Τα μάτια της Νατέλα με καταδιώκουν. Αυτό το πανέμορφο πρόσωπο, η σπασμένη

φωνή, η ελπίδα που δεν σβήνει. Με κυνηγάνε. Με καταδιώκουν…

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ να γράψω για τον Άλεξ. Δεν θέλω να γράψω για τον Άλεξ. Δεν

θέλω να γράψω και για τίποτα άλλο. Πρώτη φορά, στα τόσα χρόνια που γράφω, έχω

πάθει τέτοιο πράγμα. Τέτοιο μπλοκάρισμα. Πρώτη φορά!

Δεν μπορώ. Δεν θέλω. Δεν το αντέχω. Κάθομαι στο κομπιούτερ και προσπαθώ να

διαλέξω ένα άλλο θέμα. Τους αδελφούς Παλαιοκώστα, την απόδραση, τις διακοπές

που έρχονται, την κλιματολογική σχιζοφρένεια του Ιουνίου, το τριήμερο του

Αγίου Πνεύματος… Τόσα θέματα… Τα γράφω. Τα σβήνω.

Δεν μπορώ. Δεν θέλω. Τα μάτια της Νατέλα με καταδιώκουν. Αυτό το πανέμορφο

πρόσωπο, η σπασμένη φωνή, η ελπίδα που δεν σβήνει. Με κυνηγάνε. Με

καταδιώκουν. Σαν να φταίω. Σαν να ευθύνομαι εγώ προσωπικά για ό,τι έγινε. Έτσι

νιώθω. Λες και θα μπορούσα να κάνω κάτι! Εγώ! Και δεν το έκανα! Εγώ!

Ο γιος μου παρακολουθεί με τα μάτια ορθάνοιχτα. H προεφηβεία του απαγορεύει

ρητά να αφήσει ελεύθερο το δάκρυ που λαμπυρίζει στα μάτια του. Με κοιτάζει:

– Γιατί;

Δεν ξέρω. Δεν έχω απαντήσεις. Ψελλίζω κάτι χαζά για τη ζήλεια. Για τον φθόνο.

Για διαλυμένα σπιτικά. Για δράματα και κλάματα πίσω από μισόκλειστες γρίλιες.

Για παιδικές εγκληματικότητες. Για κίνητρα που ούτε ο δικός μου ο νους δεν τα

χωράει.

TI NA ΣΟΥ ΠΩ, ρε Παύλο μου; Τι να σου πω, ρε γαμώτο; Πρόσεχε να μην

ξεχωρίζεις ποτέ και σε τίποτα; Να γίνεις ένα με τον σωρό; Φρόντιζε να πνίγεις

μέσα σου καθετί όμορφο, καθετί δημιουργικό; Γίνε ένα πρόβατο, μπες στη στάνη

και συρρικνώσου, όσο μπορείς; Γίνε βίαιος; Χτύπα, κλώτσα, τράβα μπουνιές,

γροθιές; Βρίσε; Κορόιδεψε; Ξεφτίλισε τον συμμαθητή σου; Βάλε στο περιθώριο το

παχύσαρκο παιδί, το κοντό αγοράκι, το άλλο που φοράει γυαλιά, τον διπλανό σου

που ψευδίζει; Γίνε τσογλάνι για να μπορέσεις να επιβιώσεις;

Νυχτώνει… Προσπαθώ να κοιμηθώ… Τα μάτια της Νατέλα… Ο ήχος του πιάνου

του Άλεξ. Το γελαστό προσωπάκι… Το γράμμα της γιαγιάς στα γενέθλιά του…

«Να προστατεύεις τον εαυτό σου, αγόρι μου!».

Δεν μπορούν όλοι να προστατέψουν τον εαυτό τους, γιαγιά. Κάποιους πρέπει –

ΚΑΠΟΙΟΥΣ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ – να τους προστατεύουμε εμείς. Το αγόρι γύριζε δαρμένο και

κλαμένο σπίτι. H μάνα πήγαινε σχολειό κι άκρη δεν έβρισκε. Στην απόγνωσή της,

άρχισε τα «μαθήματα επιβίωσης»: να μάθει το παιδί να είναι πιο σκληρό, πιο

επιθετικό. «Δεν μπορώ, μαμά!» έλεγε ο Άλεξ. Δεν μπορούσε. Δεν ήξερε; Δεν ήθελε

να μάθει τον τρόπο; Το πλήρωσε… Τέσσερις μήνες πριν. Στον δρόμο για το

μπάσκετ.

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΗΝΕΣ κρέμεται η φωτογραφία στους δρόμους της Βέροιας. «Όποιος

είδε αυτό το παιδί… Φορούσε κόκκινα.. ύψος 1,68»…

Τώρα βγαίνουν όλοι και μιλάνε για ευθύνες. Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ,

θεωρίες, φλυαρίες, αναλύσεις της δεκάρας: η οικογένεια, το περιβάλλον, το

σχολείο, η παραβατική συμπεριφορά. Αν ξανακούσω άλλη μια φορά περί

παραβατισμού, θα ουρλιάξω. Μακιγιαρισμένες ψυχολόγες, γραβατωμένοι ψυχίατροι,

τσιτάτα και κλισέ προς ανακύκλωσιν…

Γράφω κι αυτολογοκρίνομαι. Είναι τόσο πολλά, τόσο έντονα αυτά που νιώθω μέσα

μου. Φοβάμαι το μελό, φοβάμαι το πιασάρικο, φοβάμαι τις κορώνες. Δε με νοιάζει

συντακτικό, γραμματική, ορθογραφία – στα παλιά μου τα παπούτσια! Λέξεις χύμα,

σκέψεις χύμα. Τα μάτια της Νατέλα… Τα μάτια της…

Τουλάχιστον, μην ξεχάσω τα μάτια της. Στα χρόνια που θα ‘ρθούνε, στην

καθημερινότητα που θα ανατρέψει το σήμερα, στα μικρά κι ασήμαντα που θα

τρυπώσουν και πάλι στη ζωή μου (ναι, αυτή: τη ζωή που συνεχίζεται) – μην

ξεχάσω.

Μην ξεχάσω τα μάτια της Νατέλα… Αν είμαι μάνα (μάνα στην ουσία κι όχι κατ’

όνομα) – ποτέ! Τα μάτια της Νατέλα ΠΟΤΕ!