»: υπογραφή

Τρελαντώνης (Χάρης Γρηγορόπουλος) από το «Καφέ της Χαράς» της σεναριακής

εμπνεύσεως των Ρώμα – Χατζησοφιά.

Ο άλλος πάλι, φιγούρα μάλλον λυπημένη, βήμα χοροπηδητό, παρών στις πιο

δύσκολες στιγμές της υπόθεσης και έτοιμος να πει κι αυτός ατάκα που θυμίζει

κάτι μεταξύ αποφθέγματος θυμόσοφου και παρατήρησης παιδιού. «Μάνα γέννησε τον

Μινώταυρο, μάνα γέννησε και τον Χριστό»: υπογραφή Βαγγέλης(Γιώργος Βουλτσάτης)

από τη σειρά «Της αγάπης μαχαιριά», σεναριακής εμπνεύσεως της Υβόννης

Μεταξάκη.

Κάθε ηθογραφική σειρά θεωρεί απαραίτητο στοιχείο να υπάρχει μεταξύ των

χαρακτήρων της και ένας τρελός του χωριού. Στοιχείο της λογοτεχνικής

ηθογραφικής παράδοσης που αναφερόταν σε μικρές, γραφικές – πλην κλειστές –

κοινωνίες, σε εποχές κατά τις οποίες ο πολιτισμός της ανοχής δεν είχε

αναπτυχθεί. H ύπαρξή τους λειτουργεί στην εξέλιξη της ιστορίας σαν βαλβίδα

αποσυμπίεσης, αφού μπορεί να εκφράζει όσα τα ταμπού και τα φίλτρα των κανόνων

συνύπαρξης των μελών μιας μικρής κοινωνίας δεν επιτρέπουν να φανούν. Είναι η

πινελιά της «αθωότητας».

Ο τρελός θεωρούνταν τις εποχές της δεισιδαιμονίας και της κοινωνικής

δυσανεξίας πρόσωπο ξεχωριστό, που προκαλούσε δέος, τρόμο ή και σεβασμό – «ο

εκλεκτός» θεών ή δαιμόνων -, με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζεται και από πολλές,

εγχώριες μικρές κοινωνίες. Γι’ αυτό και εμφανίστηκε στη λογοτεχνία ως ένα

είδος κοινωνικού καταλύτη, που απελευθέρωνε καλές ή άσχημες πτυχές του

χαρακτήρα των ανθρώπων. Και σαν τέτοιος μεταφέρθηκε στο σινεμά και παραμένει

στα τηλεοπτικά σενάρια με τον ίδιο πάντα ρόλο, παρά την πρόοδο. Ένα είδος

εκφυλισμού του χαρακτήρα τού είδους είναι ακόμη και ο συμπαθητικός

καρπαζοεισπράκτορας των κωμωδιών, ο καλοσυνάτος αγαθιάρης, που ακολουθεί τον

πρωταγωνιστή και τον ανακαλεί στην τάξη με τις παρατηρήσεις του, παρ’ όλο που

εισπράττει και τη σφαλιαρίτσα του, έτσι, γιατί αυθαδίασε.

Οι εγχώριοι τηλεοπτικοί τρελοί του χωριού – ο Τρελαντώνης του Κολοκοτρωνιτσίου

και ο Βαγγέλης του κρητικού χωριού που σπαράσσεται από τις βεντέτες –

εμφανίζονται ως απαραίτητα στοιχεία ενός ντεκόρ νοσταλγικού φολκλόρ, ένα είδος

προκάτ παράδοσης μάλλον, παρά σαν χαρακτήρες που έχουν σχέση με τη σύγχρονη

πραγματικότητα της ελληνικής επαρχίας.

Στο «Καφέ της Χαράς», οι χαρακτήρες είναι μονοδιάστατοι και μοιάζουν με

φιγούρες χαρτοκοπτικής από παιδικό παραμύθι. Ο Τρελαντώνης συμπληρώνει την

ατμόσφαιρα της παλιάς Ελλάδας, με την απλοϊκή σκέψη που αποκτά μόλις το βάθος

εφηβικής ανησυχίας καταγεγραμμένης σε σχολικό λεύκωμα: «Δεν θέλει να πάει εκεί

που πάει. Κι όπου αγαπάει φεύγει / Μα των λαθών την πληρωμή κανείς δεν

αποφεύγει».

Ο έτερος τρελός του χωριού ακολουθεί τη βαρύγδουπη ατμόσφαιρα ενός –

υποτίθεται – πολύ δραματικού σεναρίου, στο οποίο μια βεντέτα χωρίζει με

αλλεπάλληλους θανάτους δύο οικογένειες. Ο Βαγγέλης είναι ακόμη ένας «τραγικός»

μεταξύ των υπόλοιπων «τραγικών» χαρακτήρων της εν λόγω σειράς, που περιγράφει

διάφορες τραγωδίες. Γι’ αυτό και υποτίθεται ότι λέει διαρκώς σοφίες αφού,

σύμφωνα με μια ρομαντική προσέγγιση της τρέλας, πρόκειται για κατάσταση

εξαιρετικής ψυχικής ευαισθησίας κατά την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται και

εκφράζει όλα εκείνα που οι «γνωστικοί» αποφεύγουν ή δεν μπορούν να διακρίνουν.

Το στιγμιότυπο του υψηλού νοήματος

Ρόλοι που θεωρούνται αβανταδόρικοι για τους ηθοποιούς είναι αυτοί των τρελών,

στην εγχώρια τηλεόραση αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι από τους σεναριογράφους, οι

οποίοι υποτίθεται ότι μέσω αυτών έχουν την ευκαιρία να επιδείξουν ευαισθησία

και υποτιθέμενο βάθος σκέψης. Όμως όπως στο θέατρο έγιναν οι ρόλοι της

υπερβολής, οι οποίοι μάλλον γελοιοποίησαν ηθοποιούς στην προσπάθειά τους να

τους αποδώσουν με επιδεικτικές γκριμάτσες, έτσι και στην τηλεόραση γίνονται οι

ρόλοι της σεναριακής αυταρέσκειας, που σε μια επίπεδη αφήγηση στριμώχνεται και

το στιγμιότυπο του τρελού, σαν στιγμιότυπο του υψηλού νοήματος, κάτι σαν

κλείσιμο του ματιού δήθεν σε πιο απαιτητικούς. Πάντως και οι δύο τρελοί της

ελληνικής τηλεόρασης ευτύχησαν σε ερμηνεία από ηθοποιούς, που αποφεύγουν τις

αναίτιες επιδείξεις δήθεν ερμηνευτικής δεξιοτεχνίας.